Ποια η σημασία της δήλωσης Καχραμάν για ένα «ισλαμικό σύνταγμα»;
«Η κοσμικότητα δε θα πρέπει να υπάρχει στο νέο Σύνταγμα. Μόνο σε τρία
Συντάγματα σε όλο τον κόσμο υπάρχει η αρχή της κοσμικότητας. Στη
Γαλλία, Ιρλανδία και στην Τουρκία. Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει
περιγραφή του όρου. Όποιος θέλει αντιλαμβάνεται όπως θέλει την
κοσμικότητα. Δε θα πρέπει να αποφύγουμε το θέμα ενός θρησκευόμενου
Συντάγματος. Θα πρέπει να γίνεται αναφορά στη θρησκεία». Το προαναφερθέν
αποτελεί απόσπασμα από την ομιλία του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης της
Τουρκίας, Ισμαήλ Καχραμάν, κατά τη διάρκεια συνεδρίου με θέμα «η νέα
Τουρκία και το νέο Σύνταγμα» που πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα στις 25
Απριλίου 2016. Για την ιστορία αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο συνέδριο διοργάνωσε η Ένωση Ακαδημαϊκών και Συγγραφέων των Ισλαμικών Χωρών και μάλιστα σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο για την Τουρκία, με βασικό της χαρακτηριστικό τις αντιπαραθέσεις για το νέο Σύνταγμα. Η συγκεκριμένη αναφορά του Καχραμάν προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, η ένταση των οποίων ήταν τέτοια που εξανάγκασε πολλά στελέχη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), τον Πρωθυπουργό Νταβούτογλου και τον Πρόεδρο Έρντογαν, να επιδιώξουν να ανασκευάσουν.
Το κεντρικό βάρος των «διορθωτικών» δηλώσεων υπογράμμιζε ότι η προσπάθεια στο προσχέδιο για το νέο Σύνταγμα που ετοιμάζει το ΑΚΡ είναι η διασφάλιση της αρχής της κοσμικότητας με τρόπο που να σέβεται όλες τις θρησκείες και την έκφραση τους στην Τουρκία.
Ανεξάρτητα από την προσπάθεια κατευνασμού των αντιδράσεων ενάντια στη βούληση Καχραμάν για κατάργηση της αρχής της κοσμικότητας από το νέο Σύνταγμα της χώρας, είναι γεγονός ότι οι αναφορές του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης άνοιξαν το «κουτί της Πανδώρας». Η κοσμικότητα, αλλά και γενικότερα το ζήτημα των σχέσεων κράτους και θρησκείας στην Τουρκία έδειχνε να περιθωριοποιείται από τις όντως σημαντικότερες αντιπαραθέσεις των τελευταίων χρόνων. Όμως η συγκεκριμένη ομιλία έγινε σε μια συγκεκριμένη φάση και συνέβαλε στην υπενθύμιση ότι το θέμα της κοσμικότητας στην Τουρκία παραμένει μια από τις σοβαρότερες ανοιχτές πληγές. Μοιραία λοιπόν, οι επόμενες αντιπαραθέσεις για το νέο Σύνταγμα της χώρας, δεν μπορούν παρά να συμπεριλάβουν την αρχή της κοσμικότητας σε σχέση και με τις προοπτικές μιας βαθύτερης συντηρητικής στροφής της κοινωνίας που οραματίζεται το ΑΚΡ.
Η αρχική δημιουργία ενός «κρατικού Ισλάμ»
Η αρχή της κοσμικότητας λοιπόν, αλλά πολύ περισσότερο ο τρόπος που εφαρμόστηκε στην Τουρκία, επιστρέφουν σήμερα ως «ανεπίλυτα» ιστορικά ζητήματα που χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Το πρώτο Σύνταγμα που υιοθέτησε η Εθνοσυνέλευση στις 20 Ιανουαρίου 1921, δεν περιείχε συγκεκριμένες αναφορές ούτε στην κοσμικότητα, αλλά ούτε και στη θρησκεία. Όμως οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν και αντικατοπτρίστηκαν αμέσως μετά την επίσημη ίδρυση του τουρκικού κράτους, επέβαλλαν την αλλαγή του Συντάγματος και την προσθήκη της φράσης «η θρησκεία του κράτους είναι η ισλαμική θρησκεία». Η μετακίνηση αυτή έγινε στις 20 Απριλίου 1924 σε μια περίοδο που ο κεμαλισμός είχε εισέλθει σε μια αναζήτηση σταθεροποίησης των κοινωνικών συμμαχιών της εποχής που θα ευνοούσαν και τη θεμελίωση της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας. Τελικά, η αναφορά σε θρησκεία του κράτους καταργήθηκε το 1928, ενώ το 1937 το μονοκομματικό καθεστώς του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος επέβαλε την αρχή της κοσμικότητας με συγκεκριμένο τρόπο ως συνταγματική ρήτρα. Από τότε η αρχή αυτή παραμένει στο Σύνταγμα παρά τις κατά καιρούς συνταγματικές αλλαγές που έγιναν.
Η ιδιαιτερότητα της Τουρκίας σε σχέση με την αρχή της κοσμικότητας είναι ενδεικτική της εξέλιξης του κεμαλικού δόγματος, της κρατικής ελίτ, αλλά και των σταδίων μέσα από τα οποία πέρασε η ανάπτυξη των κοινωνικό-πολιτικών συμμαχιών. Το νέο κεμαλικό κράτος δεν υιοθέτησε την κοσμικότητα ακριβώς σύμφωνα με τις τότε επικρατούσες αντιλήψεις στη Δύση. Ούτε και προσπάθησε να διασφαλίσει ότι η κοσμικότητα ως συνταγματική ρήτρα θα βοηθούσε στον πλήρη διαχωρισμό των πολιτειακών από τις θρησκευτικές υποθέσεις. Αντίθετα από ένα σημείο και μετά η κεμαλική ελίτ της χώρας προσανατολίστηκε στην ανάδειξη της κοσμικότητας ως μιας βάσης που θα ευνοούσε τον κρατικό έλεγχο επί της θρησκείας. Το τουρκικό κράτος – συνταγματικά κοσμικό – επιδίωξε να ελέγξει πλήρως τη θρησκευτική έκφραση και όχι να τη διαχωρίσει από την πολιτική και οικονομική δραστηριότητα. Με λίγα λόγια το κράτος αναδείχθηκε ως ο πληρέστερος ρυθμιστής της θρησκείας και μέσα από τη δημιουργία της (κρατικής) Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων προσπάθησε να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη «κεμαλική/κρατική» έκδοση του σουνιτικού Ισλάμ. Αυτή η ιδιότυπη «κρατικοποίηση» του Ισλάμ σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες και περιόδους ήταν διπλά λειτουργική: Από τη μια πλευρά βοηθούσε τη κεμαλική ελίτ να «τιθασεύσει» το ισλαμικό κίνημα στο ιδεολογικό επίπεδο και να ανοίξει περισσότερο χώρο για τις μεταρρυθμίσεις εκδυτικισμού της κοινωνίας. Από την άλλη συνέβαλε καθοριστικά στην ελεγχόμενη παρουσία της οργανωμένης έκφρασης του Ισλάμ ακόμα και σε κρατικές δομές, μετατρέποντας τη θρησκεία σε πολιτικό εργαλείο περιθωριοποίησης άλλων ιδεολογικών ρευμάτων, όπως η Αριστερά.
Η διπλή εργαλειακή λειτουργικότητα της ισλαμικής θρησκείας σε ένα κατά τα άλλα κοσμικό καθεστώς, προκάλεσε με τη σειρά της εξελίξεις, οι οποίες κινούνταν επίσης σε δύο χωριστούς αλλά παράλληλους άξονες. Ο πρώτος άξονας ήταν ότι στο όνομα του αυστηρού ελέγχου της θρησκείας και της επιδιωκόμενης εκκοσμίκευσης της κοινωνίας, οι απλοί θρησκευόμενοι πολίτες ήταν μεταξύ των βασικών θυμάτων της καταπίεσης. Για πολλά χρόνια οι νεαρές μαντηλοφορούσες γυναίκες δεν μπορούσαν να φοιτήσουν σε κρατικά Πανεπιστήμια, δεν δικαιούνταν μια θέση εργοδότησης στο δημόσιο. Οι απλοί Μουσουλμάνοι πιστοί συμβόλιζαν την οπισθοδρόμηση μιας αυτοκρατορίας του παρελθόντος που ως τέτοια δε θα έπρεπε να «φαίνεται» στο κέντρο του πολιτικού και οικονομικού συστήματος της χώρας. Όμως ο παράλληλος δεύτερος άξονας της ιδιότυπης αυτής κοσμικότητας διατηρούσε το Ισλάμ πάντα παρόν, έστω και από μακριά. Η θρησκευτική εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία ήταν υποχρεωτική και μάλιστα αυστηρά προσανατολισμένη στο σουνιτικό Ισλάμ. Οι ισλαμικές αδελφότητες και τάγματα, οι ισλαμικές οργανώσεις νεολαίας, αν και σύνολα περιθωριοποιημένα για πολλά χρόνια, εντούτοις συνέχιζαν να «τροφοδοτούν» την κοινωνία με συνειδητούς ισλαμιστές και να θέτουν τις βάσεις για την αναπαραγωγή της ισλαμικής διανόησης. Κορυφαίο παράδειγμα ήταν το πραξικόπημα του 1980, το οποίο ουσιαστικά επιδίωξε να συνθέσει τον τουρκικό εθνικισμό με το σουνιτικό Ισλάμ, δημιουργώντας ένα διαφορετικό ιδεολογικό περιβάλλον ενάντια στην άνοδο της Αριστεράς.
Η μακρά διαδρομή και τα πισωγυρίσματα αναφορικά με την αρχή της κοσμικότητας, αλλά και η αυταρχικότητα που επικράτησε στην εφαρμογή της σε συγκεκριμένες περιόδους, κληρονόμησαν μια βαθιά πόλωση στην κοινωνία της χώρας. Για το ισλαμικό κίνημα της Τουρκία, η κοσμικότητα μέσα από τον τρόπο που επιβλήθηκε, ήταν συνώνυμη της αθεΐας. Ήταν ένας κακός μιμητισμός μιας ξένης (δυτικής) κουλτούρας που δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να επικρατήσει στα εδάφη της Ανατολίας. Σύμφωνα με τις αναλύσεις των ισλαμικών κομμάτων και οργανώσεων, η κοσμικότητα και τα συνεπακόλουθα της δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια συμβολή στην περαιτέρω αποξένωση της συντηρητικής και βαθιά θρησκευόμενης κοινωνίας από το κράτος και την εξουσία.
Η ιστορική ομολογία του «μεγάλου αδερφού» του Έρντογαν
Λαμβάνοντας υπόψη την παραδοσιακή αντιπαράθεση κεμαλισμού και ισλαμικού κινήματος στην Τουρκία σε σχέση με την αρχή της κοσμικότητας, αλλά πολύ περισσότερο έχοντας κατά νου την πολιτική προσωπικότητα που εξέφρασε το ιστορικό αίτημα ανατροπής της κεμαλικού τύπου κοσμικής αρχής, τότε τα πρόσφατα γεγονότα δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο ως «προσωπικές απόψεις» του Καχραμάν. Η ιδεολογική σχέση που συνδέει τον πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης και τον Έρντογαν σε συνδυασμό με τη σημερινή συγκυρία στη χώρα, μάλλον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις του Καχραμάν έγιναν με ένα συγκεκριμένο στόχο. Μια προσφιλής τακτική του Έρντογαν είναι το «μέτρημα» των κοινωνικών αντιδράσεων σε κάτι που θέλει να προωθήσει. Εφόσον αξιολογήσει την πιθανότητα κενού που αφήνει η αντιπολίτευση, τότε με προσεκτικά βήματα στο επόμενο χρονικό διάστημα προχωρεί στην υλοποίηση αυτού που αρχικά θεωρήθηκε ως «αντίδραση της στιγμής». Έτσι και η δήλωση Καχραμάν ήταν μια δοκιμή των αντιδράσεων της κοινωνίας στην επικείμενη αλλαγή του Συντάγματος της χώρας.
Ο Ισμαήλ Καχραμάν είναι ίσως η μοναδική προσωπικότητα του ισλαμικού κινήματος σήμερα στην οποία ο ίδιος ο Έρντογαν αναφέρεται ως «ο μεγάλος μου αδερφός». Η συγκεκριμένη φράση στην τουρκική γλώσσα δεν παραπέμπει μόνο στη διαφορά ηλικίας μεταξύ δύο αντρών, αλλά στο σεβασμό που κατακτά με την παρουσία του στην κοινωνία ο μεγαλύτερος σε ηλικία έναντι του νεαρότερου. Όντως ο Καχραμάν θεωρείται ένα από τα βασικότερα και ισχυρότερα στελέχη του πυρήνα του πολιτικού Ισλάμ, πάνω στον οποίο βασίστηκαν όλα τα ισλαμικά κόμματα. Διετέλεσε πρόεδρος της «Εθνικής Ένωσης Τούρκων Φοιτητών» την περίοδο 1967-1969. Η οργάνωση αυτή έγινε ιδιαίτερα γνωστή ως η «μήτρα» ανατροφής των σημαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων της εθνικιστικής και ισλαμιστικής δεξιάς της Τουρκίας. Ο Καχραμάν την περίοδο που ηγήθηκε της οργάνωσης κατάφερε να ενισχύσει την πτυχή των μαζικών και δυναμικών κινητοποιήσεων στο δρόμο. Ήταν ένας από τους σημαντικούς πυλώνες ενός σχετικά νέου τρόπο πολιτικής δράσης των ισλαμιστών τότε στην Τουρκία. Σύμφωνα με τα αρχεία της Ένωσης, ο Καχραμάν ήταν ο άνθρωπος που κατέθεσε μαύρο στεφάνι με την επιγραφή «στο διάβολο» στη ρωσική γλώσσα, έξω από το κτίριο που φιλοξενούσε έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής της Σοβιετικής Ένωσης στην Κωνσταντινούπολη τον Απτίλιο του 1967. Ο σημερινός πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας ήταν άμεσα αναμεμειγμένος στις επιθέσεις ενάντια σε αριστερές φοιτητικές οργανώσεις το Φεβρουάριο του 1969 όταν διαμαρτύρονταν για την άφιξη του έκτου αμερικανικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα στις συγκρούσεις της 16ης Φεβρουαρίου, δύο φοιτητές αριστερών ομάδων δέχτηκαν επιθέσεις με μαχαίρι από στελέχη της «Εθνικής Ένωσης Τούρκων Φοιτητών» και τελικά πέθαναν. Εκείνη ήταν και η περίοδος που η βασική θέση του ισλαμικού κινήματος εκφραζόταν στα εξής λόγια του Καχραμάν: «Οι Τούρκοι νέοι σπρώχνονται στο κενό με το μιμητισμό των επαναστατών της Δύσης, των μακρυμάλληδων αρσενικών και των γυμνών κοριτσιών. Η μάνα όλων των κακών είναι ο κομμουνισμός και οι κόλακες του».
Το 1985 ο Καχραμάν πρωταγωνίστησε στην ίδρυση του «Συνδέσμου Ενότητας», μιας άλλης ισλαμικής μη κυβερνητικής οργάνωσης που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Ανάμεσα στους ιδρυτές του Συνδέσμου ήταν και ο νεαρός τότε Έρντογαν, ο οποίος συνέχιζε τη συνεργασία του με τον Καχραμάν ήδη από τους πυρήνες της Εθνικής Ένωσης Τούρκων Φοιτητών. Η σταδιοδρομία του Καχραμάν συνεχίστηκε ως Υπουργός Πολιτισμού στη βραχύβια κυβέρνηση συνασπισμού του ισλαμικού Κόμματος Ευημερίας του Έρμπακαν και του Κόμματος Ορθού Δρόμου της Τσιλέρ. Μετά την πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης το 1997 και την εσωτερική διάσπαση του ισλαμικού κινήματος μεταξύ «παραδοσιακών» και «νεωτεριστών», ο Καχραμάν παρέμεινε στο στενό κύκλο των συνεργατών του Έρντογαν. Ανέλαβε σημαντικά καθήκοντα στις προσπάθειες για την ίδρυση του ΑΚΡ το 2001 και από κάποιους μάλιστα θεωρείται ως ο πατέρας της ονομασίας του νέου κόμματος. Όμως την τελευταία στιγμή αποφάσισε να μην αποδεχτεί τη συμπερίληψη του ονόματός του στους ιδρυτές του κόμματος, εξαιτίας της συμμετοχής κάποιων προσωπικοτήτων εκτός του παραδοσιακού ισλαμικού κινήματος. «Αν είναι αυτοί, τότε δεν θα είμαι εγώ», ήταν το μήνυμα που έστειλε στον Έρντογαν υπονοώντας ότι στο νεοϊδρυθέν ΑΚΡ είχαν «εισχωρήσει μασόνοι». Ωστόσο παρά την αρχική του διαφωνία, ο Καχραμάν δε σταμάτησε ποτέ να στηρίζει όλες τις ενέργειες του Έρντογαν.
Σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, ανέλαβε την αναζωογόνηση της δράσης πολλών ισλαμικών οργανώσεων και δικτύων ως μια «περιφερειακή στήριξη» της κυβέρνησης. Μάλιστα ως επικεφαλής του Συνδέσμου Ενότητας εμπλάκηκε ενεργά στην προετοιμασία ενός προσχεδίου Συντάγματος το 2012, το οποίο μάλιστα κατατέθηκε στην τότε αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή που μελετούσε τις συνταγματικές αλλαγές. Από το προσχέδιο του Συντάγματος του εν λόγω Συνδέσμου ξεχωρίζουν οι έντονες θρησκευτικές αναφορές στο προοίμιο, καθώς και η υπογράμμιση της αναγκαιότητας για υιοθέτηση ενός ισχυρού προεδρικού συστήματος. Καθόλου τυχαία, λίγο πριν από τις επαναληπτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2015, ο Έρντογαν απεύθυνε «ειδική πρόσκληση» στον Καχραμάν για να συμμετέχει στα ψηφοδέλτια του κόμματος. «Είναι καιρός να επιστρέψεις γιατί έχουμε αποστολή», είναι η χαρακτηριστική φράση με την οποία ο Έρντογαν φέρεται να έπεισε τον «μεγάλο του αδερφό» να εμπλακεί πιο ενεργά προσφέροντας του τη θέση του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης.
Τα επόμενα βήματα του ΑΚΡ
Με τη δήλωση Καχραμάν, το ΑΚΡ και ο Έρντογαν μπορούν πλέον να αξιολογήσουν ολοκληρωμένα πως μπορεί να επηρεάσει μια πιθανή αλλαγή της κοσμικότητας την πορεία προς το νέο Σύνταγμα της χώρας. Τα επιτελεία του κόμματος και του προεδρικού μπορούν πιο ξεκάθαρα να καταγράψουν τη δυναμική των αντιδράσεων και να μετρήσουν ποια είναι τα σημαντικότερα θέματα που πρέπει να διασφαλίσουν σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα για νέο Σύνταγμα, ακόμα και σε ενδεχόμενες πρόωρες γενικές εκλογές. Η πόλωση της κοινωνίας στον άξονα κοσμικότητας-θρησκείας στο παρόν στάδιο δείχνει να ευνοεί το ΑΚΡ. Ήδη με τη συγκεκριμένη δήλωση Καχραμάν μπορεί να προετοιμάσει σταδιακά την απονομιμοποίηση της αντιπολίτευσης ως «άπιστης» στα πρότυπα της προεκλογικής εκστρατείας του Νοεμβρίου 2015. Παράλληλα μετά τα τελευταία γεγονότα, το ΑΚΡ είναι ικανό να προχωρήσει με πιο σταθερά βήματα σε μια κίνηση που να «καθησυχάζει» την κοσμική αντιπολίτευση, αλλά και θα ενθαρρύνει την ισλαμική του βάση. Ήδη πολλές διαρροές στον Τύπο αναφέρονται στην πιθανότητα διατήρησης της αρχής της κοσμικότητας, αλλά με τρόπο που να επιτρέπονται στο προοίμιο του προσχεδίου Συντάγματος κάποιες ισλαμικές αναφορές. Επομένως το μεγάλο στοίχημα για τον Έρντογαν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα δεν είναι τόσο η οριστική εξαφάνιση συνταγματικών αναφορών στην κοσμικότητα, αλλά περισσότερο η απελευθέρωση περισσότερων πολιτικών δυναμικών που να διευκολύνουν μια βαθύτερη συντηρητική στροφή στην κοινωνία.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 22 Μαΐου 2016