Οι μεγάλοι μεταρρυθμιστές της αριστεράς προσπάθησαν
να την απαλλάξουν από τα εγκλήματα του ολοκληρωτισμού και να τη
μετατρέψουν σε πολιτική δύναμη κοινωνικής ανάπτυξης. Ωστόσο, κάποιοι
στην Ελλάδα θέλουν να πάνε το ρολόι 100 χρόνια πίσω
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία, ο Σαντιάγκο
Καρίγιο στην Ισπανία, ο Αλεξάντρ Ντόιμπτσεκ στην Τσεχοσλοβακία, ο
Μίλοβαν Τζίλας στην Γιουγκοσλαβία και κάποιοι άλλοι, όπως ο Ήλιος
Γιαννακάκης στη Γαλλία, ήσαν από τους κομμουνιστές που πίστευαν ότι ο
σοσιαλισμός ούτε επιβάλλεται, αλλά ούτε είναι και απόλυτο πολιτικό
φάρμακο για τη θεραπεία πασών των κοινωνικών νόσων.
Στο πλαίσιο αυτό, τα κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας (το τελευταίο με βαριά καρδιά), στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μπροστά στα εγκλήματα του σταλινισμού, στις γραφειοκρατικές ακαμψίες και τη διαφθορά τους στη Σοβιετική Ένωση, στη φτώχεια και στις ατελείωτες ουρές στις κομμουνιστικές χώρες, στις σοβιετικές εισβολές στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία και το Τείχος του Βερολίνου, αποφασίζουν να υιοθετήσουν τον ευρωκομμουνισμό και να απομακρυνθούν από την ΕΣΣΔ -που έπαιζε μεγάλο ρόλο στην ύπαρξη και λειτουργία των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων.
Η πρωτοβουλία αυτή προκάλεσε τότε πραγματικό πάταγο στη Δυτική Ευρώπη και από κάποιους χαρακτηριζόταν ως σοβιετικός «δούρειος ίππος», ενώ κάποιοι άλλοι πίστευαν ότι ηγέτες όπως ο Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία και ο Καρίγιο στην Ισπανία, αν και παιδιά του κομμουνιστικού κομματικού σωλήνα, τελικά είχαν δημοκρατικές προθέσεις και ευαισθησίες.Κυρίως δε, δεν ήθελαν να φορτώνονται με εγκλήματα και ποικίλες βίαιες υπερβάσεις που άλλοι είχαν πραγματοποιήσει και συνέχιζαν τότε να πραγματοποιούν στο όνομά τους.
Τη δεκαετία του 1970, η Δύση και κυρίως η Δυτική Ευρώπη είχαν γνωρίσει μία περίοδο εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης, είχαν βιώσει τα κινήματα αμφισβήτησης του 1968 και, με αφορμή την πετρελαϊκή κρίση του 1973, είχαν εισέλθει σε μία νέα εποχή, η οποία -όπως αποδεικνύεται σήμερα- είχε και κοσμογονικό χαρακτήρα, από πολλές πλευρές.
Υπό αυτήν την έννοια, ο ευρωκομμουνισμός προσπάθησε να κατανοήσει την εποχή του και έδωσε έμφαση περισσότερο στην κοινωνική ανάπτυξη και στον ποιοτικό εκδημοκρατισμό, παρά στην προσπάθεια για κατάληψη της εξουσίας και την ανάδειξη του εθνολαϊκισμού σε δόγμα.
Θυμάμαι τον Αλτιέρο Σπινέλι, ευρωβουλευτή στις αρχές της δεκαετίας του 1980, να μου λέει στο Στρασβούργο ότι «κορυφαία προτεραιότητα για τον ευρωκομμουνισμό είναι η συμφιλίωση της κομμουνιστικής παράδοσης με την πολιτική δημοκρατία και τον πλουραλισμό και η προώθηση μιας ενωμένης Ευρώπης με ανοικτή οικονομία, κοινωνική ανάπτυξη και διαφανή δημοκρατία».
Από την πλευρά του, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ρεπούμπλικα πριν 34 ακριβώς χρόνια, αναφερόμενος στα κόμματα και στις σχέσεις τους με το κράτος τόνιζε, μεταξύ άλλων, και τις ακόλουθες απόψεις του:
«...Τα σημερινά κόμματα είναι πάνω απ' όλα μηχανές εξουσίας και πελατειακών σχέσεων. Τα χαρακτηρίζει ελλιπής και αλλοιωμένη γνώση της ζωής και των προβλημάτων της κοινωνίας και του κόσμου, διαθέτουν λιγοστές ιδέες, λειψά ή ασαφή ιδανικά και προγράμματα, και στερούνται παντελώς αισθημάτων και κοινωνικο-πολιτικού πάθους. Διαχειρίζονται συμφέροντα ποικίλα, αντιφατικά, αμφίβολα κάποτε, πάντως χωρίς την παραμικρή σχέση με τις απαιτήσεις και τις αναδυόμενες ανάγκες των ανθρώπων, ή, πάλι, τις διαστρεβλώνουν χωρίς να επιδιώκεται το κοινό καλό. Η ίδια η οργανωτική δομή τους προσαρμόστηκε σε αυτό το μοντέλο και δεν είναι πια οργανωτές του λαού, σχηματισμοί που προωθούν την πολιτικο-κοινωνική ωριμότητα και πρωτοβουλία: είναι μάλλον ομοσπονδίες ρευμάτων που αποπνέουν καμαρίλα, καθένα με αρχηγό, υπαρχηγό κ.λπ.
«Τα κόμματα έχουν καταλάβει το κράτος και τους θεσμούς του, ξεκινώντας από την κυβέρνηση. Έχουν καταλάβει τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς προνοίας, το Πανεπιστήμιο, την Ραδιοτηλεόραση, κάποιες μεγάλες εφημερίδες... Εν τέλει, όλα έχουν πια διαμοιρασθεί, ή θα ήθελαν να τα διαμοιράσουν. Η κατάσταση είναι δραματική. Οτιδήποτε καλούνται να διαχειριστούν ή να διεκπεραιώσουν οι ποικίλοι θεσμοί και οι σημερινοί διοικητές τους, αντιμετωπίζεται κυρίως σε συνάρτηση με τα συμφέροντα του κόμματος ή του ρεύματος ή της φατρίας η οποία διεκδικεί το αξίωμα. Ένα τραπεζικό δάνειο παραχωρείται αν εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό, αν είναι επωφελές και καλλιεργεί τις πελατειακές σχέσεις. Μία διοικητική έγκριση δίνεται, μία εργολαβία κατακυρώνεται, μία πανεπιστημιακή ιδέα εκχωρείται, ένας εργαστηριακός εξοπλισμός χρηματοδοτείται, εάν οι ευεργετούμενοι κάνουν δήλωση πίστης στο κόμμα που τους εξασφαλίζει αυτά τα οφέλη, ακόμα και όταν απλώς δικαιούνται την θέση, την αναγνώριση, την έγκριση».
«Λοιπόν: Πρώτον, εμείς θέλουμε να πάψουν τα κόμματα να καταλαμβάνουν το κράτος. Τα κόμματα πρέπει, όπως λέει το Σύνταγμά μας, να συμβάλλουν στη δημιουργία της πολιτικής βούλησης του έθνους. Και αυτό μπορεί να το κάνουν όχι καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του κράτους, όλο και περισσότερα κέντρα εξουσίας σε κάθε χώρο, αλλά ερμηνεύοντας τα μεγάλα ρεύματα θεώρησης των πραγμάτων, οργανώνοντας τις ευγενείς επιδιώξεις του λαού, ελέγχοντας δημοκρατικά τις ενέργειες των θεσμών. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο εμείς διαφέρουμε...».«Εμάς μας ενδιαφέρει το κράτος να είναι αρωγός και όχι διανομέας προνομίων. Εμείς πιστεύουμε ότι συντεχνιακά προνόμια και πελατειακές σχέσεις πρέπει να καταργηθούν, όπου και αν φωλιάζουν.
Εμείς θεωρούμε ότι οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι, οι μη προνομιούχοι, πρέπει να προστατευθούν και να τους δοθεί φωνή και συγκεκριμένη δυνατότητα να μετρούν περισσότερο στις αποφάσεις, για να αλλάξουν την κατάστασή τους. Ότι ορισμένες ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες, που σήμερα αγνοούνται, πρέπει να ικανοποιηθούν κατά προτεραιότητα σε σχέση με άλλες. Ότι ο επαγγελματισμός και η αξιοσύνη πρέπει να επιβραβεύονται, ότι πρέπει να είναι εξασφαλισμένη η συμμετοχή κάθε πολίτη, άντρα ή γυναίκας, στα δημόσια πράγματα».
«Στην οικονομία, εμείς δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε τα μοντέλα του σοσιαλισμού που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τώρα, απορρίπτουμε τον κεντρικό προγραμματισμό της οικονομίας. Νομίζουμε ότι η αγορά μπορεί να έχει ουσιαστικό ρόλο, ότι η ατομική πρωτοβουλία είναι αναντικατάστατη, ότι η ιδιωτική επιχείρηση έχει δικό της χώρο και μπορεί να διατηρήσει δικό της σημαντικό ρόλο. Όμως, είμαστε πεπεισμένοι ότι όλες αυτές οι πραγματικότητες δεν λειτουργούν πια μέσα στις καπιταλιστικές μορφές».
Από αυτά που προηγούνται και χωρίς περαιτέρω φλυαρίες, ένας σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί -εύκολα, κατά τη γνώμη μας- να διακρίνει ποια είναι η πολιτική ωριμότητα και ευθύνη και πώς εκφράζεται όταν αυτό απαιτούν οι συνθήκες.
Στο πλαίσιο αυτό, τα κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας (το τελευταίο με βαριά καρδιά), στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μπροστά στα εγκλήματα του σταλινισμού, στις γραφειοκρατικές ακαμψίες και τη διαφθορά τους στη Σοβιετική Ένωση, στη φτώχεια και στις ατελείωτες ουρές στις κομμουνιστικές χώρες, στις σοβιετικές εισβολές στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία και το Τείχος του Βερολίνου, αποφασίζουν να υιοθετήσουν τον ευρωκομμουνισμό και να απομακρυνθούν από την ΕΣΣΔ -που έπαιζε μεγάλο ρόλο στην ύπαρξη και λειτουργία των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων.
Η πρωτοβουλία αυτή προκάλεσε τότε πραγματικό πάταγο στη Δυτική Ευρώπη και από κάποιους χαρακτηριζόταν ως σοβιετικός «δούρειος ίππος», ενώ κάποιοι άλλοι πίστευαν ότι ηγέτες όπως ο Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία και ο Καρίγιο στην Ισπανία, αν και παιδιά του κομμουνιστικού κομματικού σωλήνα, τελικά είχαν δημοκρατικές προθέσεις και ευαισθησίες.Κυρίως δε, δεν ήθελαν να φορτώνονται με εγκλήματα και ποικίλες βίαιες υπερβάσεις που άλλοι είχαν πραγματοποιήσει και συνέχιζαν τότε να πραγματοποιούν στο όνομά τους.
Τη δεκαετία του 1970, η Δύση και κυρίως η Δυτική Ευρώπη είχαν γνωρίσει μία περίοδο εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης, είχαν βιώσει τα κινήματα αμφισβήτησης του 1968 και, με αφορμή την πετρελαϊκή κρίση του 1973, είχαν εισέλθει σε μία νέα εποχή, η οποία -όπως αποδεικνύεται σήμερα- είχε και κοσμογονικό χαρακτήρα, από πολλές πλευρές.
Υπό αυτήν την έννοια, ο ευρωκομμουνισμός προσπάθησε να κατανοήσει την εποχή του και έδωσε έμφαση περισσότερο στην κοινωνική ανάπτυξη και στον ποιοτικό εκδημοκρατισμό, παρά στην προσπάθεια για κατάληψη της εξουσίας και την ανάδειξη του εθνολαϊκισμού σε δόγμα.
Θυμάμαι τον Αλτιέρο Σπινέλι, ευρωβουλευτή στις αρχές της δεκαετίας του 1980, να μου λέει στο Στρασβούργο ότι «κορυφαία προτεραιότητα για τον ευρωκομμουνισμό είναι η συμφιλίωση της κομμουνιστικής παράδοσης με την πολιτική δημοκρατία και τον πλουραλισμό και η προώθηση μιας ενωμένης Ευρώπης με ανοικτή οικονομία, κοινωνική ανάπτυξη και διαφανή δημοκρατία».
Από την πλευρά του, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ρεπούμπλικα πριν 34 ακριβώς χρόνια, αναφερόμενος στα κόμματα και στις σχέσεις τους με το κράτος τόνιζε, μεταξύ άλλων, και τις ακόλουθες απόψεις του:
«...Τα σημερινά κόμματα είναι πάνω απ' όλα μηχανές εξουσίας και πελατειακών σχέσεων. Τα χαρακτηρίζει ελλιπής και αλλοιωμένη γνώση της ζωής και των προβλημάτων της κοινωνίας και του κόσμου, διαθέτουν λιγοστές ιδέες, λειψά ή ασαφή ιδανικά και προγράμματα, και στερούνται παντελώς αισθημάτων και κοινωνικο-πολιτικού πάθους. Διαχειρίζονται συμφέροντα ποικίλα, αντιφατικά, αμφίβολα κάποτε, πάντως χωρίς την παραμικρή σχέση με τις απαιτήσεις και τις αναδυόμενες ανάγκες των ανθρώπων, ή, πάλι, τις διαστρεβλώνουν χωρίς να επιδιώκεται το κοινό καλό. Η ίδια η οργανωτική δομή τους προσαρμόστηκε σε αυτό το μοντέλο και δεν είναι πια οργανωτές του λαού, σχηματισμοί που προωθούν την πολιτικο-κοινωνική ωριμότητα και πρωτοβουλία: είναι μάλλον ομοσπονδίες ρευμάτων που αποπνέουν καμαρίλα, καθένα με αρχηγό, υπαρχηγό κ.λπ.
«Τα κόμματα έχουν καταλάβει το κράτος και τους θεσμούς του, ξεκινώντας από την κυβέρνηση. Έχουν καταλάβει τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς προνοίας, το Πανεπιστήμιο, την Ραδιοτηλεόραση, κάποιες μεγάλες εφημερίδες... Εν τέλει, όλα έχουν πια διαμοιρασθεί, ή θα ήθελαν να τα διαμοιράσουν. Η κατάσταση είναι δραματική. Οτιδήποτε καλούνται να διαχειριστούν ή να διεκπεραιώσουν οι ποικίλοι θεσμοί και οι σημερινοί διοικητές τους, αντιμετωπίζεται κυρίως σε συνάρτηση με τα συμφέροντα του κόμματος ή του ρεύματος ή της φατρίας η οποία διεκδικεί το αξίωμα. Ένα τραπεζικό δάνειο παραχωρείται αν εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό, αν είναι επωφελές και καλλιεργεί τις πελατειακές σχέσεις. Μία διοικητική έγκριση δίνεται, μία εργολαβία κατακυρώνεται, μία πανεπιστημιακή ιδέα εκχωρείται, ένας εργαστηριακός εξοπλισμός χρηματοδοτείται, εάν οι ευεργετούμενοι κάνουν δήλωση πίστης στο κόμμα που τους εξασφαλίζει αυτά τα οφέλη, ακόμα και όταν απλώς δικαιούνται την θέση, την αναγνώριση, την έγκριση».
«Λοιπόν: Πρώτον, εμείς θέλουμε να πάψουν τα κόμματα να καταλαμβάνουν το κράτος. Τα κόμματα πρέπει, όπως λέει το Σύνταγμά μας, να συμβάλλουν στη δημιουργία της πολιτικής βούλησης του έθνους. Και αυτό μπορεί να το κάνουν όχι καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του κράτους, όλο και περισσότερα κέντρα εξουσίας σε κάθε χώρο, αλλά ερμηνεύοντας τα μεγάλα ρεύματα θεώρησης των πραγμάτων, οργανώνοντας τις ευγενείς επιδιώξεις του λαού, ελέγχοντας δημοκρατικά τις ενέργειες των θεσμών. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο εμείς διαφέρουμε...».«Εμάς μας ενδιαφέρει το κράτος να είναι αρωγός και όχι διανομέας προνομίων. Εμείς πιστεύουμε ότι συντεχνιακά προνόμια και πελατειακές σχέσεις πρέπει να καταργηθούν, όπου και αν φωλιάζουν.
Εμείς θεωρούμε ότι οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι, οι μη προνομιούχοι, πρέπει να προστατευθούν και να τους δοθεί φωνή και συγκεκριμένη δυνατότητα να μετρούν περισσότερο στις αποφάσεις, για να αλλάξουν την κατάστασή τους. Ότι ορισμένες ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες, που σήμερα αγνοούνται, πρέπει να ικανοποιηθούν κατά προτεραιότητα σε σχέση με άλλες. Ότι ο επαγγελματισμός και η αξιοσύνη πρέπει να επιβραβεύονται, ότι πρέπει να είναι εξασφαλισμένη η συμμετοχή κάθε πολίτη, άντρα ή γυναίκας, στα δημόσια πράγματα».
«Στην οικονομία, εμείς δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε τα μοντέλα του σοσιαλισμού που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τώρα, απορρίπτουμε τον κεντρικό προγραμματισμό της οικονομίας. Νομίζουμε ότι η αγορά μπορεί να έχει ουσιαστικό ρόλο, ότι η ατομική πρωτοβουλία είναι αναντικατάστατη, ότι η ιδιωτική επιχείρηση έχει δικό της χώρο και μπορεί να διατηρήσει δικό της σημαντικό ρόλο. Όμως, είμαστε πεπεισμένοι ότι όλες αυτές οι πραγματικότητες δεν λειτουργούν πια μέσα στις καπιταλιστικές μορφές».
Από αυτά που προηγούνται και χωρίς περαιτέρω φλυαρίες, ένας σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί -εύκολα, κατά τη γνώμη μας- να διακρίνει ποια είναι η πολιτική ωριμότητα και ευθύνη και πώς εκφράζεται όταν αυτό απαιτούν οι συνθήκες.