14 Ιουνίου 2016

Τα αδιέξοδα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας

cumhurbaskanligi-album-041
 Πως οι εξελίξεις στο συριακό έδαφος πιέζουν την τουρκική διπλωματία σε αλλαγές
Η έγκριση του ψηφίσματος αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων από το γερμανικό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο στις 2 Ιουνίου 2016, ήταν μια επιπλέον προβληματική εξέλιξη στις πολλές που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια η τουρκική διπλωματία. Το πολιτικό πλαίσιο του συγκεκριμένου ψηφίσματος, πολυδιάστατο σε σημασία, ήρθε να προστεθεί στην όντως μεγάλη λίστα των προβλημάτων που δημιουργεί ευρύτερα τόσο το περιεχόμενο, όσο και ο τρόπος ανάπτυξης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι θέσεις που προβάλλει διεθνώς ο Έρντογαν, αλλά και το γνωστό ύφος με το οποίο τις προωθεί, ενοχλούν διάφορους παράγοντες στην Ευρώπη και γενικά στη Δύση.
Είναι επίσης γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας χαρακτηρίζεται από πολλά κέντρα εξουσίας ως απρόβλεπτη. Ο χαρακτηρισμός αυτός συμπεριλαμβάνει ένα είδος ρίσκου και αστάθειας στις σχέσεις της Τουρκίας με άλλους δρώντες στο διεθνές σύστημα, εξέλιξη που επιτείνει τις αρνητικές αντιδράσεις. Καθόλου τυχαία λοιπόν, τόσο διεθνώς, όσο και στο εσωτερικό της Τουρκίας, οι αναλύσεις γύρω από ζητήματα εξωτερικής πολιτικής συχνά αναφέρονται σε «σημείο καμπής».

Όντως, οι διαφορές που παρατηρούνται σήμερα σε διάφορα επίπεδα σε σχέση με τη θέση και την επιρροή που είχε η Τουρκία στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, αναδεικνύουν πλέον την ζωτικής σημασίας αναγκαιότητα για κάποιες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Από την ηγεμονική θεώρηση περί «μηδενικών προβλημάτων» η Τουρκία βρέθηκε στην επίσης δογματική αντίληψη περί της «πολύτιμης μοναξιάς». Μια «μοναξιά» που φέρνει ξανά στο προσκήνιο την πορεία και τα σκαμπανεβάσματα της διαδρομής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα από την περίοδο ενίσχυσης της εξουσίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) μέχρι σήμερα.

Το κοντινό παρελθόν: Η Τουρκία ως μοντέλο
Η κορυφαία στιγμή της επιρροής της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας ήταν ίσως η περίοδος 2008-2009. Τότε ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Γκιούλ κατάφερε να εκλεγεί στην προεδρία της χώρας και παρέδωσε το χαρτοφυλάκιο του στον Αλί Μπαμπατζάν, μια ιδιαίτερα γνωστή προσωπικότητα στους κύκλους του διεθνούς κεφαλαίου. Παράλληλα, ο τότε σύμβουλος του Πρωθυπουργού για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, Αχμέτ Νταβούτογλου εργαζόταν εντατικά για να αναδείξει την «ήπια ισχύ» της Τουρκίας. Από τη βόρεια Αφρική και τα Βαλκάνια, μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και τον Αραβομουσουλμανικό κόσμο, η Άγκυρα «πωλούσε» πολιτισμό και προφίλ ως μια δύναμη αλλαγών και οικονομικής επιτυχίας.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο, η Τουρκία έφτασε μέχρι και το σημείο να διαμεσολαβεί μεταξύ Ισραήλ και Συρίας για την επίλυση των μεταξύ τους προβλημάτων. Μπορούσε να διεξάγει κοινές συνόδους με τα υπουργικά συμβούλια κυβερνήσεων της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Συρίας, της Ρωσίας και της Ελλάδας. Μπορούσε να συνομιλεί με την Αρμενία και να θέτει τις βάσεις για ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ο Έρντογαν φιλοξενούσε για καλοκαιρινές διακοπές τον «αδελφό» του, όπως τον αποκαλούσε, Άσσαντ στο Μπόντρουμ (Αλικαρνασσός). Την ίδια στιγμή ο νεοεκλεγείς Ομπάμα επέλεγε την Τουρκία για το πρώτο διατλαντικό του ταξίδι και διακήρυσσε τη βούληση του για ένα «στρατηγικό συνεταιρισμό» μεταξύ των δύο χωρών. Ήταν η περίοδος που ένα πολύ σημαντικό μέρος της φιλελεύθερης ακαδημαϊκής κοινότητας σε Δύση και αλλού, φωτογράφιζε την Τουρκία του ΑΚΡ ως το μοντέλο εκσυγχρονισμού που θα έπρεπε να ακολουθήσουν οι κοινωνίες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής.

Από τα «μηδενικά προβλήματα» στην «πολύτιμη μοναξιά»
Όμως από το 2010 κάποια πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Το Μάιο δολοφονήθηκαν Τούρκοι ακτιβιστές που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια στην αποκλεισμένη Γάζα από ισραηλινά στρατεύματα στο γνωστό επεισόδιο Μαβί Μαρμαρά. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου άρχιζαν οι εξεγέρσεις που λίγες βδομάδες μετά ονομάστηκαν «αραβική άνοιξη». Η κυβέρνηση του ΑΚΡ θεώρησε ότι οι τεκτονικές αλλαγές στην περιφέρεια της, δημιούργησαν τις κατάλληλες πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της ηγεμονίας της. Το ΑΚΡ υπολόγιζε ότι οι κοινωνίες που εξεγείρονταν κατά των αυταρχικών τους καθεστώτων, θα μπορούσαν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να συσπειρωθούν γύρω από το «πλειοψηφικό ρεύμα» των κομμάτων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Με αυτό τον τρόπο, η νέα περιφερειακή τάξη πραγμάτων θα ήταν ιδεολογικά και πολιτικά συγγενική με το ΑΚΡ και συνεπώς έτοιμη για να μπει σε πορεία ενσωμάτωσης υπό την «υψηλή εποπτεία» της Τουρκίας, της μοναδικής χώρας με την απαραίτητη αυτοκρατορική κληρονομιά. Η πεποίθηση της Άγκυρας για την τελική επικράτηση των λεγόμενων μετριοπαθών ισλαμικών κινημάτων ήταν τέτοια, που αρχικά ο Έρντογαν προσπαθούσε να πείσει τις ΗΠΑ να καθυστερήσουν τους όποιους σχεδιασμούς είχαν για δυναμική ανατροπή Άσσαντ. Θεωρούσε ότι ο ίδιος μπορούσε να εξαναγκάσει τον Σύρο Πρόεδρο σε εκλογές και συνεπώς σε μια «ειρηνική αντικατάσταση» του από την Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Οι μήνες όμως περνούσαν χωρίς ο Άσσαντ να καταρρέει και χωρίς η Μουσουλμανική Αδελφότητα να γίνεται η εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Αντίθετα στη θέση των λεγόμενων μετριοπαθών, εμφανίστηκε το ανθεκτικότερο όπως τελικά αποδείχτηκε «ισλαμικό κράτος» με όλες τις συνέπειες που βιώνει σήμερα η περιοχή. Στο σημείο αυτό, η κυβέρνηση της Τουρκίας επέλεξε την άμεση παρέμβαση. Έγινε μέρος του συριακού εμφύλιου και ακολούθησε επί του εδάφους την πιο προωθημένη πολιτική από όλους τους δυτικούς της συμμάχους. Ήταν η σειρά των ΗΠΑ τώρα να προσπαθούν να πείσουν την Άγκυρα για ένα πιο «ορθολογικό» σχεδιασμό που θα οδηγούσε στην απομάκρυνση Άσσαντ. Όμως η κατάσταση πλέον είχε τεθεί εκτός ελέγχου. Ο πόλεμος της Συρίας μεταφέρθηκε σε τουρκικά εδάφη και η κρίση στην περιοχή μετατράπηκε σε «τουρκικό πρόβλημα». Μόλις πριν πέντε χρόνια το ΑΚΡ διαφήμιζε τη στιγμή εκείνη που Τούρκοι και Σύριοι μουσουλμάνοι θα προσεύχονταν από κοινού στο τζαμί Εμεβίγιε της Δαμασκού, ως η συμβολική στιγμή της επικράτησης κατά του Άσσαντ. Σήμερα, η τουρκική πόλη Κίλις βομβαρδίζεται από ομάδες του «ισλαμικού κράτους» και η Άγκυρα επικεντρώνει σχεδόν ολόκληρη τη δομή της εξωτερικής της πολιτικής στο πως να αποτρέψει την περαιτέρω αυτονόμηση και διεθνή αναβάθμιση των Κούρδων της Συρίας.

Το «παράδοξο» της προσέγγισης ΗΠΑ-Κούρδων στη Συρία
Η μεγάλης κλίμακας αλλαγές που καταγράφονται επί συριακού εδάφους, αντικατοπτρίζονται τόσο στην περιφερειακή ισορροπία ισχύος, όσο και στις διεθνείς διεργασίες για μια κατάληξη στο ζήτημα της Συρίας. Είναι ακριβώς αυτές οι τοπικές μετατοπίσεις που σήμερα αποκτούν χαρακτηριστικά εξαναγκασμού της Τουρκίας για να αναθεωρήσει κάποιους από τους στόχους της στη Συρία. Συγκεκριμένα από το Μάιο 2016, σημειώνονται πολύ σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις και σχεδιασμοί στις κρίσιμες περιοχές του Ιράκ και της Συρίας. Ο στρατός του Ιράκ συνεχίζει τις προετοιμασίες του για την απελευθέρωση της Μοσούλης από το «ισλαμικό κράτος» και σε αυτά τα πλαίσια κινείται για τη σταθεροποίηση της κατάληψης της πόλης Φαλούτζια. Παράλληλα, οι ΗΠΑ εντείνουν τις αεροπορικές του επιθέσεις εναντίον στόχων του «ισλαμικού κράτους» στη Συρία με στόχο την αποδυνάμωση του σε περιοχές γύρω από την πόλη Ράκκα που είναι η ντε-φάκτο πρωτεύουσα του. Οι αεροπορικές επιχειρήσεις όμως γίνονται με στόχο να βοηθήσουν τις μονάδες των «Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων», του συνασπισμού εκείνου στον οποίο ο καθοριστικός ρόλος ανήκει στους Κούρδους των ένοπλων ομάδων του Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD).

Στο σημείο αυτό λοιπόν βρίσκεται το «πολιτικό παράδοξο» που αντιμετωπίζει η Άγκυρα. Εδώ και καιρό οι ΗΠΑ, ο σημαντικότερος δυτικός σύμμαχος της Τουρκίας, βοηθά άμεσα ή έμμεσα την οργάνωση που θεωρείται η «συριακή έκδοση» του ΡΚΚ στη μάχη της κατά του «ισλαμικού κράτους». Μάλιστα από τα τέλη Μαΐου ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ συνεργάζονται και επί του εδάφους με τους Κούρδους αντάρτες για την απελευθέρωση της στρατηγικής σε σημασία πόλης Μένμπιτς από το «ισλαμικό κράτος». Η επιτυχία της εν λόγω στρατιωτικής επιχείρησης αναμένεται να λειτουργήσει ως «εκκαθάριση» μιας μεγάλης περιοχής στα βόρεια της Ράκκα και επομένως θα συμβάλει καταλυτικά στους σχεδιασμούς για την επίθεση στην «πρωτεύουσα» των τζιχαντιστών.

Στο παρόν στάδιο ο βασικός στόχος των ΗΠΑ φαίνεται να επικεντρώνεται στην απομάκρυνση του «ισλαμικού κράτους» από τη Ράκκα. Οι Αμερικανοί θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο μπορούν διεθνώς να κερδίσουν καλύτερη θέση έναντι της Μόσχας για το μέλλον της Συρίας. Θέλουν μέσα από την μερική ανατροπή των ισορροπιών επί του συριακού εδάφους να υπογραμμίσουν το δικό τους ρόλο και επιρροή. Ιδιαίτερα πριν από τις εκλογές, η διοίκηση Ομπάμα θέλει να συμβάλει σε ένα ακόμα πεδίο κινήσεων υπέρ της υποψηφιότητας των Δημοκρατικών, τουλάχιστον στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής. Όμως είναι αλήθεια, ότι η επίθεση στη Ράκκα δεν είναι απλή υπόθεση. Το «ισλαμικό κράτος» αναμένεται να αφιερώσει πολλές δυνάμεις για να μην υποχωρήσει. Συνεπώς οι αμερικανικοί σχεδιασμοί απαιτούν τον όσο το δυνατό καλύτερο συντονισμό όλων που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα. Καθόλου τυχαία το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε εντατικές διαβουλεύσεις τόσο με τους Κούρδους της Συρίας, όσο και με την Τουρκία. Με την Άγκυρα, η προσπάθεια αφορούσε κυρίως στον κατευνασμό των τουρκικών αντιδράσεων από τη συνέχιση της συνεργασίας των Αμερικανών με τους Κούρδους. Τελικά φαίνεται ότι η Άγκυρα αποδέχτηκε την κοινή στρατιωτική επίθεση ΗΠΑ-Κούρδων στην πόλη Μένμπιτς με αντάλλαγμα να δοθούν «εγγυήσεις» από τη διοίκηση Ομπάμα ότι με το πέρας των επιχειρήσεων, η πόλη δε θα περάσει στον έλεγχο του κουρδικού κινήματος. Φυσικά η κατάληξη στο συγκεκριμένο παραμένει ακόμα ανοιχτή.

Οι ΗΠΑ γνωρίζουν πολύ καλά την ιδεολογική και οργανωτική σύνδεση του ένοπλου κουρδικού κινήματος που δρα στη Συρία και στην Τουρκία. Κατανοούν πλήρως τους λόγους που η Τουρκία δεν αποδέχεται την πορεία κουρδικής αυτονόμησης στα τουρκο-συριακά σύνορα. Την ίδια στιγμή όμως αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη δοκιμασμένη δύναμη εναντίον του «ισλαμικού κράτους». Οι Κούρδοι του PYD αποτελούν εδώ και κάποια χρόνια το πιο συνεπές οργανωμένο σύνολο ενάντια σε όλες τις μορφές τζιχάντ που εμφανίστηκαν εντός Συρίας. Συνεπώς οι ΗΠΑ, όπως και άλλοι στη Δύση, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να παραβλέψουν το ρόλο τους. Αντίθετα, η Τουρκία συνειδητοποιεί ότι η έστω συγκυριακή συνεργασία Αμερικανών και Κούρδων στο συριακό έδαφος, γεννά τις προοπτικές μιας δεύτερης κουρδικής αυτονομίας μετά το Ιρακινό Κουρδιστάν. Οι επιτυχίες του κουρδικού κινήματος, σε συνδυασμό με την αποτυχία της Άγκυρας να δημιουργήσει ένα αξιόμαχο ισλαμιστικό κίνημα αντιπολίτευσης ενάντια στον Άσσαντ, φαίνεται να λειτουργούν σήμερα ως επιπλέον πιέσεις απομόνωσης του Έρντογαν σε σχέση με τους σχεδιασμούς για το μέλλον της Συρίας.

Η Συρία ως βάση ευρύτερων διεθνών αλλαγών
Οι εξελίξεις στη Συρία, αν και ραγδαίες, εντούτοις μέχρι στιγμής δεν έφτασαν σε σημείο πλήρους ρήξης των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων. Οι ΗΠΑ δείχνουν να είναι ιδιαίτερα προσεχτικές με κάποιες από τις ευαισθησίες της Τουρκίας σε σχέση με την περιφερειακή επιρροή του ένοπλου κουρδικού κινήματος. Κατανοώντας το στρατηγικό ρόλο που μπορεί να παίξει η Τουρκία στην προσφυγική κρίση και όχι μόνο, ο Ομπάμα δεν επιθυμεί μονόπλευρα ανταλλάγματα προς το κουρδικό κίνημα. Άλλωστε γνωρίζει πολύ καλά, ότι οι ίδιες καλές σχέσεις με τους Κούρδους αναπτύσσονται και από την πλευρά της Ρωσίας. Επομένως στο σημερινό στάδιο του πολέμου στη Συρία, η βασική διαπραγμάτευση μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ αφορά περισσότερο στις όποιες προοπτικές υπάρχουν για ένα αυτόνομο συριακό Κουρδιστάν, ή στα σενάρια διαμελισμού της Συρίας, παρά στο μέλλον της κυβέρνησης Άσσαντ και μόνο.

Με αυτό τον τρόπο, το μέλλον των Κούρδων της Συρίας και ο ρόλος που θα παίξουν στις ευρύτερες ανακατατάξεις της περιοχής, φαίνεται να μετατρέπεται σε μια βάση πάνω στην οποία η Άγκυρα θα στηρίξει τις όποιες αλλαγές στην εξωτερική της πολιτική. Λόγω ακριβώς αυτής της σταθεροποίησης των Κούρδων στην αυτόνομη περιοχή της Ροζιάβα, αλλά και λόγω της περαιτέρω διεθνής αναγνωρισιμότητας τους, η Τουρκία ενδιαφέρεται σε αναζήτηση συνεργασιών με πλαίσιο την «αποτροπή του διαμελισμού» της Συρίας. Εάν όντως το επόμενο χρονικό διάστημα συνεχιστεί η επιμονή της Άγκυρας περί μιας λύσης που θα διασφαλίζει την «ενότητα της Συρίας», τότε αναλόγως θα επιδιώξει να αλλάξει και τις διεθνείς της συνεργασίες. Η συνεχής επίκληση των κινδύνων που δημιουργεί η προοπτική οριστικής διχοτόμησης της Συρίας, δεν υπογραμμίζει το γνήσιο ενδιαφέρον της Άγκυρας σε θέματα εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας. Αντίθετα, αναδεικνύει τις μεγάλες αντιφάσεις της πολιτικής που ακολούθησε και την αγωνία της να απευθυνθεί σε κράτη που πιθανώς να επηρεάζονται αρνητικά από την βίαιη ανατροπή των συριακών συνόρων. Για παράδειγμα τόσο η Μόσχα, όσο και η Τεχεράνη, είναι μεταξύ των βασικών πρωτευουσών που παρουσιάζονται στο παρόν στάδιο πιο ευαίσθητες σε τέτοια μηνύματα.

Συνεπώς οι πιέσεις που δημιουργεί η παρατεταμένη συριακή κρίση εναντίον της Τουρκίας, μπορούν να μετατραπούν και σε πιέσεις αλλαγών στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Οι πιθανές αλλαγές βεβαίως, δεν ανατρέπουν το βασικό στόχο της Άγκυρας για μια ηγεμονία περιφερειακών διαστάσεων, όμως επηρεάζουν σαφώς κάποιες από τις συμμαχίες που θέλει να έχει με άλλα κράτη. Αυτό ίσως τελικά να αποδειχτεί και το σημείο καταγραφής νέων δυναμικών. Τα πρώτα δείγματα πιθανής αναδιαμόρφωσης των συνεργασιών της Τουρκίας, αλλά και οι αντοχές τους, θα καταγραφούν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα σε σχέση με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Ρωσία.

Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 12 Ιουνίου 2016