Του Γιώργου Παυλόπουλου
Όσο οι Αμερικανοί επιχειρούσαν να επιβάλουν την ηγεμονία τους στη Μέση Ανατολή διά της βίας -κάτι που συνέβαινε επί δεκαετίες, με ωμές παρεμβάσεις και στρατιωτικές επεμβάσεις- αντιμετωπίζονταν ως μισητός εχθρός όχι μόνο από τη μεριά των λαών, αλλά και αρκετών κυβερνήσεων. Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν οικοδομήσει διμερείς σχέσεις σχεδόν με τους πάντες, ενώ εμφανίζονται περισσότερο ως παράγοντας ειρήνευσης και σταθερότητας, σε ένα περιβάλλον γεμάτο ανοιχτά μέτωπα, πολέμους και εμφύλιες συρράξεις.
Το εν εξελίξει φλερτ με την Τουρκία του Ερντογάν αποτελεί τον τελευταίο κρίκο σε μια αλυσίδα που μεγαλώνει διαρκώς. Η προαναγγελία κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων των δύο χωρών για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και το άνοιγμα της βάσης του Ιντσιρλίκ, που πρακτικά παρέμενε κλειστή για τους Αμερικανούς από το 2003, όταν εισέβαλαν στο Ιράκ, αποτελούν ενδείξεις ότι φτάνουμε στο τέλος του κύκλου που άνοιξε πριν από 12 χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα οι δύο στενότατοι σύμμαχοι κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου να βρεθούν συχνά στα... μαχαίρια.
Βεβαίως, Αμερικανοί και Τούρκοι δεν τα έχουν βρει σε όλα και ειδικά όσον αφορά στο Κουρδικό. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ενώ οι πρώτοι τηρούν ανεκτική ως φιλική στάση απέναντι στις διάφορες κουρδικές ομάδες -από τους πεσμεργκά του βορείου Ιράκ μέχρι τους συμμάχους του ΡΚΚ στη Συρία, που υπερασπίστηκαν το ηρωικό Κομπάνι- ο Ερντογάν έχει κηρύξει και πάλι τον πόλεμο στο Κουρδικό Εργατικό Κόμμα, θέλοντας αφενός να αποκομίσει πολιτικά οφέλη στην εσωτερική πολιτική σκηνή και, αφετέρου, να αποτρέψει την αναβίωση του πόθου για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους.
Η εικόνα αυτή δεν αποτελεί, ωστόσο, σύμπτωση ούτε είναι τυχαία. Διότι οι ΗΠΑ έχουν συνειδητά επιλέξει να παίζουν σε δύο ταμπλό, όπως κάνουν και στην περίπτωση του Ιράν.Η ιστορική συμφωνία που υπογράφηκε τον Ιούλιο -που στην πράξη έχει να κάνει με την αναγνώριση εκ μέρους της Ουάσιγκτον ενός νέου ρόλου στην ευρύτερη περιοχή για μια χώρα με ισχύ, φυσικό πλούτο και τεράστια επιρροή- δημιουργεί αναμφίβολα νέα δεδομένα, ταυτόχρονα όμως προκαλεί αντιδράσεις τόσο από το Ισραήλ όσο και από τους Σαουδάραβες, που φοβούνται ενδεχόμενη υποβάθμισή τους.
Όμως, ο Μπαράκ Ομπάμα και το επιτελείο του δεν έχουν καμία πρόθεση να «πουλήσουν» τον Νετανιάχου και το εβραϊκό λόμπι ή τους Σαούντ και τους σεΐχηδες. Απλώς, τους υποδεικνύουν τα νέα και πιο στενά όρια στα οποία μπορούν να κινούνται...
Διαφωνούν (ακόμη) Λαβρόφ-Κέρι
«Προς το παρόν, δεν έχουμε μια κοινή προσέγγιση (...) με δεδομένη την αντιπαράθεση ανάμεσα στους διάφορους παίκτες στην περιοχή», δήλωσε χθες ο Σεργκέι Λαβρόφ, μετά τη δεύτερη συνάντησή του με τον Τζον Κέρι μέσα σε λίγες μέρες -αυτή τη φορά στη Μαλαισία. Η ουσία, όμως, είναι ότι ΗΠΑ και Ρωσία αναζητούν την κοινή προσέγγιση στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Όπως κάνουν, ουσιαστικά, και στην περίπτωση της Ουκρανίας -μόνο που εκεί βρίσκονται ακόμη στη φάση του μπρα-ντε-φερ, ενώ πρέπει να υπολογίσουν και τους Ευρωπαίους.
Όσο οι Αμερικανοί επιχειρούσαν να επιβάλουν την ηγεμονία τους στη Μέση Ανατολή διά της βίας -κάτι που συνέβαινε επί δεκαετίες, με ωμές παρεμβάσεις και στρατιωτικές επεμβάσεις- αντιμετωπίζονταν ως μισητός εχθρός όχι μόνο από τη μεριά των λαών, αλλά και αρκετών κυβερνήσεων. Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν οικοδομήσει διμερείς σχέσεις σχεδόν με τους πάντες, ενώ εμφανίζονται περισσότερο ως παράγοντας ειρήνευσης και σταθερότητας, σε ένα περιβάλλον γεμάτο ανοιχτά μέτωπα, πολέμους και εμφύλιες συρράξεις.
Το εν εξελίξει φλερτ με την Τουρκία του Ερντογάν αποτελεί τον τελευταίο κρίκο σε μια αλυσίδα που μεγαλώνει διαρκώς. Η προαναγγελία κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων των δύο χωρών για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους και το άνοιγμα της βάσης του Ιντσιρλίκ, που πρακτικά παρέμενε κλειστή για τους Αμερικανούς από το 2003, όταν εισέβαλαν στο Ιράκ, αποτελούν ενδείξεις ότι φτάνουμε στο τέλος του κύκλου που άνοιξε πριν από 12 χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα οι δύο στενότατοι σύμμαχοι κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου να βρεθούν συχνά στα... μαχαίρια.
Βεβαίως, Αμερικανοί και Τούρκοι δεν τα έχουν βρει σε όλα και ειδικά όσον αφορά στο Κουρδικό. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ενώ οι πρώτοι τηρούν ανεκτική ως φιλική στάση απέναντι στις διάφορες κουρδικές ομάδες -από τους πεσμεργκά του βορείου Ιράκ μέχρι τους συμμάχους του ΡΚΚ στη Συρία, που υπερασπίστηκαν το ηρωικό Κομπάνι- ο Ερντογάν έχει κηρύξει και πάλι τον πόλεμο στο Κουρδικό Εργατικό Κόμμα, θέλοντας αφενός να αποκομίσει πολιτικά οφέλη στην εσωτερική πολιτική σκηνή και, αφετέρου, να αποτρέψει την αναβίωση του πόθου για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους.
Η εικόνα αυτή δεν αποτελεί, ωστόσο, σύμπτωση ούτε είναι τυχαία. Διότι οι ΗΠΑ έχουν συνειδητά επιλέξει να παίζουν σε δύο ταμπλό, όπως κάνουν και στην περίπτωση του Ιράν.Η ιστορική συμφωνία που υπογράφηκε τον Ιούλιο -που στην πράξη έχει να κάνει με την αναγνώριση εκ μέρους της Ουάσιγκτον ενός νέου ρόλου στην ευρύτερη περιοχή για μια χώρα με ισχύ, φυσικό πλούτο και τεράστια επιρροή- δημιουργεί αναμφίβολα νέα δεδομένα, ταυτόχρονα όμως προκαλεί αντιδράσεις τόσο από το Ισραήλ όσο και από τους Σαουδάραβες, που φοβούνται ενδεχόμενη υποβάθμισή τους.
Όμως, ο Μπαράκ Ομπάμα και το επιτελείο του δεν έχουν καμία πρόθεση να «πουλήσουν» τον Νετανιάχου και το εβραϊκό λόμπι ή τους Σαούντ και τους σεΐχηδες. Απλώς, τους υποδεικνύουν τα νέα και πιο στενά όρια στα οποία μπορούν να κινούνται...
Διαφωνούν (ακόμη) Λαβρόφ-Κέρι
«Προς το παρόν, δεν έχουμε μια κοινή προσέγγιση (...) με δεδομένη την αντιπαράθεση ανάμεσα στους διάφορους παίκτες στην περιοχή», δήλωσε χθες ο Σεργκέι Λαβρόφ, μετά τη δεύτερη συνάντησή του με τον Τζον Κέρι μέσα σε λίγες μέρες -αυτή τη φορά στη Μαλαισία. Η ουσία, όμως, είναι ότι ΗΠΑ και Ρωσία αναζητούν την κοινή προσέγγιση στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Όπως κάνουν, ουσιαστικά, και στην περίπτωση της Ουκρανίας -μόνο που εκεί βρίσκονται ακόμη στη φάση του μπρα-ντε-φερ, ενώ πρέπει να υπολογίσουν και τους Ευρωπαίους.