Ας ελπίσουμε ότι όλα θα πάνε καλά στο αποψινό Eurogroup και
θα ολοκληρωθεί, με το κλείσιμο της αξιολόγησης, ο κύκλος της
αβεβαιότητας που ταλανίζει εδώ και μήνες τη χώρα. Τα δύσκολα βέβαια
είναι ακόμα μπροστά, δεδομένου ότι τα μέτρα είναι πολύ σκληρά και συχνά
αντι-αναπτυξιακά, με αποτέλεσμα να εγείρονται ερωτηματικά ως προς την
αποδοτικότητά τους.
Ωστόσο η άρση της αβεβαιότητας είναι από μόνη της ένα καλό νέο και μια εξέλιξη θετική.
Δεν έχει νόημα να εξουδετερώνουμε a priori την όποια ευεργετική της επίδραση, ανακυκλώνοντας μια άγονη συζήτηση επικεντρωμένη στις (αδιαμφισβήτητες) αρνητικές επιπτώσεις του πρόσφατα ψηφισθέντος πακέτου μέτρων.
Εκείνο που σίγουρα έχει νόημα, είναι να συζητήσουμε ως κοινωνία και ως Πολιτεία, πώς μπορούμε, με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα μπροστά μας, να πάμε μπροστά. Να σταματήσουμε να ποντάρουμε ή να προεξοφλούμε την «καταστροφή», προκειμένου να δικαιωθούμε. Να εγκαταλείψουμε πια, μετά από 6 χρόνια κρίσης και 3 μνημόνια, αυτή την άχαρη, αδιέξοδη κι αντιαισθητική υποτιθέμενη αντιπαράθεση περί του «ποιός είναι ο καλύτερος εκφραστής του Β. Σόϊμπλε στην Ελλάδα»!
Αυτό που χρειάζεται ο τόπος και μάλιστα επιτακτικά είναι να ανοίξει, επιτέλους, μια ουσιαστική συζήτηση για την επανεκκίνηση της οικονομίας, για να αρχίσει η χώρα να παράγει πλούτο, να φτιάξει ένα αξιόπιστο δίχτυ κοινωνικής προστασίας και να δημιουργήσει δουλειές.
Κανένας αυτοματισμός δεν πρόκειται να φέρει ανάπτυξη κι αν βασιστούμε στο μοντέλο του χθες, εκείνο της κατανάλωσης και του υπερ-δανεισμού (που έτσι κι αλλιώς μας τελείωσε), θα έχουμε χάσει την τελευταία ευκαιρία να αφήσουμε την κρίση πίσω μας και να γυρίσουμε σελίδα.
Μετά από τόσα χρόνια ύφεσης και απώλεια του ¼ του εθνικού προϊόντος της χώρας, είναι λογικό κι αναμενόμενο να ξεκινήσει ένας θετικός κύκλος στην οικονομία. Αλλοίμονο όμως, εάν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι ο κύκλος αυτός δεν θα είναι διατηρήσιμος ούτε δυναμικός, εάν δεν αλλάξουμε το παραγωγικό μας πρότυπο και δεν κάνουμε στροφή προς μια οικονομία που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες διεθνώς ανταγωνιστικές, που έχουν πραγματική αξία στις αγορές και μπορούν να φέρουν ανάπτυξη διατηρήσιμη βασισμένη σε υγιείς βάσεις. Αλλοίμονο εάν δεν κατανοήσουμε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι αναγκαίο να είναι αντι-αναπτυξιακή και να λειτουργεί ως τροχοπέδη στην επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας.
Είναι εύκολο να μιλάμε συνεχώς για την ανάγκη νέων ρυθμίσεων για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών, γιατί αυτό δεν απαιτεί κάτι από μας, πέραν του να λειτουργούμε ως «επαίτες» έναντι των ξένων. Αλλά θα πρέπει επιτέλους να διερωτηθούμε: ακόμα κι αν αποφασιστεί κι εφαρμοστεί το καλύτερο δυνατό σενάριο για το δημόσιο χρέος, θα είναι αυτό αρκετό για να προσελκύσει η χώρα επενδύσεις και να δημιουργηθούν δουλειές;
Είναι δυνατόν να συμβεί αυτό εάν δεν αντιμετωπίσουμε τις δεκάδες στρεβλώσεις και χρόνιες παθογένειες, που μας κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης σε όλους τους δείκτες που ορίζουν την ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος σε μια χώρα; Εάν δεν υπάρξει ένα συνολικό συγκροτημένο σχέδιο για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, την απλοποίηση των διαδικασιών, την καταπολέμηση της διαφθοράς, τη βελτιστοποίηση του κανονιστικού πλαισίου, τη βελτίωση του χρόνου και της ποιότητας απονομής δικαιοσύνης;
Και το πιο σημαντικό: εάν δεν κατανοήσουμε την επίδραση που έχει σε μια οικονομία η ταχύτατη τεχνολογική εξέλιξη, που αναγκαστικά οδηγεί τις επιχειρήσεις κάθε κλίμακας σε διαρκείς προσαρμογές και σε επενδύσεις σε έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία, ώστε να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ερασιτεχνισμοί και οι παλινωδίες της κυβέρνησης αύξησαν πολύ το λογαριασμό που καλείται να πληρώσει η χώρα και η κοινωνία για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Όμως το στοίχημα που τώρα έχουμε μπροστά μας -και που οφείλει να το συνειδητοποιήσει και η αντιπολίτευση-δεν είναι το μέτρημα του λογαριασμού αλλά το πώς αυτός ο λογαριασμός θα γίνει, επιτέλους, ο τελευταίος. Κι αυτό θα γίνει εάν αποφασίσουμε τώρα να κάνουμε μια στροφή, προς μια παραγωγική εξωστρεφή και καινοτόμο οικονομία.
*H Άννυ Ποδηματά είναι δημοσιογράφος, πρώην ευρωβουλευτής και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΚ.
Δεν έχει νόημα να εξουδετερώνουμε a priori την όποια ευεργετική της επίδραση, ανακυκλώνοντας μια άγονη συζήτηση επικεντρωμένη στις (αδιαμφισβήτητες) αρνητικές επιπτώσεις του πρόσφατα ψηφισθέντος πακέτου μέτρων.
Εκείνο που σίγουρα έχει νόημα, είναι να συζητήσουμε ως κοινωνία και ως Πολιτεία, πώς μπορούμε, με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα μπροστά μας, να πάμε μπροστά. Να σταματήσουμε να ποντάρουμε ή να προεξοφλούμε την «καταστροφή», προκειμένου να δικαιωθούμε. Να εγκαταλείψουμε πια, μετά από 6 χρόνια κρίσης και 3 μνημόνια, αυτή την άχαρη, αδιέξοδη κι αντιαισθητική υποτιθέμενη αντιπαράθεση περί του «ποιός είναι ο καλύτερος εκφραστής του Β. Σόϊμπλε στην Ελλάδα»!
Αυτό που χρειάζεται ο τόπος και μάλιστα επιτακτικά είναι να ανοίξει, επιτέλους, μια ουσιαστική συζήτηση για την επανεκκίνηση της οικονομίας, για να αρχίσει η χώρα να παράγει πλούτο, να φτιάξει ένα αξιόπιστο δίχτυ κοινωνικής προστασίας και να δημιουργήσει δουλειές.
Κανένας αυτοματισμός δεν πρόκειται να φέρει ανάπτυξη κι αν βασιστούμε στο μοντέλο του χθες, εκείνο της κατανάλωσης και του υπερ-δανεισμού (που έτσι κι αλλιώς μας τελείωσε), θα έχουμε χάσει την τελευταία ευκαιρία να αφήσουμε την κρίση πίσω μας και να γυρίσουμε σελίδα.
Μετά από τόσα χρόνια ύφεσης και απώλεια του ¼ του εθνικού προϊόντος της χώρας, είναι λογικό κι αναμενόμενο να ξεκινήσει ένας θετικός κύκλος στην οικονομία. Αλλοίμονο όμως, εάν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι ο κύκλος αυτός δεν θα είναι διατηρήσιμος ούτε δυναμικός, εάν δεν αλλάξουμε το παραγωγικό μας πρότυπο και δεν κάνουμε στροφή προς μια οικονομία που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες διεθνώς ανταγωνιστικές, που έχουν πραγματική αξία στις αγορές και μπορούν να φέρουν ανάπτυξη διατηρήσιμη βασισμένη σε υγιείς βάσεις. Αλλοίμονο εάν δεν κατανοήσουμε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι αναγκαίο να είναι αντι-αναπτυξιακή και να λειτουργεί ως τροχοπέδη στην επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας.
Είναι εύκολο να μιλάμε συνεχώς για την ανάγκη νέων ρυθμίσεων για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών, γιατί αυτό δεν απαιτεί κάτι από μας, πέραν του να λειτουργούμε ως «επαίτες» έναντι των ξένων. Αλλά θα πρέπει επιτέλους να διερωτηθούμε: ακόμα κι αν αποφασιστεί κι εφαρμοστεί το καλύτερο δυνατό σενάριο για το δημόσιο χρέος, θα είναι αυτό αρκετό για να προσελκύσει η χώρα επενδύσεις και να δημιουργηθούν δουλειές;
Είναι δυνατόν να συμβεί αυτό εάν δεν αντιμετωπίσουμε τις δεκάδες στρεβλώσεις και χρόνιες παθογένειες, που μας κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης σε όλους τους δείκτες που ορίζουν την ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος σε μια χώρα; Εάν δεν υπάρξει ένα συνολικό συγκροτημένο σχέδιο για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, την απλοποίηση των διαδικασιών, την καταπολέμηση της διαφθοράς, τη βελτιστοποίηση του κανονιστικού πλαισίου, τη βελτίωση του χρόνου και της ποιότητας απονομής δικαιοσύνης;
Και το πιο σημαντικό: εάν δεν κατανοήσουμε την επίδραση που έχει σε μια οικονομία η ταχύτατη τεχνολογική εξέλιξη, που αναγκαστικά οδηγεί τις επιχειρήσεις κάθε κλίμακας σε διαρκείς προσαρμογές και σε επενδύσεις σε έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία, ώστε να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ερασιτεχνισμοί και οι παλινωδίες της κυβέρνησης αύξησαν πολύ το λογαριασμό που καλείται να πληρώσει η χώρα και η κοινωνία για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Όμως το στοίχημα που τώρα έχουμε μπροστά μας -και που οφείλει να το συνειδητοποιήσει και η αντιπολίτευση-δεν είναι το μέτρημα του λογαριασμού αλλά το πώς αυτός ο λογαριασμός θα γίνει, επιτέλους, ο τελευταίος. Κι αυτό θα γίνει εάν αποφασίσουμε τώρα να κάνουμε μια στροφή, προς μια παραγωγική εξωστρεφή και καινοτόμο οικονομία.
*H Άννυ Ποδηματά είναι δημοσιογράφος, πρώην ευρωβουλευτής και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΚ.