Βασικό στοιχείο για την οικονομία είναι οι προσδοκίες όχι μόνον του χρήματος και των επιχειρήσεων, αλλά επίσης των καταναλωτών. Όσο παραμένουν αρνητικές και αυτό είναι οπωσδήποτε πολιτικό ζήτημα, τόσο η οικονομία σύρεται από αυτές και τις «επιβεβαιώνει». Δεν είναι μόνον οι υποψήφιοι επενδυτές που περιορίζουν τις επενδύσεις τους και κατά συνέπεια τις θέσεις απασχόλησης για τους εργαζόμενους, αλλά και τα νοικοκυριά που περιστέλλουν τις δαπάνες τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αναμενόμενες «δύσκολες ημέρες». Όταν όλοι οι συντελεστές και το δημόσιο περιστέλλουν ταυτόχρονα τις δαπάνες τους, αυτό, αντί να αποφέρει την επαγγελλόμενη από το ΔΝΤ και τον Σόιμπλε «εξυγίανση», το μόνο που εξασφαλίζει είναι ο κύκλος της κατάρρευσης για όλους, όχι μόνον για οφειλέτες και δανειστές, αλλά και για τους πιο στοιχειώδεις συντελεστές της οικονομίας.
Ωστόσο, εάν οι προσδοκίες καθορίζουν την ανοδική ή καθοδική πορεία της οικονομίας, στην βάση όλων παραμένει πάντα η πραγματική κατάσταση και οι άμεσες προοπτικές της. Με το επεισόδιο Βαρουφάκη καλύφθηκε κυβερνητική αμηχανία και αδράνεια στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Τόσο η οικονομία όσο και η κυβέρνηση «κρεμάστηκαν» κατ' αποκλειστικότητα από το μέτωπο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές.
Στον ρυθμό της, που τελικά, παρά τον άξιο σεβασμού ηρωισμό των διαπραγματευτών, δεν απέδωσε, αλλά ξεφούσκωσε άδοξα, η οικονομία δεν έπαψε να αποδυναμώνεται και η κυβερνητική οικονομική πολιτική να λάμπει με αυτάρεσκη ανυπαρξία. Η «δημιουργική ασάφεια» αποδείχθηκε πικρή και ακριβοπληρωμένη σαφήνεια. Το εξάμηνο κύλησε όχι υπέρ ημών, όπως ήλπιζε και διαβεβαίωνε η ελληνική πλευρά, αλλά δραματικά εις βάρος μας. Η εξάρτηση της χώρας από την έκτακτη ρευστότητα της ΕΚΤ όχι μόνον δεν μειώθηκε, αλλά επιδεινώθηκε μέχρι παθολογικού σημείου. Εάν η κυβέρνηση έπεισε ότι είχε όντως σχέδιο Β, το σχέδιο Α ακόμη μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο. Και ενώ στην αρχή της περιόδου η διαπραγμάτευση επικεντρωνόταν στην χαλάρωση της λιτότητας με στόχο την επανενεργοποίηση της οικονομίας, με την συμφωνία του Ιουλίου, η «επιτυχία» περιορίζεται στην προσδοκώμενη αναδιάρθρωση του χρέους, που πάντως δεν θα αφορά τόσο στην άμεση επανεκκίνηση, αφού το μέγιστο βάρος της εξυπηρέτησης του έχει ήδη μεταφερθεί για μετά το 2023.
Στη συνέχεια, με το επεισόδιο Λαφαζάνη και την αύξουσα προσήλωση στην ανάγκη πρόωρων εκλογών, το σοκ της συμφωνίας της 13ης Ιουλίου όχι μόνον δεν αντισταθμίζεται με κάποιο αξιόπιστο οικονομικό σχέδιο με προοπτικές, αλλά και η αδράνεια της οικονομικής πολιτικής συνεχίζεται σε όλο και πιο χαμηλά επίπεδα με την εξάρτηση από την ΕΚΤ να αγγίζει επίπεδα συναγερμού. Με ένα σενάριο πρόωρων εκλογών, η διαχείριση όλων των προβλημάτων μετατίθεται ακόμη μια φορά στο ασαφές μέλλον. Μέτα την διαπραγματευτική αστοχία της περιόδου Φεβρουαρίου - Ιουλίου και την εσωκομματική κρίση που ακολούθησε, οι πρόωρες εκλογές κινδυνεύουν να αναδειχθούν στο τρίτο και μοιραίο σοκ για την αποκαθήλωση της ελληνικής οικονομίας.
Πικρή ικανοποίηση τόσο από ελληνικής πλευράς όσο και από ευρωπαϊκής είναι ότι το ζήτημα της εξόδου από την Ευρωζώνη έχει επί του παρόντος πράγματι αφαιρεθεί από την ατζέντα των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί ανά πάσα στιγμή να επανέρχεται και αυτό όχι μόνον προκειμένου να εκβιάζεται η ελληνική κυβέρνηση, αλλά ακόμη χειρότερα λόγω της αδυναμίας της να παρουσιάσει κάποια θετική εξέλιξη στο πεδίο της σταθεροποίησης της οικονομίας. Εάν σήμερα, μετά την συμφωνία του Ιουλίου, το Grexit, ενώ έχει αποσυρθεί από το τραπέζι, το φάντασμα του υπερίπταται των διαπραγματεύσεων, αυτό δεν οφείλεται μόνον στα «σκοτεινά σχέδια» της υπερσυντηρητικής γερμανικής πλευράς που συγκλίνουν με τα αντίστοιχα της ακροαριστερής ελληνικής, αλλά επίσης και όχι λιγότερο στην προϊούσα ακραία αποδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας και στην πάντως αποτρέψιμη πορεία της προς τον μαρασμό.
Οποιοδήποτε και αν είναι το περιεχόμενο της οριστικής συμφωνίας δεν μπορεί παρά να είναι σαφώς υφεσιακό και συνεπώς αποσταθεροποιητικό. Όσο ο ιδιωτικός τομέας αφαιμάσσεται με αιτιολογία την ισοσκέλιση ελλειμμάτων του δημοσίου και την εξασφάλιση της εξυπηρέτησης του χρέους, η οικονομία θα παραμένει καθηλωμένη σε συνθήκες αύξουσας καταστολής. Μοναδικός τρόπος για να βγει από αυτήν θα ήταν μια οικονομική πολιτική με ευρύτερο ορίζοντα, ώστε να εξουδετερώνονται οι αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας. Ωστόσο, ακόμη και για πιο στοιχειώδες μέρος της αναγκαίας ανακαμψιακής πολιτικής, το επενδυτικό πακέτο και τις δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές, εξυπακούεται η ανάγκη αξιόπιστου σχεδίου. Ακόμη και αν η συμφωνία της 20ής Αυγούστου οριστικοποιηθεί και ανοίξει ο δρόμος για την χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, η ανάγκη αξιόπιστου σχεδίου για την κατανομή των επενδυτικών πόρων θα είναι απαράκαμπτη. Ωστόσο, επί του παρόντος, παρόμοιο σχέδιο δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε ότι εκπονείται.
Στοιχείο του αναγκαίου σχεδίου θα πρέπει να είναι η μαζική συμμετοχή της κοινωνίας σε αυτό τόσο στο επίπεδο της τεχνογνωσίας, όσο και σ' αυτό της αναγκαίας πολιτικής στήριξης. Μέχρι σήμερα, η Αριστερά, ενώ αναγνωρίζει την ανάγκη σύμπραξης με την κοινωνία, εν τούτοις αυτή δεν υλοποιείται, δεν προβλέπεται ούτε καν το πρώτο βήμα για αυτό και οι πιο τολμηρές σκέψεις από τον χώρο της φθάνουν μόνον μέχρι του σημείου να οραματίζονται την «εμπλοκή» των κοινωνικών δυνάμεων στην κομματική στρατηγική τους.
Ωστόσο, δεν είναι η εσωστρέφεια και οι εσωκομματικές διενέξεις που καθυστερούν το άνοιγμα προς την κοινωνία, αλλά ακριβώς το αντίθετο: όσο ο κομματικός ορίζων κατισχύει του κοινωνικού, τόσο οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις θα έχουν προτεραιότητα έναντι των κοινωνικών. Και τόσο η κοινωνία θα αντιμετωπίζεται ως πεδίο προς χειραγώγηση από τις κομματικές επιλογές, παρά ως χώρος με την δική του ικανότητα, πρωτοβουλία και δυναμική. Στις 13 Ιουλίου ο πρωθυπουργός ανέδειξε με κυριαρχικό τρόπο το συμφέρον της χωράς πέρα από το κομματικό. Οσάκις στην ιστορία η ελληνική Αριστερά ξεπέρασε τον κομματικό εαυτόν της για να τεθεί στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και όχι ενός μόνον μέρους του, ωφελήθηκε εξ αυτού όχι μόνον το κοινωνικό σύνολο, αλλά και η ίδια αφού ανέλαβε έναν τόσο μεγάλο ρόλο.
Εάν στη χώρα μας η καπιταλιστική ανάπτυξη βρίσκεται σε αδιέξοδο, η μη καπιταλιστικη παραμένει ακόμη ασύλληπτη και αδιατύπωτη, όμως οι πολίτες αντιμετωπίζουν κρίσιμες καθημερινές ανάγκες επιβίωσης πέρα από εμμονικά και δυσπρόσιτα διανοητικά σχήματα.
Εάν οι ισχυροί της Ευρώπης παραμένουν αμετακίνητοι στις ακραίες επιλογές τους, θα πρέπει επίσης να είναι σαφές ότι όσο η οικονομική αβεβαιότητα και αστάθεια παρατείνονται στη χώρα μας, τόσο αυτό εξυπηρετεί το δικό τους παιχνίδι θανάτου εις βάρος όλων μας και εάν κάτι είναι σε θέση να μας απομακρύνει από το νοσηρό παιχνίδι, αυτό είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη σταθεροποίηση και επανενεργοποίηση της οικονομίας. Και η τελευταία απαιτεί την ανάληψη δημόσιας ευθύνης, ενισχυμένο ρόλο του κράτους για την επαναρρύθμιση της οικονομίας, αντί της εκχώρησής της στην ανευθυνότητα των χρηματαγορών.