17 Δεκεμβρίου 2015

Το Κουρδικό ως παράγοντας εξωτερικής πολιτικής

Ο πρόεδρος της Κουρδικής Αυτόνομης Περιοχής του Ιράκ, Μασούντ Μπαρζανί
Η σχετικά πρόσφατη συνάντηση του προέδρου της Κουρδικής Αυτόνομης Περιοχής (ΚΑΠ) του Ιράκ, Μασούντ Μπαρζανί, με τον Αμερικανό πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, στην Ουάσινγκτον (3-8 Μαΐου 2015) και οι αλλεπάλληλες επισκέψεις ειδικών αποστολών στο Ερμπίλ μέχρι και σήμερα με εντονότερο ρυθμό και αφορμή την εμφάνιση και ακαριαία υπερεξάπλωση του «Ισλαμικού κράτους» καταδεικνύουν την εξέλιξη και τελικά συνέχιση των σχέσεων Αμερικής-Κουρδικής Περιφερειακής Κυβέρνησης του Ιράκ.

Η «Νέα Ειδική Αποστολή Παγκόσμιας Συμμαχίας για την αντιμετώπιση του “Ισλαμικού κράτους”», εκ μέρους του προέδρου της Αμερικής, με επικεφαλής τον Μακ Γκουρκ, η ανώτατη κυβερνητική αντιπροσωπεία αλλά και η επίσκεψη του γενικού διοικητή των ΗΠΑ, Λόιντ Οστιν, την τελευταία εβδομάδα στο Ερμπίλ με στόχο τις προετοιμασίες για την απελευθέρωση της Μοσούλης καθώς επίσης και τον σχεδιασμό μιας κοινής στρατιωτικής εκστρατείας με στόχο την εξάλειψη του «Ισλαμικού κράτους» υποδηλώνουν την ανάγκη συντονισμένης και συλλογικής δράσης μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών για την αντιμετώπιση των νέων δεδομένων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Ολες αυτές οι νέες συνθήκες που γεννήθηκαν αρχής γενομένης της καθαίρεσης από την εξουσία του Σαντάμ Χουσέιν στο Ιράκ και η αμερικανική πολιτική στο Ιράκ διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η επιβίωση περιφερειακών δυνάμεων, και μη, κατέστη αδύνατη και έκανε την ανάγκη συμμαχιών επιτακτική.

Οι Κούρδοι του Ιράκ αποτέλεσαν διαχρονικά σημαντικό εταίρο, με διακριτό ρόλο, στη στρατηγική συμμαχία των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει τον ρόλο τους ως παράγοντα επιρροής της εξωτερικής πολιτικής ισχυρότερων κρατών, ενώ η ύπαρξη εξωτερικής πολιτικής, την οποία χαράσσουν, κατέδειξε πως η εξωτερική πολιτική δεν είναι μόνο προνόμιο κυρίαρχων κρατών αλλά μπορεί να ασκείται και από μη κρατικούς δρώντες καταρρίπτοντας θεμελιώδεις θεωρίες των διεθνών σχέσεων.

Οι σχέσεις Αμερικής και Κούρδων του Ιράκ, που εντοπίζονται ακριβώς στη δύση του 1960 και άρχισαν ως απλές επαφές με τη μορφή ενός είδους οικονομικής βοήθειας για την ανάσχεση της δύναμης του ιρακινού καθεστώτος, εξελίχθηκαν μέσω σταδίων σε θεσμοθετημένες σχέσεις επίσημες και άμεσες.

Η επιβεβαίωση της ύπαρξης μιας αμερικανικής κουρδικής πολιτικής όσον αφορά τους Κούρδους του Ιράκ, τουλάχιστον από το 2005 και ύστερα, δηλώνει τη σημασία αλλά και αμοιβαία αναγκαιότητα της συμμαχίας αυτής τόσο για τις ίδιες τις ΗΠΑ όσο και για την ΚΑΠ του Ιράκ αλλά και τις περιφερειακές και διεθνείς πολιτικές δρώντων δεδομένων των περιφερειακών ανακατατάξεων και μεταβολών στον 21ο αιώνα.

Οι Κούρδοι του Ιράκ αποτελούν για την αμερικανική εξωτερική πολιτική στρατηγικό, οικονομικό εταίρο και δρώντα εξισορρόπησης -γέφυρα-, δεδομένης της επιρροής τους σε μια μεταβαλλόμενη περιοχή εν είδει αλλαγών στη Συρία και με μια ειρηνευτική διαδικασία να εκκρεμεί στα σύνορα με την Τουρκία.

Αυτές οι περιφερειακές αλλαγές και η συνέχιση της εφαρμογής της πολιτικής Τζορτζ Μπους (2002), η μετουσίωση της οποίας δρομολογείται σήμερα, ειδικά μετά την εμφάνιση του «Ισλαμικού κράτους», στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας νέας τάξης πραγμάτων για την ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, καθιστούν τους Κούρδους κεντρικό άξονα της πολιτικής αυτής.

Οι Κούρδοι βρίσκονται στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, ελέγχουν πετρελαϊκές οδούς και διαθέτουν φυσικούς πόρους, δεν απειλούν την ασφάλεια του Ισραήλ, απέδειξαν ότι μπορούν να αποτελέσουν πηγή σταθερότητας, έχουν αναπτύξει σχέσεις με το Ιράν και την Τουρκία -τους άμεσους γείτονές τους- καθώς και με άλλες σημαντικές χώρες, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ οι διμερείς σχέσεις τους με ευρωπαϊκά κράτη και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, λαμβάνοντας υπόψη την εξασφάλιση της δικής τους ξεχωριστής θέσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο -σχετικά με ζητήματα του Ιράκ και της σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση- τον Μάιο του 2015, εντάθηκαν ακόμη περισσότερο μετά την εμφάνιση του «Ισλαμικού κράτους» και της δράσης του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αρωγή της Γερμανίας, της πρώτης χώρας που δέχτηκε να συνδράμει την κουρδική κυβέρνηση με εξοπλιστικά και άλλα στρατιωτικά εφόδια και η οποία δηλώνεται με τη συνεχή παρουσία τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και επαφές της Γερμανίδας υπουργού Αμυνας, Ούρσουλα φον ντερ Λέιεν, στο Ερμπίλ.

Η διάχυση της έννοιας της δύναμης και η αποκέντρωση της εξουσίας με την ανάδειξη μη κρατικών δρώντων σε παράγοντες εξίσου σημαντικούς -τηρουμένων των αναλογιών- με τα κυρίαρχα κράτη, όσον αφορά τουλάχιστον τη δυνατότητα επιρροής διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων, βρίσκει την πιο πιστή της εφαρμογή στη μελέτη του παραδείγματος της άμεσης στήριξης και σχέσεων της ΚΑΠ του Ιράκ από κυρίαρχα κράτη.

Σήμερα ο ρόλος της Ελλάδας και η σύσφιγξη των σχέσεων με την ΚΑΠ του Ιράκ ακολουθώντας το παράδειγμα αυτών των κρατών μπορεί να έχει μόνο οφέλη για τη χώρα δεδομένου του ευρω-ατλαντικού της προσανατολισμού, της προσφυγικής κρίσης με την οποία είναι αντιμέτωπη αλλά και της αυτής καθεαυτήν ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης.
Η θεσμοθέτηση των σχέσεων αυτών ούτε αντίκειται στα ελληνικά συμφέροντα, αλλά ούτε και στα συμφέροντα των συμμάχων-εταίρων της.

Μια Ελλάδα δυνατή με μια πολυδιάστατη σταθερή εξωτερική πολιτική χρήζει σχεδιασμού μιας νέας ελληνο-κουρδικής πολιτικής για τον 21ο αιώνα αλλά και της ανάπτυξης παράλληλων συμμαχιών και πολιτικών με τα παραδοσιακά κράτη-κυβερνήσεις για την αναβάθμιση της θέσης της τόσο στο περιφερειακό όσο και στο διεθνές στερέωμα αλλά και για την αξιοποίηση του γεωγραφικού της ρόλου.
* λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Reading στη Βρετανία, συγγραφέας του βιβλίου «Οι Κούρδοι και η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική: Διεθνείς Σχέσεις στη Μέση Ανατολή από το 1945», (Routledge, 2010)