kapopoulos@pegasus.gr-Εκτός
συνόρων η δύναμη της Ακροδεξιάς στην Αυστρία εκπλήττει και αιφνιδιάζει:
Το 2000 όταν η Δεξιά (Λαϊκό Κόμμα) του Καγκελαρίου Σούσελ επέλεξε το
Ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας του Χάιντερ για ήσσονα κυβερνητικό εταίρο
και τους τελευταίους πέντε μήνες όταν οι δημοσκοπήσεις έφεραν στην
πρώτη θέση την Ακροδεξιά και παρ’ ολίγον τον υποψήφιο Πρόεδρό της Χόφερ
στο Ανάκτορο του Χόφμπουργκ.Η Αυστρία από το 1955 που έληξε το
Μεταπολεμικό Κατοχικό Καθεστώς (από ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και ΕΣΣΔ ήταν
το υπόδειγμα της πολιτικής ορθότητας: Ουδέτερη με βάση τη Συνθήκη που
υπέγραψε με τους Τέσσερις Μεγάλους το 1955, ήταν η χώρα της συναίνεσης,
όπου για δεκαετίες Σοσιαλδημοκράτες και Λαϊκό Κόμμα κυριαρχούσαν και
συγκυβερνούσαν με την Ακροδεξιά στο περιθώριο.
Η παραπάνω εικόνα ήταν μια ψευδαίσθηση που ξεκίνησε και συνεχίσθηκε για γεωπολιτικές σκοπιμότητες: Η Αυστρία το 1945 θεωρήθηκε κατεχόμενη χώρα που προσαρτήθηκε βίαια στη Γερμανία το 1938, παρά το γεγονός ότι ήταν Δικτατορία της Δεξιάς από το 1933, είχε ένα ισχυρό ναζιστικό κόμμα από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και την πλειοψηφία του πληθυσμού σε όλο το πολιτικό φάσμα να δηλώνουν Γερμανοί και να επιθυμούν Ένωση με το Ράιχ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Καγκελάριος που διόρισαν οι Δυνάμεις Κατοχής το 1945, ο Σοσιαλδημοκράτης Καρλ Ρένερ, ο οποίος το 1938 μαζί με την ηγεσία του εκτός νόμου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος είχε χαιρετίσει την ενσωμάτωση στη Γερμανία ως εθνική ολοκλήρωση.
Οι κατοχικές δυνάμεις δεν εφάρμοσαν την αποναζιστικοποίηση στον βαθμό που την επέβαλαν στη Γερμανία και πολύ γρήγορα η Αυστρία κατέγραφε ακραίες εθνικιστικές τοποθετήσεις κατά της σλοβενικής κοινότητας στην Καρινθία, αλλά και με ανοικτή στήριξη των εξτρεμιστών Γερμανόφωνων αυτονομιστών του Νοτίου Τιρόλου, που μετά το 1918 προσαρτήθηκε στην Ιταλία.
Μια Αυστρία χωρίς ενοχές για το παρελθόν της, ενιαία και ουδέτερη, εξυπηρετούσε και τα δύο μπλοκ: Τη Μόσχα ως υπόδειγμα μιας ενοποίησης των δύο Γερμανιών με μεθόδευση αποδεκτή από τη σοβιετική ηγεσία αλλά και τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, αφού τερμάτιζε τη σοβιετική κατοχή σε τμήμα της Αυστρίας και ήταν η πρώτη μετά το 1945 αναδίπλωση του σοβιετικού στρατού.
Κανείς δεν έψαχνε σκελετούς στα ντουλάπια και μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις μας θύμιζαν ένα παρελθόν που όλοι απωθούσαν: Στην προεκλογική εκστρατεία του 1986 για εκλογή Προέδρου ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, αποκαλύφθηκε ότι υπηρετούσε στον Πόλεμο σε υπηρεσία της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη, που εμπλεκόταν άμεσα στην αιχμαλωσία και μεταφορά των Εβραίων της πόλης στα στρατόπεδα εξόντωσης, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα ο χώρος της μουσικής συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη ότι ο Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν και η Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος από τις αρχές της δεκαετίας του ’30...
Χάρη στην απόφαση των τεσσάρων μεγάλων να θεωρήσουν την Αυστρία θύμα του Χίτλερ δεν διαμορφώθηκε ποτέ μια διαχωριστική σαφής γραμμή ανάμεσα στη Δεξιά και την Ακροδεξιά.
Τα παραπάνω ερμηνεύουν σε κάποιο βαθμό γιατί μια χώρα που οι οικονομικοί δείκτες της και το επίπεδο ζωής της την κατατάσσουν στην ευημερούσα και άθικτη σχετικά ακόμη από την κρίση Δυτική Ευρώπη, καταγράφει στην πολιτική σκηνή της μια κυριαρχία της Ακροδεξιάς, που την φέρνει πολύ κοντά με την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία.
Απομεινάρι μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας της Αυστροουγγαρίας όπου συγκρούονταν ακραίοι εθνικισμοί, η Αυστρία κληρονόμησε την πιο επιθετική, αδιάλλακτη και ξενόφοβη έκφανση του γερμανικού εθνικισμού. Ετσι ερμηνεύεται εν μέρει η μεταμόρφωση του πρώην Καγκελαρίου Φάιμαν από αριστερό Σοσιαλδημοκράτη που ήθελε πιο χαλαρή αντιμετώπιση της Αθήνας εν μία νυκτί σε πρόμαχο των κλειστών συνόρων με μονομερείς ενέργειες.
Χωρίς ενοχές
Μια Αυστρία χωρίς ενοχές για το παρελθόν της, ενιαία και ουδέτερη, εξυπηρετούσε και τα δύο μπλοκ: Τη Μόσχα ως υπόδειγμα μιας ενοποίησης των δύο Γερμανιών με μεθόδευση αποδεκτή από τη σοβιετική ηγεσία, αλλά και τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, αφού τερμάτιζε τη σοβιετική κατοχή σε τμήμα της Αυστρίας.
Η παραπάνω εικόνα ήταν μια ψευδαίσθηση που ξεκίνησε και συνεχίσθηκε για γεωπολιτικές σκοπιμότητες: Η Αυστρία το 1945 θεωρήθηκε κατεχόμενη χώρα που προσαρτήθηκε βίαια στη Γερμανία το 1938, παρά το γεγονός ότι ήταν Δικτατορία της Δεξιάς από το 1933, είχε ένα ισχυρό ναζιστικό κόμμα από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και την πλειοψηφία του πληθυσμού σε όλο το πολιτικό φάσμα να δηλώνουν Γερμανοί και να επιθυμούν Ένωση με το Ράιχ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Καγκελάριος που διόρισαν οι Δυνάμεις Κατοχής το 1945, ο Σοσιαλδημοκράτης Καρλ Ρένερ, ο οποίος το 1938 μαζί με την ηγεσία του εκτός νόμου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος είχε χαιρετίσει την ενσωμάτωση στη Γερμανία ως εθνική ολοκλήρωση.
Οι κατοχικές δυνάμεις δεν εφάρμοσαν την αποναζιστικοποίηση στον βαθμό που την επέβαλαν στη Γερμανία και πολύ γρήγορα η Αυστρία κατέγραφε ακραίες εθνικιστικές τοποθετήσεις κατά της σλοβενικής κοινότητας στην Καρινθία, αλλά και με ανοικτή στήριξη των εξτρεμιστών Γερμανόφωνων αυτονομιστών του Νοτίου Τιρόλου, που μετά το 1918 προσαρτήθηκε στην Ιταλία.
Μια Αυστρία χωρίς ενοχές για το παρελθόν της, ενιαία και ουδέτερη, εξυπηρετούσε και τα δύο μπλοκ: Τη Μόσχα ως υπόδειγμα μιας ενοποίησης των δύο Γερμανιών με μεθόδευση αποδεκτή από τη σοβιετική ηγεσία αλλά και τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, αφού τερμάτιζε τη σοβιετική κατοχή σε τμήμα της Αυστρίας και ήταν η πρώτη μετά το 1945 αναδίπλωση του σοβιετικού στρατού.
Κανείς δεν έψαχνε σκελετούς στα ντουλάπια και μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις μας θύμιζαν ένα παρελθόν που όλοι απωθούσαν: Στην προεκλογική εκστρατεία του 1986 για εκλογή Προέδρου ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, αποκαλύφθηκε ότι υπηρετούσε στον Πόλεμο σε υπηρεσία της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη, που εμπλεκόταν άμεσα στην αιχμαλωσία και μεταφορά των Εβραίων της πόλης στα στρατόπεδα εξόντωσης, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα ο χώρος της μουσικής συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη ότι ο Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν και η Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος από τις αρχές της δεκαετίας του ’30...
Χάρη στην απόφαση των τεσσάρων μεγάλων να θεωρήσουν την Αυστρία θύμα του Χίτλερ δεν διαμορφώθηκε ποτέ μια διαχωριστική σαφής γραμμή ανάμεσα στη Δεξιά και την Ακροδεξιά.
Τα παραπάνω ερμηνεύουν σε κάποιο βαθμό γιατί μια χώρα που οι οικονομικοί δείκτες της και το επίπεδο ζωής της την κατατάσσουν στην ευημερούσα και άθικτη σχετικά ακόμη από την κρίση Δυτική Ευρώπη, καταγράφει στην πολιτική σκηνή της μια κυριαρχία της Ακροδεξιάς, που την φέρνει πολύ κοντά με την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία.
Απομεινάρι μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας της Αυστροουγγαρίας όπου συγκρούονταν ακραίοι εθνικισμοί, η Αυστρία κληρονόμησε την πιο επιθετική, αδιάλλακτη και ξενόφοβη έκφανση του γερμανικού εθνικισμού. Ετσι ερμηνεύεται εν μέρει η μεταμόρφωση του πρώην Καγκελαρίου Φάιμαν από αριστερό Σοσιαλδημοκράτη που ήθελε πιο χαλαρή αντιμετώπιση της Αθήνας εν μία νυκτί σε πρόμαχο των κλειστών συνόρων με μονομερείς ενέργειες.
Χωρίς ενοχές
Μια Αυστρία χωρίς ενοχές για το παρελθόν της, ενιαία και ουδέτερη, εξυπηρετούσε και τα δύο μπλοκ: Τη Μόσχα ως υπόδειγμα μιας ενοποίησης των δύο Γερμανιών με μεθόδευση αποδεκτή από τη σοβιετική ηγεσία, αλλά και τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, αφού τερμάτιζε τη σοβιετική κατοχή σε τμήμα της Αυστρίας.