Ιδεολογία και οικονομία πίσω από την αναμόρφωση των πόλεων στην Τουρκία
«Δεν είδα το σπίτι μου εδώ και πέντε μήνες. Ούτε που ξέρω την
κατάσταση του. Μόλις τώρα άκουσα για την απόφαση απαλλοτρίωσης… Πάνε τα
παιδικά μου χρόνια, η νιότη και η ζωή μου ολόκληρη. Μας τα κατέστρεψαν
όλα!». Η κραυγή αγωνίας του κάτοικου της κουρδικής πόλης Σούρ που μόλις
ενημερώθηκε για την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να απαλλοτριώσει
ολόκληρη την περιοχή, είναι χαρακτηριστική όχι μόνο των εξελίξεων στο
Κουρδικό πρόβλημα, αλλά πολύ περισσότερο των μηχανισμών ηγεμονίας του
Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).Μηχανισμοί που σε περιόδους κρίσης λειτουργούν ακόμα πιο έντονα, είτε για να κερδίσουν συναίνεση, είτε για να άρουν τα εμπόδια μέσα από την καταστολή. Συγκεκριμένα στις 21 Μαρτίου η επίσημη εφημερίδα του τουρκικού κράτους ανακοίνωσε την απόφαση «υποχρεωτικής και άμεσης» απαλλοτρίωσης της πόλης Σούρ, η οποία από τις 2 Δεκεμβρίου 2015 μέχρι και τα μέσα Μαρτίου 2016 τελούσε υπό καθεστώς πολιορκίας. Ο νόμος απαγόρευσης κυκλοφορίας εφαρμόστηκε στην πόλη συνολικά έξι φορές με διάρκεια που ξεπερνούσε τα 115 εικοσιτετράωρα. Η πολιορκία του κράτους και οι ένοπλες συγκρούσεις που προκάλεσε, εξανάγκασαν περίπου 1500 μικρές επιχειρήσεις στη Σούρ να κλείσουν και πρόσθεσαν ακόμα 10 χιλιάδες ανθρώπους στους καταλόγους της ανεργίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία μη κυβερνητικών οργανώσεων που εξέτασαν τις κοινωνικές συνέπειες του αποκλεισμού της Σούρ, κατά τους τελευταίους έξι μήνες πάνω από 35 χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Η μεταμόρφωση του πολεμικού τοπίου
Η απόφαση απαλλοτρίωσης της πόλης δεν είναι τυχαία. Μετά τον πόλεμο, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε τη συνολική ανοικοδόμηση της περιοχής. Μέσα από τις στάχτες του πολεμικού τοπίου σε μερικά χρόνια θα αναδυθεί το «σκηνικό ειρήνης» μιας εντελώς «νέας Σούρ», μιας «κανονικής» πόλης που δε θα φέρει πλέον τα στίγματα των Κούρδων ανταρτών και της ιδεολογίας τους. Από τις 9 χιλιάδες κτηματικές μοίρες της Σούρ, πάνω από 8 χιλιάδες έχουν απαλλοτριωθεί. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται 348 συνοικίες, πολλές από τις οποίες μέχρι πρόσφατα φιλοξενούσαν τα κτίρια της τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή τα σύμβολα της «εχθρικής» προς το κράτος κουρδικής εξουσίας. Η συγκεκριμένη απόφαση για απαλλοτρίωση και το μέγεθος της, επί του πρακτέου σημαίνουν ότι στο παρόν στάδιο η Σούρ τίθεται υπό τον άμεσο έλεγχο και τη διοίκηση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Αστικού Μετασχηματισμού. Το εν λόγω Υπουργείο ανακοίνωσε ήδη την πρόθεση για διαπλάτυνση των δρόμων στην εντός τειχών πόλη και τη δημιουργία ακόμα 12 αστυνομικών σταθμών. Παράλληλα, αντί να αποζημιώσει τους κάτοικους της περιοχής που έχασαν τις οικίες τους από τις ένοπλες συγκρούσεις και τους βομβαρδισμούς, με αυτή την απόφαση η κυβέρνηση θα παραχωρήσει ποσά αποζημίωσης όμως θα αποκτήσει ως αντάλλαγμα νέες εκτάσεις γης για ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα. Τέτοιες αποφάσεις μπορεί να φαντάζουν ως λεπτομέρεια μπροστά στις άλλες κοινωνικές συνέπειες που αφήνει πίσω της η ένοπλη σύγκρουση στην Τουρκία. Όμως είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής μηχανικής που αναπτύσσει το ΑΚΡ και που έχει στο επίκεντρο της την ολοκληρωτική αναδιαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων στη Νοτιοανατολική Τουρκία και όχι μόνο. Το λεγόμενο αντιτρομοκρατικό Master Plan που ανακοίνωσε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός Νταβούτογλου, φαινομενικά αφορά στην καταπολέμηση του ΡΚΚ. Ουσιαστικά όμως σημαίνει ότι όλες ανεξαιρέτως οι κρατικές δομές κινητοποιούνται προς την κατεύθυνση μιας μεγάλης κοινωνικής αλλαγής με στόχο την απονομιμοποίηση των φυγόκεντρων ιδεολογικών εκφράσεων. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται κυρίως μέσα από την ανάλυση της γενικότερης κατεύθυνσης που υιοθέτησε η κυβέρνηση της Τουρκίας σε σχέση με το κεντρικό θέμα της αναπαραγωγής και αναδιαμόρφωσης του αστικού πεδίου.
Η πόλη ως πυρήνας της οικονομικής στρατηγικής του ΑΚΡ
Τα σχέδια αστικού μετασχηματισμού όπως ονομάζονται, αποτέλεσαν για την κυβέρνηση ΑΚΡ ένα καθοριστικό στοιχείο των οικονομικών επιλογών, ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης. Μέσα από την αναδιαμόρφωση των πόλεων, η κυβέρνηση της Τουρκίας κατάφερε να αναδείξει τον κατασκευαστικό τομέα ως μια από τις κινητήριες δυνάμεις ολόκληρης της ανάπτυξης, αλλά την ίδια στιγμή πέτυχε να δημιουργήσει και συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων αποκλειστικά εξαρτημένες από την κομματική δομή του ΑΚΡ. Υπό αυτή την έννοια το κυβερνών κόμμα ήταν και είναι ο συνεπέστερος εκφραστής μιας συγκεκριμένες τάσης αστικού μετασχηματισμού που ενισχύθηκε στην Τουρκία ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα του 1980. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η αναπαραγωγή και αναμόρφωση των αστικών τοπίων και του χώρου των πόλεων, μετατράπηκαν σε ένα βασικό πυρήνα της οικονομικής συσσώρευσης. Όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλη ηγεμονική στρατηγική, έτσι και το ΑΚΡ σήμερα επιδιώκει να ελέγξει και να αναπαράξει τους κοινούς και ιδιωτικούς χώρους με τρόπο που η δική του ιδεολογία να αποκτά μια ξεκάθαρη «οπτική και πολεοδομική» έκφραση. Ως κληρονόμος συγκεκριμένων παραδόσεων, το ΑΚΡ επιδίωξε και σε πολλές περιπτώσεις κατάφερε να μετατρέψει τις πόλεις σε γεωγραφικούς στόχους υλοποίησης οικονομικών πειραματισμών όπως η κατακόρυφη αύξηση της αξίας της γης. Όμως πέραν τούτου θα μπορούσε να λεχθεί ότι το βάθος των αλλαγών στο αστικό τοπίο της Τουρκίας έχει προχωρήσει σε βαθμό που επηρεάζει ριζικά την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική μορφολογία των μεγαλουπόλεων και όχι μόνο.
Στο επίκεντρο των σχεδιασμών του ΑΚΡ για την αναμόρφωση των πόλεων της χώρας, είναι η ενθάρρυνση τους να ακολουθήσουν την επιχειρηματικότητα και να αυξήσουν τις προοπτικές ενσωμάτωσης τους στην παγκόσμια αγορά. Με αυτό τον τρόπο ζητήματα όπως η κοινωνική πολιτική και η στήριξη των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων, η δικαιοσύνη στη χρήση των κοινών χώρων, αλλά και η δυνατότητα του χώρου να αναδείξει τον πλουραλισμό των ταυτοτήτων, τίθενται σε δεύτερη μοίρα. Αντίθετα, ο χώρος της πόλης αποτελεί εμπόρευμα που κοντά στα τόσα άλλα συμβάλλει στην ανάπτυξη του τομέα των κατασκευών. Το κράτος έχει στρατηγικό ρόλο στην πιο πάνω μετατόπιση της λειτουργίας των πόλεων και του αστικού τοπίου ευρύτερα, αφού ενεργοποιεί την εξουσία του για ιδιωτικοποιήσεις μεγάλης κλίμακας σε πρώην κρατικές βιομηχανίες και δημόσια κτίρια, στην έγκριση νομοθεσιών για άμεσες απαλλοτριώσεις κλπ.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της Διεύθυνσης Κοινωνικής Κατοικίας (ΤΟΚΙ) της Τουρκίας, οι οποίοι εγκρίθηκαν και υλοποιούνται σταδιακά από το 2012, αναμένεται να εκκενωθούν πάνω από έξι εκατομμύρια σπίτια σε περιοχές που έχουν ανακηρυχθεί ως «υψηλού ρίσκου» και στη θέση τους θα οικοδομηθούν μεταξύ άλλων νέα συγκροτήματα κατοικιών και εμπορικών κέντρων. Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό του μεγέθους και της κλίμακας της πολιτικής οικονομίας που υπάρχει σε αυτό τον τομέα, καθώς και των συμφερόντων που δημιουργούνται ακριβώς λόγω της αύξησης της αξίας της γης. Κάποτε μιλώντας σε κατοίκους περιοχών «υψηλού ρίσκου» και θέλοντας να απλοποιήσει το μήνυμα του αστικού μετασχηματισμού, ο Έρντογαν περιέγραψε την κυβερνητική πολιτική ως εξής: «Θα έρθουμε και θα ισοπεδώσουμε τα σπίτια σας».
Η συγκεκριμένη Διεύθυνση παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο στον καταρτισμό, αλλά και την υλοποίηση της αστικής μεταμόρφωσης των τελευταίων χρόνων στην Τουρκία. Από το 2003 και μετά υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση ΑΚΡ αμέτρητα νομοσχέδια και κανονισμοί ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Κοινωνικής Κατοικίας. Αυτή τη στιγμή είναι η μοναδική αρχή ιδιοκτησίας και πώλησης κρατικής ακίνητης περιουσίας, δημιουργίας οικιστικών ζωνών, κήρυξης απαλλοτριώσεων, καταρτισμού νομοσχεδίων αστικού μετασχηματισμού και αναπαλαιώσεων, δημιουργίας συνεταιρισμών με ιδιωτικές επιχειρήσεις του κατασκευαστικού τομέα, καθώς και κήρυξης περιοχών «υψηλού ρίσκου» κυρίως λόγω φυσικών καταστροφών. Η μέθοδος που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια στην υλοποίηση απαλλοτριώσεων είναι «τραγικά» απλή: ο κάτοικος σπιτιού ή ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας σε περιοχή απαλλοτρίωσης και υψηλού ρίσκου, εξαναγκάζεται να παραχωρήσει την περιουσία του στο κράτος έναντι αποζημίωσης και να μεταφερθεί σε νέους οικισμούς στις περιφέρειες των πόλεων. Σε καμιά περίπτωση δεν έχει το δικαίωμα σε δικαστικές διαδικασίες επιστροφής της περιουσίας του, παρά μόνο σε διεκδίκηση για αύξηση του ποσού αποζημίωσης. Οι περιοχές που απαλλοτριώνονται είναι συνήθως οι παραμελημένες αλλά ιστορικές γειτονιές των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, καθώς και οι τεράστιες περιοχές των αυθαιρέτων που εμφανίστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 λόγω της μεγάλης κλίμακας εσωτερικής μετανάστευσης από την αγροτική ύπαιθρο. Ακολούθως η εν λόγω περιοχή καταλαμβάνεται από το κράτος, ισοπεδώνεται και παραχωρείται στις εταιρείες που κέρδισαν τους διαγωνισμούς αστικού μετασχηματισμού. Έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα στη θέση του παραδοσιακού μαχαλά εμφανίζονται μεγάλα εμπορικά κέντρα, ουρανοξύστες πολυεθνικών εταιρειών, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δικηγορικά γραφεία, καθώς και «κλειστά» συγκροτήματα πολυτελών διαμερισμάτων που φρουρούνται ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.
Η ιδεολογία που εκπέμπουν οι νέες πόλεις του ΑΚΡ
Το πιο χαρακτηριστικό και εύκολα κατανοητό παράδειγμα ριζικής αστικής αναμόρφωσης είναι η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Η «αυτοκρατορική πόλη» για το ΑΚΡ πρέπει την ίδια στιγμή να αποτελεί και μια «παγκόσμια πόλη» νέου τύπου που θα εκφράζει την οικονομική και πολιτική ισχυροποίηση ολόκληρης της χώρας. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος προϋποθέτει φυσιολογικά και μια αντίστοιχη ριζική αλλαγή στη δομή της οικονομίας της πόλης. Η αποδυνάμωση του αγροτικού και μικρομεσαίου βιομηχανικού τομέα σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση του τομέα των υπηρεσιών μέσα από το πολυεθνικό κεφάλαιο, είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της «νέας Κωνσταντινούπολης». Το προαναφερθέν όμως με όρους πολεοδομίας σημαίνει την απαλλοτρίωση και την ανοικοδόμηση πολλών από τις περιοχές του ιστορικού κέντρου της πόλης και τη μεταφορά του πληθυσμού στην περιφέρεια. Αυτός ο πληθυσμός σταδιακά «αντικαθίσταται» από τους καλά μορφωμένους εργαζόμενους του τομέα των υπηρεσιών, αυτούς τους νέους «παγκόσμιους πολίτες» που ούτως ή άλλως μπορούν να αντέξουν το βάρος της ανόδου των τιμών σε όλα τα επίπεδα. Άλλωστε όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ίδιος ο Έρντογαν «υπάρχει και ένα αντίτιμο για να ζει κάποιος στην Κωνσταντινούπολη».
Πέραν όμως από την εισαγωγή των αξιών της παγκόσμιας αγοράς, η παραγωγή και αναπαραγωγή του αστικού χώρου επί της διακυβέρνησης ΑΚΡ, φέρει και τις ιδιαιτερότητες της προσπάθειας «οπτικής» εγκατάστασης του συντηρητισμού. Με λίγα λόγια η εμπορευματοποίηση του χώρου ταυτίζεται με τη νέα ιδεολογική και πολιτισμική ταυτότητα που θέλει να επιβάλει το ΑΚΡ σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο αστικός χώρος δε μετασχηματίζεται μόνο σύμφωνα με την οικονομία, αλλά και σύμφωνα με τις ιδεολογικές νόρμες του πολιτικού Ισλάμ, μέσα από την κατάσχεση και την ριζική αναδιαμόρφωση των χώρων που ταυτίζονταν μέχρι σήμερα με όλες τις «εχθρικές» πολιτικές προτάσεις και ιδεολογικά προγράμματα. Η πεζοδρομοποίηση της ιστορικής πλατείας Ταξίμ στην Κωνσταντινούπολη δεν γίνεται μόνο για να διευκολύνει και να αναπτύξει την τουριστική κίνηση. Υλοποιείται για να εξαλείψει παράλληλα την κληρονομιά των εορτασμών της πρωτομαγιάς, αλλά και του δυτικότροπου κεμαλισμού. Στο ίδιο πλαίσιο, οι νέες πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες τουρισμού «ισλαμικού τύπου» με χωριστές παραλίες και πισίνες για τις γυναίκες, με χώρους προσευχής και απαγόρευση του αλκοόλ, δεν γίνονται μόνο για να απευθυνθούν προς την αραβομουσουλανική αγορά. Ταυτόχρονα υπενθυμίζουν και την αλλαγή ισορροπιών ισχύος στην ίδια την κοινωνία της Τουρκίας.
Η αναμόρφωση των κουρδικών πόλεων ως μέθοδος καταστολής του ΡΚΚ
«Σήμερα οι περιοχές των αυθαιρέτων αποτελούν ένα από τα δύο ή τρία πιο σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι η τρομοκρατία (βλέπετε το ΡΚΚ), τα ναρκωτικά, ο αρνητισμός και οι αντιπολιτευτικές απόψεις, προέρχονται από τις περιοχές των αυθαιρέτων, τις παράνομες αυτές περιοχές… η Τουρκία δεν μπορεί να μιλά για ανάπτυξη χωρίς προηγουμένως να έχει επιλύσει το πρόβλημα των αυθαιρέτων». Οι δηλώσεις αυτές ανήκουν στον πρώην Υπουργό Περιβάλλοντος και Αστικού Μετασχηματισμού του ΑΚΡ, Ερντογάν Μπαϊρακτάρ. Με αυτά τα λόγια περιγράφει χαρακτηριστικά την κατασκευή μιας ιδεολογικά «εχθρικής περιοχής», μιας περιοχής «πολιτικά ανυπάκουης» ως προς το νέο ήθος της εξουσίας του ΑΚΡ. Επομένως μιας περιοχής υποψήφιας για αναμόρφωση και «κανονικοποίηση». Σε αυτή τη συγκυρία, η πόλη Σούρ είναι ακριβώς ένα τέτοιο παράδειγμα. Με την απόφαση για ολοκληρωτική απαλλοτρίωση της κουρδικής πόλης, η κυβέρνηση αναμένει ότι από τη μια θα πετύχει την αύξηση της αξίας της γης, αλλά από την άλλη θα καταφέρει την αλλαγή του ιδεολογικού τοπίου με τρόπο που να ξεριζώνει τις παραδόσεις του κουρδικού αντάρτικου. Καθόλου τυχαία όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος στη χώρα περιέγραφε τις γειτονιές της πολιορκημένης Σούρ ως περιοχές της «φωνής των όπλων, των οδοφραγμάτων και της τρομοκρατίας». Η εφημερίδα ΣΤΑΡ μάλιστα αφιέρωσε ολόκληρα πρωτοσέλιδα για να εξηγήσει πόσο «χρήσιμη και αναγκαία» είναι η πολιτική της Διεύθυνσης Κοινωνικής Κατοικίας ενάντια στην τρομοκρατία.
Με αυτό τον τρόπο η ανάγκη για «ασφάλεια», την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να αναλάβει αποκλειστικά και μόνο το κράτος του Έρντογαν, μετατρέπεται σε εργαλείο μιας ριζικής αλλαγής του χώρου μέσα από την ισοπέδωση του. Ο πόλεμος στη νοτιοανατολική Τουρκία ήταν η πρώτη προσωρινή έκφραση της προσπάθειας του ΑΚΡ να κατασκευάσει και στη συνέχεια να αντιμετωπίσει την «απειλή» στο αστικό τοπίο. Η απαλλοτρίωση της Σούρ, αλλά και άλλων κουρδικών πόλεων που πήραν σειρά στα σχέδια αστικού μετασχηματισμού, είναι μια άλλη έκφραση της προσπάθειας του κυβερνώντος κόμματος να «φυσιολογικοποίησει» την παρουσία της εξουσίας του ενάντια στο κουρδικό πολιτικό κίνημα. Έτσι, το Κουρδικό πρόβλημα εισέρχεται σε ένα ευρύτερο πεδίο αντιπαράθεσης μέσα από το οποίο η τουρκική κυβέρνηση επιδιώκει την «επίλυση προβλημάτων» με διάφορους τρόπους, ένας εκ των οποίων είναι η επιβολή της παραγωγής και αναπαραγωγής νέων αστικών τοπίων.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 3 Απριλίου 2016