Πριν από τέσσερα χρόνια,
το 2011, ξεκίνησε στη Συρία μια λαϊκή, ειρηνική επανάσταση για την
αλλαγή στο πολιτικό σύστημα, την ελευθερία και τη δημοκρατία. Οι
κινητοποιήσεις που έγιναν από τον συριακό λαό συνεχίστηκαν ειρηνικά για 6
μήνες και θα μπορούσαν να είχαν ρίξει το αυταρχικό καθεστώς της
Δαμασκού περισσότερες από μία φορά, με την προϋπόθεση να υπήρχε μια
σωστή στάση σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο.Αντίθετα, ο συριακός λαός αφέθηκε στη μοίρα του απέναντι σε ένα από
τα χειρότερα καθεστώτα, και όχι μόνο. Αρχισαν με διάφορους τρόπους να
χτυπούν αυτήν την ειρηνική και δημοκρατική επανάσταση. Σκοπός τους ήταν
να μην προχωρήσει ο ειρηνικός και δημοκρατικός άνεμος σε άλλες χώρες της
περιοχής. Γιατί τότε το «τσουνάμι της Δημοκρατίας» θα έφτανε παντού.
Φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι το κατάφεραν, γιατί μετά τη συριακή
επανάσταση καμία άλλη δεν ξεκίνησε.
Πολλές χώρες ενεπλάκησαν για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Η πρώτη ανάμειξη ήταν από την Τουρκία. Ο τότε πρωθυπουργός, Ταγίπ Ερντογάν, κάθε τόσο εξαπέλυε απειλές κατά του Ασαντ και ενθάρρυνε τον κόσμο να κάνει ένοπλο αγώνα. Είναι γνωστές δύο φράσεις του. «Αν οι πρόσφυγες ξεπεράσουν τους 60.000, η Τουρκία θα επέμβει» και «δεν θα επιτρέψουμε στο καθεστώς Ασαντ να επαναλάβει μια δεύτερη Χάμα» (την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του 1982 στην πόλη Χάμα από τον πατέρα του σημερινού προέδρου, Χαφέζ αλ Ασαντ).Παράλληλα άρχισε να καλλιεργεί μέσα στο κόμμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας το έδαφος για ένοπλη εξέγερση ισλαμικού χαρακτήρα και άνοιξε την πόρτα της Συρίας για διάφορους τρομοκράτες.
Σ’ αυτήν τη γραμμή κινήθηκε και η Ευρώπη, αλλά και η Δύση συνολικά. Από την άλλη πλευρά, το καθεστώς Ασαντ υιοθέτησε το σύνθημα «Ή με τον Ασαντ ή θα κάψουμε τη χώρα» και, πράγματι, με την απόλυτη υποστήριξη του Ιράν και της Ρωσίας κατάφεραν να κάψουν τη χώρα. Και να οδηγήσουν και αυτοί τον λαό στην ένοπλη αντιπαράθεση. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, σ’ αυτόν τον κοινό στόχο συμφωνούσαν όλοι. Τουρκία, Συρία, Ιράν, Ρωσία, Ευρώπη, Αμερική, Ισραήλ και κράτη του Κόλπου. Ο καθένας στη δική του προοπτική.
Οι μοναδικοί αντίθετοι σ’ αυτό ήταν το κουρδικό κίνημα μαζί με λίγους αριστερούς Αραβες. Εμείς επιμείναμε ότι η λύση στη Συρία δεν μπορεί να είναι στρατιωτική. Οτι η ένοπλη αντιπαράθεση θα καταστρέψει τη χώρα και τον λαό και θα ανοίξει τον δρόμο για την εμπλοκή ξένων νεο-αποικιακών δυνάμεων που θα περιέπλεκαν τη σύγκρουση και θα απομάκρυναν τη λύση.
Το κουρδικό κίνημα αυτοοργανώθηκε, έφτιαξε το σύστημα δημοκρατικής αυτοδιοίκησης στα καντόνια της Ροτζάβα όπου αντιπροσωπεύονται όλες οι εθνικές και θρησκευτικές ομάδες, όμως παρ’ όλο που είναι η μοναδική ελπίδα για την ειρήνη στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή δεν έλαβε ουσιαστική στήριξη.
Ακόμη και όταν λόγω της σχετικής ασφάλειας και της δημοκρατίας στις περιοχές των κουρδικών καντονιών κατέφυγαν εκεί πρόσφυγες από την υπόλοιπη Συρία, που έφτασαν σταδιακά το 1.000.000, δεν λάβανε τα καντόνια την ανάλογη οικονομική και πολιτική υποστήριξη για τη συμβολή τους στο προσφυγικό πρόβλημα εντός της Συρίας.Αυτό το είχαν επισημάνει πολλές φορές το κουρδικό κίνημα και οι κυβερνήσεις των καντονιών, που ήθελαν να κρατήσουν κοντά τους αυτόν τον κόσμο, ώστε και μέσα από τη συνύπαρξη και την αλληλοϋποστήριξη να έλθει πιο κοντά και η ειρηνική λύση.
Οχι μόνο δεν βοηθήθηκαν τα καντόνια αλλά αντιμετώπισαν οικονομικό εμπάργκο από την Τουρκία, το καθεστώς Ασαντ και φυσικά το «Ισλαμικό κράτος», πράγμα που δυσκόλεψε την ήδη δύσκολη κατάσταση και περισσότερο τους πρόσφυγες.Ειδικά μετά την επίθεση στο Κομπάνι, η ηρωική πόλη των 200.000 κατοίκων, που στήριζε μετά τον πόλεμο και 300.000 πρόσφυγες, αφέθηκε αβοήθητη και ο πληθυσμός δεν μπορεί να επιστρέψει σε έναν κανονικό ρυθμό ζωής παρ’ όλη τη μεγάλη θέληση και την υπερηφάνεια που έχει για τον αγώνα που έδωσε ενάντια στους φανατικούς.
Τα Ηνωμένα Εθνη, οι ευρωπαϊκές χώρες και η Δύση συνολικά, αν θέλουν να αντιμετωπίσουν την προσφυγική κρίση, πρέπει να φροντίσουν σοβαρά για μια πολιτική λύση στο Συριακό. Να δώσουν ουσιαστική ανθρωπιστική βοήθεια στη Ροζάβα για να κρατηθεί ο πληθυσμός εντός Συρίας, σε καταυλισμούς που θα υποδέχονται και τους νέους πρόσφυγες που δημιουργούν οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις, και να στηριχτεί έτσι μια δημοκρατική λύση μέσα και από τη συνύπαρξη εκεί των διαφορετικών ομάδων.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι οικονομικοί μετανάστες ούτε «λαθρομετανάστες». Είναι νόμιμοι πρόσφυγες πολέμου που έχουν κάθε δικαίωμα να σώσουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους. Είναι γονείς που μόνος τους σκοπός είναι να ζήσουν τα παιδιά τους. Δεν έχουν καμιά πρόθεση να δημιουργήσουν προβλήματα σε κανέναν άλλον και από την Ιστορία ξέρουμε ότι η προσφυγιά δεν εμποδίζεται ούτε με φράχτες ούτε με αστυνομικά μέτρα.
Ας αφήσουμε τους πρόσφυγες να πάνε στον προορισμό που ονειρεύονται και αν μπορούμε να τους προσφέρουμε ένα μπουκάλι νερό ας το κάνουμε και ας μην τους κοιτάμε με μισό μάτι. Είναι άνθρωποι σαν και εμάς. Θα μπορούσαμε κι εμείς να είχαμε βρεθεί στη θέση τους.
*εκπροσώπος του κόμματος της Δημοκρατικής Ενωσης των Κούρδων της Συρίας, PYD
Πολλές χώρες ενεπλάκησαν για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Η πρώτη ανάμειξη ήταν από την Τουρκία. Ο τότε πρωθυπουργός, Ταγίπ Ερντογάν, κάθε τόσο εξαπέλυε απειλές κατά του Ασαντ και ενθάρρυνε τον κόσμο να κάνει ένοπλο αγώνα. Είναι γνωστές δύο φράσεις του. «Αν οι πρόσφυγες ξεπεράσουν τους 60.000, η Τουρκία θα επέμβει» και «δεν θα επιτρέψουμε στο καθεστώς Ασαντ να επαναλάβει μια δεύτερη Χάμα» (την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του 1982 στην πόλη Χάμα από τον πατέρα του σημερινού προέδρου, Χαφέζ αλ Ασαντ).Παράλληλα άρχισε να καλλιεργεί μέσα στο κόμμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας το έδαφος για ένοπλη εξέγερση ισλαμικού χαρακτήρα και άνοιξε την πόρτα της Συρίας για διάφορους τρομοκράτες.
Σ’ αυτήν τη γραμμή κινήθηκε και η Ευρώπη, αλλά και η Δύση συνολικά. Από την άλλη πλευρά, το καθεστώς Ασαντ υιοθέτησε το σύνθημα «Ή με τον Ασαντ ή θα κάψουμε τη χώρα» και, πράγματι, με την απόλυτη υποστήριξη του Ιράν και της Ρωσίας κατάφεραν να κάψουν τη χώρα. Και να οδηγήσουν και αυτοί τον λαό στην ένοπλη αντιπαράθεση. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, σ’ αυτόν τον κοινό στόχο συμφωνούσαν όλοι. Τουρκία, Συρία, Ιράν, Ρωσία, Ευρώπη, Αμερική, Ισραήλ και κράτη του Κόλπου. Ο καθένας στη δική του προοπτική.
Οι μοναδικοί αντίθετοι σ’ αυτό ήταν το κουρδικό κίνημα μαζί με λίγους αριστερούς Αραβες. Εμείς επιμείναμε ότι η λύση στη Συρία δεν μπορεί να είναι στρατιωτική. Οτι η ένοπλη αντιπαράθεση θα καταστρέψει τη χώρα και τον λαό και θα ανοίξει τον δρόμο για την εμπλοκή ξένων νεο-αποικιακών δυνάμεων που θα περιέπλεκαν τη σύγκρουση και θα απομάκρυναν τη λύση.
Το κουρδικό κίνημα αυτοοργανώθηκε, έφτιαξε το σύστημα δημοκρατικής αυτοδιοίκησης στα καντόνια της Ροτζάβα όπου αντιπροσωπεύονται όλες οι εθνικές και θρησκευτικές ομάδες, όμως παρ’ όλο που είναι η μοναδική ελπίδα για την ειρήνη στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή δεν έλαβε ουσιαστική στήριξη.
Ακόμη και όταν λόγω της σχετικής ασφάλειας και της δημοκρατίας στις περιοχές των κουρδικών καντονιών κατέφυγαν εκεί πρόσφυγες από την υπόλοιπη Συρία, που έφτασαν σταδιακά το 1.000.000, δεν λάβανε τα καντόνια την ανάλογη οικονομική και πολιτική υποστήριξη για τη συμβολή τους στο προσφυγικό πρόβλημα εντός της Συρίας.Αυτό το είχαν επισημάνει πολλές φορές το κουρδικό κίνημα και οι κυβερνήσεις των καντονιών, που ήθελαν να κρατήσουν κοντά τους αυτόν τον κόσμο, ώστε και μέσα από τη συνύπαρξη και την αλληλοϋποστήριξη να έλθει πιο κοντά και η ειρηνική λύση.
Οχι μόνο δεν βοηθήθηκαν τα καντόνια αλλά αντιμετώπισαν οικονομικό εμπάργκο από την Τουρκία, το καθεστώς Ασαντ και φυσικά το «Ισλαμικό κράτος», πράγμα που δυσκόλεψε την ήδη δύσκολη κατάσταση και περισσότερο τους πρόσφυγες.Ειδικά μετά την επίθεση στο Κομπάνι, η ηρωική πόλη των 200.000 κατοίκων, που στήριζε μετά τον πόλεμο και 300.000 πρόσφυγες, αφέθηκε αβοήθητη και ο πληθυσμός δεν μπορεί να επιστρέψει σε έναν κανονικό ρυθμό ζωής παρ’ όλη τη μεγάλη θέληση και την υπερηφάνεια που έχει για τον αγώνα που έδωσε ενάντια στους φανατικούς.
Τα Ηνωμένα Εθνη, οι ευρωπαϊκές χώρες και η Δύση συνολικά, αν θέλουν να αντιμετωπίσουν την προσφυγική κρίση, πρέπει να φροντίσουν σοβαρά για μια πολιτική λύση στο Συριακό. Να δώσουν ουσιαστική ανθρωπιστική βοήθεια στη Ροζάβα για να κρατηθεί ο πληθυσμός εντός Συρίας, σε καταυλισμούς που θα υποδέχονται και τους νέους πρόσφυγες που δημιουργούν οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις, και να στηριχτεί έτσι μια δημοκρατική λύση μέσα και από τη συνύπαρξη εκεί των διαφορετικών ομάδων.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι οικονομικοί μετανάστες ούτε «λαθρομετανάστες». Είναι νόμιμοι πρόσφυγες πολέμου που έχουν κάθε δικαίωμα να σώσουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους. Είναι γονείς που μόνος τους σκοπός είναι να ζήσουν τα παιδιά τους. Δεν έχουν καμιά πρόθεση να δημιουργήσουν προβλήματα σε κανέναν άλλον και από την Ιστορία ξέρουμε ότι η προσφυγιά δεν εμποδίζεται ούτε με φράχτες ούτε με αστυνομικά μέτρα.
Ας αφήσουμε τους πρόσφυγες να πάνε στον προορισμό που ονειρεύονται και αν μπορούμε να τους προσφέρουμε ένα μπουκάλι νερό ας το κάνουμε και ας μην τους κοιτάμε με μισό μάτι. Είναι άνθρωποι σαν και εμάς. Θα μπορούσαμε κι εμείς να είχαμε βρεθεί στη θέση τους.
*εκπροσώπος του κόμματος της Δημοκρατικής Ενωσης των Κούρδων της Συρίας, PYD