Πρώτα ήμασταν όλοι Αμερικανοί. Μετά γίναμε Λονδρέζοι, Μαδριλένοι,
Παριζιάνοι και τώρα Βρυξελλιανοί. Σε κάποια στιγμή ήμασταν και Charlie
Hebdo. Μαλαουτιανοί, Τούρκοι, Αιγύπτιοι ή Σύροι δεν υπήρξαμε ποτέ,
παρόλο που και αυτοί γνώρισαν από πρώτο χέρι τι πάει να πει τρομοκρατικό
χτύπημα. Σε αυτό που λένε πως η ζωή δεν είναι δίκαιη, να προσθέσουμε
πως ούτε ο θάνατος είναι. Άλλο είναι να πεθαίνουν Ευρωπαίοι και άλλο
Ασιάτες ή Αφρικανοί.
Αλλά ούτε και αυτό δεν μας κάνει αίσθηση πλέον. Γνώριμο κατάντησε το
άκουσμα μιας τρομοκρατικής επίθεσης. Μετά από ένα χτύπημα ανεβαίνει η
συγκίνηση στα ύψη. Πρώτα συγκλονιζόμαστε λες και δεν έχουν
προειδοποιήσει οι τρομοκράτες πως θα χτυπήσουν ξανά και ξανά, μετά
συγκινούμαστε, μετά συμπάσχουμε, μετά βγάζουμε το άχτι μας στα κοινωνικά
δίκτυα -έχοντας φυσικά άποψη για τα πάντα, από τα μέτρα καταστολής
μέχρι την εκρηκτική ύλη και τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν- και μετά…
επιστρέφουμε στην καθημερινότητά μας.
Στόχος των τρομοκρατών, λένε οι ειδικοί, είναι να ταρακουνήσουν αυτή
την καθημερινότητα. Να μας κάνουν να αναθεωρήσουμε τις αξίες και τον
τρόπο ζωής μας και να φοβηθούμε. Εν μέρει το πετυχαίνουν. Μετά από κάθε
επίθεση, οι κρατήσεις για ταξίδια μειώνονται, οι έξοδοι σε πολυσύχναστα
σημεία γίνονται λιγότερες. Υπάρχει ένα μούδιασμα, και η σκέψη να
κάτσουμε σπίτι μας, όπου είμαστε ασφαλείς, συνήθως νικά. Όμως μόνο για
λίγο.
Θα κάτσουμε για πάντα σπίτι; Πολύ δύσκολο. Έτσι, σιγά σιγά βγαίνουμε
από το καβούκι μας και διεκδικούμε τη ζωή μας. Εκεί που λέγαμε πως τέρμα
τα ταξίδια, αρχίζουμε δειλά δειλά τις αναζητήσεις για αεροπορικά
εισιτήρια. Εκεί που φοβόμαστε τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας, θυμόμαστε
πόσο βολικά είναι, ιδιαίτερα όταν ταξιδεύουμε. Και από το ας κάτσουμε
στο σπίτι μας, περνούμε στο η ζωή είναι όμορφη όταν τη ζούμε.
Γιατί έτσι είναι η ζωή. Κανένας δεν μπορεί να θρηνεί για πάντα. Ειδικά
για ανθρώπους και γεγονότα με τα οποία υπάρχει γεωγραφική και
συναισθηματική απόσταση. Η συγκίνηση ακόμη και για φοβερά γεγονότα, όπως
είναι μια τρομοκρατική επίθεση ή ένα ναυάγιο με πρόσφυγες, είναι
επιφανειακή, γι' αυτό επιφανειακή είναι και η αντίδραση. Ναι, κανένας
δεν μπορεί να μη δακρύσει μπροστά στη φωτογραφία του μικρού Αϊλάν.
Κανένας δεν μπορεί να μη σκεφτεί πως θα μπορούσε να είναι ο ίδιος στη
θέση αυτού που σκοτώνεται μπροστά στο γκισέ μιας αεροπορικής εταιρείας
στο αεροδρόμιο. Όλοι νιώθουν έναν κόμπο στον λαιμό μπροστά στα παιδιά
που έμειναν ορφανά.
Αλλά μέχρι εδώ. Και δεν γίνεται τίποτα στη συνέχεια. Αρχίσαμε να
συνηθίζουμε τον τρόμο. Έχουμε δει πλέον τόσες φωτογραφίες με πνιγμένους,
σκοτωμένους, δολοφονημένους, που δεν μας κάνει διαφορά. Μοιάζει
αφύσικο, αλλά οι ασυνήθιστες καταστάσεις είναι το νέο «φυσιολογικό».
Έτσι, συνηθίζουμε τους ακόμη αυστηρότερους ελέγχους στα αεροδρόμια, τους
δρόμους γεμάτους αστυνομικούς και στρατιώτες, τις αρχές να
παρακολουθούν τους πολίτες τους. Πόσοι άραγε να έδωσαν σημασία όταν τα
Χριστούγεννα στην Παραμυθούπολη, ανάμεσα στα παιχνίδια του λούνα παρκ
έκαναν βόλτες πάνοπλοι αστυνομικοί; Είτε Αη Βασίληδες έβλεπαν είτε
αστυνομικούς, το ίδιο πράγμα ήταν.
Οι άνθρωποι είναι πιο απρόθυμοι να διαπραγματευτούν τις πολιτικές τους
ελευθερίες και την ανοικτή κοινωνία, έναντι της ασφάλειας. Αλλά μετά από
κάθε επίθεση, η εξίσωση αυτή αλλάζει. Αφού δεν έχω κάνει κάτι κακό,
γιατί να αντιδρώ; Αφού δεν είμαι ύποπτος, τι με νοιάζει αν οι υπηρεσίες
ασφάλειας παρακολουθούν τις διαδικτυακές μου δραστηριότητες; Γι' αυτό
και κάθε τρομοκρατική επίθεση είναι ένα βήμα προς τα πίσω. Θα φτάσει
φυσικά μια στιγμή που θα είναι αργά. Η τρομοκρατία είναι σαν ένα
δηλητήριο που δρα αργά. Τόσο αργά, ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε ότι
δηλητηριαζόμαστε και ότι πεθαίνουμε.
H ΑΦΟΡΜΗ: Οι πολύνεκρες επιθέσεις στις Βρυξέλλες, που για άλλη μια φορά έπιασαν στον ύπνο τις αστυνομικές υπηρεσίες.