«Στην
Ελλάδα τα γεγονότα στήνονται. Αυτούς που δολοφόνησαν τους ανθρώπους
τότε στην τράπεζα δεν τους βρήκαν ποτέ. Γιατί αν δεν τους βρουν, μπορούν
να τους φορτώνουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτούς που χρειάζονταν για να ξηλώσουν
τη Χρυσή Αυγή τους βρήκαν. Τον Ρουπακιά τον βρήκαν. Γιατί ο Ρουπακιάς
και δολοφόνησε και περίμενε να τον συλλάβουν. Δεν ξέρω πολλούς
δολοφόνους που να κάθονται να περιμένουν. Κρύβουν πολλά οι κύριοι αυτοί.
Σιγά σιγά θα φανούν». Δεν είναι τα λόγια ενός δηλωμένου ακροδεξιού
ψηφοφόρου. Είναι η προ έτους τηλεοπτική ανάλυση του Λάκη Λαζόπουλου για
τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που ούτε οι συνήγοροι υπεράσπισης της
Χρυσής Αυγής δεν τόλμησαν να παρουσιάσουν στο δικαστήριο.
Και δεν αποτέλεσαν, βέβαια, τα επιχειρήματα αυτά κεραυνό εν αιθρία, γιατί ο Λάκης υπηρετεί με συνέπεια τον ρόλο του εθνικού λαϊκιστή εδώ και πολλά χρόνια. Η εθνικιστική ρητορεία που θέλει τη Μακεδονία να είναι η ψυχή μας, τους Σέρβους αδέλφια μας, τους Τούρκους βάρβαρους και το έθνος ανάδελφον αποτέλεσε τον καμβά κάθε «καλλιτεχνικής» του δημιουργίας. Ωστόσο, το φαινόμενο «Λάκης» δεν θα είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις αν δεν αποτελούσε το αποκορύφωμα της κατά Τσίπρα συριζαϊκής κουλτούρας, που θεωρεί τα έργα του «αντάξια των κλασικών» και τον χρίζει εκπρόσωπο του ελληνικού πολιτισμού.
Δεν θα μπορούσε, βέβαια, να συμβαίνει αλλιώς. Η «πολιτιστική» αυτή επιλογή είναι ο καθρέφτης των κυβερνητικών επιλογών. Εκείνων που θεωρούν την αριστεία ρετσινιά, που στήνουν ένα κομματικό καθεστώς αναξιοκρατίας, που χρησιμοποιούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σαν ασπίδα θεσμικών πραξικοπημάτων, που επενδύουν στον ακραίο λαϊκισμό για να διατηρηθούν στην εξουσία.
Αποδεικνύεται κάθε μέρα και περισσότερο ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν ήταν μια επιλογή ανάγκης για να εξασφαλιστεί απλώς μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά μια απόλυτα συνειδητή επιλογή. Το τρενάκι του Καμμένου οδηγεί τους συνεταίρους σταθερά στις επικίνδυνες ακροδεξιές ράγες του εθνικισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία της χώρας. Και αν η συνηγορία του Λαζόπουλου στη Χρυσή Αυγή για τη δολοφονία του Φύσσα δεν έγινε τυχαία, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα.
Συμμερίζεται εύκολα κανείς τις ανησυχίες όλων όσοι αγωνιούν για την υπερψήφιση των προαπαιτούμενων του Μνημονίου. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέπουμε ότι το απαραίτητο προαπαιτούμενο για την επιβίωση της χώρας είναι η υπεράσπιση της δημοκρατικής της πορείας.
Και δεν αποτέλεσαν, βέβαια, τα επιχειρήματα αυτά κεραυνό εν αιθρία, γιατί ο Λάκης υπηρετεί με συνέπεια τον ρόλο του εθνικού λαϊκιστή εδώ και πολλά χρόνια. Η εθνικιστική ρητορεία που θέλει τη Μακεδονία να είναι η ψυχή μας, τους Σέρβους αδέλφια μας, τους Τούρκους βάρβαρους και το έθνος ανάδελφον αποτέλεσε τον καμβά κάθε «καλλιτεχνικής» του δημιουργίας. Ωστόσο, το φαινόμενο «Λάκης» δεν θα είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις αν δεν αποτελούσε το αποκορύφωμα της κατά Τσίπρα συριζαϊκής κουλτούρας, που θεωρεί τα έργα του «αντάξια των κλασικών» και τον χρίζει εκπρόσωπο του ελληνικού πολιτισμού.
Δεν θα μπορούσε, βέβαια, να συμβαίνει αλλιώς. Η «πολιτιστική» αυτή επιλογή είναι ο καθρέφτης των κυβερνητικών επιλογών. Εκείνων που θεωρούν την αριστεία ρετσινιά, που στήνουν ένα κομματικό καθεστώς αναξιοκρατίας, που χρησιμοποιούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σαν ασπίδα θεσμικών πραξικοπημάτων, που επενδύουν στον ακραίο λαϊκισμό για να διατηρηθούν στην εξουσία.
Αποδεικνύεται κάθε μέρα και περισσότερο ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν ήταν μια επιλογή ανάγκης για να εξασφαλιστεί απλώς μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά μια απόλυτα συνειδητή επιλογή. Το τρενάκι του Καμμένου οδηγεί τους συνεταίρους σταθερά στις επικίνδυνες ακροδεξιές ράγες του εθνικισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία της χώρας. Και αν η συνηγορία του Λαζόπουλου στη Χρυσή Αυγή για τη δολοφονία του Φύσσα δεν έγινε τυχαία, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα.
Συμμερίζεται εύκολα κανείς τις ανησυχίες όλων όσοι αγωνιούν για την υπερψήφιση των προαπαιτούμενων του Μνημονίου. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέπουμε ότι το απαραίτητο προαπαιτούμενο για την επιβίωση της χώρας είναι η υπεράσπιση της δημοκρατικής της πορείας.