Αν το Μέγαρο Μαξίμου επιδείξει αυτοσυγκράτηση και δεν σαγηνευτεί από την παγκόσμια δημοσιότητα, τότε θα καταφέρει να την αξιοποιήσει στις μελλοντικές επαφές με τις ΗΠΑ, τους ισχυρούς εταίρους της Ε.Ε., τη Ρωσία και την Κίνα. Αν, αντιθέτως, νομίσει ότι η παρούσα προβολή θα είναι μόνιμη και θα ανοίξει από μόνη της τον δρόμο σημαντικών πολιτικών και οικονομικών συμφωνιών, τότε ο κ. Τσίπρας θα πάρει μια γεύση των δυσάρεστων εκπλήξεων που έζησαν σημαντικοί προκάτοχοί του.
Οπως ο Ανδρ. Παπανδρέου που, μετά την ευφορία των «αστερίσκων» του στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ, υπέστη τις ψυχρολουσίες του ψευδοκράτους της βόρειας Κύπρου και της ταξιδιωτικής οδηγίας του προέδρου Ρίγκαν. Ή όπως ο Κων. Μητσοτάκης που, μετά τη «φαεινή ιδέα» περί διπλής ονομασίας, αντίκρισε ένα διεθνές κύμα υποστήριξης και διπλωματικών αναγνωρίσεων της ΠΓΔΜ. Ο σημερινός πρωθυπουργός και οι επιτελείς του, με τις διαρροές για τα φιλικά λόγια του προέδρου Ομπάμα και τα λοιπά κουτσομπολιά, δεν πρέπει να επαναλάβουν το λάθος του πρώτου εξαμήνου του 2015, όταν υποστήριζαν (ή πίστευαν) ότι και μόνο μία συνάντηση με ξένο επίσημο εξασφάλιζε τη στήριξή του.
Η δεύτερη όψη των συναντήσεων και των ομιλιών Τσίπρα στη Νέα Υόρκη, που αφορά την ουσία της πολιτικής του και των στόχων των επόμενων μηνών, είναι δυστυχώς αρνητική. Τα πρώτα σημάδια είναι εξαιρετικά ανησυχητικά. Ο πρωθυπουργός δεν απέτυχε (ακόμη και ενώπιον του φιλικού ακροατηρίου και των θετικά «στημένων» ερωτήσεων) στο ίδρυμα Κλίντον λόγω ανεπάρκειας στην αγγλική γλώσσα. Απέτυχε επειδή δεν ήταν ούτε σε θέση να αναπτύξει συγκεκριμένη πολιτική για τις ιδιωτικοποιήσεις ούτε να εξηγήσει πώς θα οικοδομήσει ένα σταθερό επενδυτικό και φορολογικό πλαίσιο που θα μπορούσε να προσελκύσει κεφάλαια από το εξωτερικό. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τις αόριστες μακροπρόθεσμες επενδύσεις, που και αυτές χρειάζεται να αρχίσουν επειγόντως, αλλά και τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες της ελληνικής οικονομίας: Γιατί ενδεχόμενη αποχή ξένων επενδυτών από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έως τις αρχές Δεκεμβρίου θα έχει αντίκτυπο στους καταθέτες, ενώ, λόγω πιθανού «κουρέματος» και ημίμετρων για τα «κόκκινα» δάνεια, ίσως οδηγήσει σε κοινωνικές εκρήξεις.
Ομοίως, οι επαφές της Νέας Υόρκης με τους ηγέτες της Κίνας, του Ισραήλ και της Αλβανίας απαιτούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες της Αθήνας. Το Πεκίνο έχει ζητήσει, αυτολεξεί, «πολιτική και νομική προστασία» για την επένδυσή του στο λιμάνι του Πειραιά. Το Τελ Αβίβ ζητεί συγκεκριμένες αποφάσεις του Μαξίμου μετά τις συνομιλίες του καλοκαιριού με τους υπουργούς Εξωτερικών Ν. Κοτζιά και Εθνικής Αμυνας Παν. Καμμένο. Τα δε Τίρανα δεν βλέπουν μια Ελλάδα αποφασισμένη για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στα θέματα της μειονότητας και των θαλάσσιων ζωνών.
Κι όλα αυτά, ενώ δεν έχει αρχίσει καν η πραγματική διαπραγμάτευση της Αθήνας με την Ε.Ε. για τον χειρισμό των μεταναστευτικών ροών τους επόμενους μήνες και τις πιθανές αλλαγές στη συνθήκη Σένγκεν. Ισως το πιο εκρηκτικό πρόβλημα όλων.
Αλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.