Η μαζική μετανάστευση απέκτησε γρήγορα τα χαρακτηριστικά μιας μείζονος στρατηγικής πρόκλησης. Οι κυβερνήσεις έχουν ανησυχήσει από τις επιπτώσεις της εισροής άνω των 700.000 ανθρώπων που έχουν φτάσει μέχρι τώρα, αυτόν τον χρόνο, στην ΕΕ από τη Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές. Σε όλη την ήπειρο, τα κόμματα κατά της μετανάστευσης κερδίζουν έδαφος και προκαλούν το πολιτικό κατεστημένο.
Καθώς αναζητούν λύσεις για την προσφυγική κρίση, οι πολιτικοί ανακαλύπτουν ότι οι διαπραγματεύσεις για την ανακατανομή των ευθυνών στο εσωτερικό της Ένωσης – και ιδιαίτερα για τη μετεγκατάσταση των προσφύγων σε άλλες χώρες – έχουν γίνει τοξικές. Είναι έτσι καλύτερα να μετατοπίσουν τη δράση έξω από την Ένωση και να αποθαρρύνουν τους πρόσφυγες από το να έρθουν στην Ευρώπη.
Η κρίση μπορεί έτσι να αποτελεί την αφορμή για εκείνη ακριβώς τη στροφή στην εξωτερική πολιτική που ζητούν εδώ και δεκαετίες, εκατοντάδες εκθέσεις διαφόρων think-tanks. Όπως λέει ο Ντάνιελ Φιοτ από το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική αρχίζει να βγαίνει από «την παλιά χρυσή εποχή, κατά την οποία η αδιάκοπη οικονομική ανάπτυξη έκανε τους Ευρωπαίους να πιστεύουν ότι ασφάλεια σημαίνει απλώς το να επιτελείς “κοινωνικό έργο” σε μακρινές περιοχές».
Η προσοχή των πολιτικών αναλυτών έχει πέσει πρώτα στην Τουρκία, αλλά και στη Συρία, το Αφγανιστάν, την Αφρική. Η έμφαση δίνεται πλέον λιγότερο στην προώθηση των ευρωπαϊκών αξιών στο εξωτερικό και περισσότερο σε μια ρεαλιστική εξέταση των συμφερόντων της Ένωσης. Η ξένη βοήθεια ήδη κατευθύνεται προς χώρες όπως η Τουρκία, ο Λίβανος και η Ιορδανία, όπου είναι συγκεντρωμένοι οι πρόσφυγες.
Η αλλαγή αυτή συνοδεύεται από τη συνειδητοποίηση ότι η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και την ευρύτερη περιοχή δεν είναι ένα πρόσκαιρο φαινόμενο. «Δεν νομίζω ότι οι Αμερικανοί θα επιστρέψουν στο ρόλο του χωροφύλακα του πλανήτη» λέει ο Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Βέμπερ δεν υποστηρίζει ότι οι ευρωπαϊκές αξίες δεν έχουν πλέον καμιά θέση στην εξωτερική πολιτική της Ευρώπης. Είναι σαφές όμως πού βρίσκεται η νέα έμφαση. «Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το πιο σημαντικό είναι η σταθερότητα» είπε αυτή την εβδομάδα. «Πρέπει να συμβιβάσουμε τις αρχές και τη σταθερότητα».
Η κρίση οδηγεί επίσης στην αναβίωση της ιδέας ενός ευρωπαϊκού στρατού. Κι επειδή αυτό δεν θα γίνει ασφαλώς αύριο το πρωί, προς το παρόν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι θα μιλούν με ανθρώπους τους οποίους θα προτιμούσαν να αποφεύγουν, όπως είναι ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμερίζει τις ανησυχίες της για τις αυταρχικές τάσεις του Ερντογάν, ελπίζοντας να τον πείσει να κρατήσει περισσότερους πρόσφυγες στο τουρκικό έδαφος. Το κατά πόσον κάτι τέτοιο θα λειτουργήσει είναι άλλο ζήτημα, δεδομένου ότι πολλοί περιμένουν να συνεχιστεί η αστάθεια στην Τουρκία και μετά τις εκλογές του ερχόμενου μήνα.
Περισσότερες κυβερνήσεις είναι επίσης πλέον διατεθειμένες να μιλήσουν στον Σύρο δικτάτορα Μπασάρ αλ Άσαντ, παρόλο που παραδέχονται ότι ευθύνεται για τον θάνατο πολύ περισσοτέρων ανθρώπων απ’ ό,τι το Ισλαμικό Κράτος. Οι Ευρωπαίοι αναζητούν την ίδια στιγμή λύσεις στη Λιβύη.
Και καθώς οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί στρατοί αποσύρονται από το Αφγανιστάν, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι οι δυνάμεις της θα παραμείνουν εκεί υπό τον όρο να κάνουν το ίδιο οι Ηνωμένες Πολιτείες – όπως είπαν ότι θα κάνουν. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι την επόμενη φορά που το Αφγανιστάν θα βυθιστεί στο χάος, πολλοί Αφγανοί πρόσφυγες δεν θα παραμείνουν στο Πακιστάν ή στο Ιράν, αλλά θα προσπαθήσουν να φτάσουν στην Ευρώπη.
Πηγή: The Wall Street Journal, Αθηναϊκό Πρακτορείο
* Ο Στίβεν Φίντλερ είναι ανταποκριτής της «Wall Street Journal» στις Βρυξέλλες
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ- ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του πρακτορείου ή της ιστοσελίδας μας