Συντάκτης: Βιβή Κεφαλά *
Η άνοδος του ισλαμικού
Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία το 2002
σηματοδότησε αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, οι οποίες
στηρίχθηκαν στο γεγονός ότι η χώρα κατέχει περίοπτη θέση σε περισσότερα
από ένα περιφερειακά υποσυστήματα, πράγμα που την καθιστά αναγκαίο
εταίρο τόσο για τη Δύση όσο και για τους γείτονές της στα Βαλκάνια, τον
Καύκασο και τη Μέση Ανατολή.Κατά συνέπεια, η Αγκυρα μπορεί και πρέπει να την εκμεταλλευθεί,
διαφοροποιώντας την πολιτική της ως προς τους παραδοσιακούς της
συμμάχους και αναδεικνύοντας χαρακτηριστικά της στοιχεία, όπως η
ισλαμική θρησκεία και ο πολιτισμός.
Ετσι, η Τουρκία υπό το ΑΚΡ αρνήθηκε το 2003 στις ΗΠΑ τη χρήση βάσεων στο έδαφος της για το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου εναντίον του Ιράκ, προσέφερε τις καλές της υπηρεσίες στην εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Συρίας, πρότεινε τη δημιουργία ενός κοινού οικονομικού χώρου με αραβικές χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου.Επίσης, με αφορμή τη ισραηλινή επίθεση στο «Μαβί Μαρμαρά» το 2010, η Τουρκία έρχεται σε ρήξη με το Ισραήλ, επιδιώκοντας να γίνει ο υπέρμαχος της «αραβικής υπόθεσης», δηλαδή του Παλαιστινιακού, το οποίο οι ηγεσίες των αραβικών κρατών είχαν εγκαταλείψει προ πολλού.
Οι αραβικές εξεγέρσεις του 2011 φάνηκε στην αρχή να ευνοούν την πολιτική της Τουρκίας, δεδομένου ότι οι ισλαμιστές στην Αίγυπτο και την Τυνησία, που κέρδισαν τις εκλογές, επικαλέστηκαν το τουρκικό πολιτικό μοντέλο για να καθησυχάσουν τις δυτικές ανησυχίες.
Ομως, πολύ σύντομα, φάνηκαν τα όρια της τουρκικής πολιτικής: η Αγκυρα, που στην αρχή ήταν κάθετα αντίθετη σε οποιαδήποτε ξένη επέμβαση στη Λιβύη, όπου είχαν γίνει μεγάλες τουρκικές επενδύσεις, ανέκρουσε πρύμναν όταν είδε ότι είχε πλέον αποφασιστεί. Αντίθετα, από τις πρώτες μέρες της συριακής εξέγερσης η Τουρκία ζήτησε την άμεση παραίτηση του Μπασάρ αλ Ασαντ.
Οπως προκύπτει, η Τουρκία προσπάθησε να χειριστεί προς όφελός της τις νέες περιφερειακές συνθήκες, αλλά χωρίς επιτυχία, διότι ακολούθησε μια καιροσκοπική πολιτική και διότι δεν είχε να προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό στις χώρες αυτές.
Το βασικότερο πρόβλημα που δημιούργησαν, όμως, οι αραβικές εξεγέρσεις στην Τουρκία ήταν η μετατροπή της συριακής εξέγερσης σε έναν μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος διεξάγεται στα σύνορά της.Ο πόλεμος αυτός έγινε αντιληπτός από πολλά κράτη ως μια τεράστια ευκαιρία να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, χρηματοδοτώντας κάποιες από τις δεκάδες ένοπλες οργανώσεις στη Συρία που είχαν στραφεί κατά του καθεστώτος, ώστε να επισπεύσουν την πτώση του και να προετοιμάσουν την «επόμενη μέρα». Παρ' όλα αυτά, το συριακό καθεστώς δεν έπεσε χάρη στην υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν, αλλά και χάρη στην απροθυμία των ΗΠΑ να εμπλακούν σε έναν νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
Από το 2013, όμως, οι ισορροπίες ανατρέπονται εξαιτίας της δράσης του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ΙΚΙΛ), καθώς η τρομοκρατική αυτή οργάνωση καταλαμβάνει ιρακινά και συριακά εδάφη.Μοναδική αντίσταση στην προέλαση των τζιχαντιστών προβάλλουν οι Κούρδοι της Συρίας, βοηθούμενοι από τους Κούρδους του Ιράκ. Πρόκειται για ένα γεγονός μείζονος σημασίας, αφού για πρώτη φορά οι Κούρδοι πολεμούν μαζί, ενώ η άρρητη συμφωνία μη επίθεσης ανάμεσα στο συριακό καθεστώς και τους Κούρδους της Συρίας ενδυναμώνει τη θέση τους στην, οψέποτε, μεταπολεμική Συρία.
Οι εξελίξεις αυτές δίνουν μια πρωτοφανή δυναμική στο κουρδικό ζήτημα, αφού, εκτός από το κουρδικό κρατίδιο στο Ιράκ, το πιθανότερο είναι ότι θα δημιουργηθεί κουρδικό κρατίδιο και στη Συρία.Ετσι όμως μεγιστοποιούνται οι κίνδυνοι για την Τουρκία, αφού το Κουρδικό δεν είναι μόνο περιφερειακό πρόβλημα, αλλά και το μεγαλύτερο, ίσως, εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας εδώ και δεκαετίες. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα, η Αγκυρα παρέμεινε απαθής στην προέλαση του ΙΚΙΛ, κρίνοντας προφανώς ότι το ΙΚΙΛ αποτελεί μικρότερο κίνδυνο από ό,τι οι εξελίξεις στο Κουρδικό.
Παράλληλα, πρότεινε κατάπαυση του πυρός και διάλογο με τους Κούρδους της Τουρκίας, με στόχο την επίλυση του προβλήματος, όμως ο διάλογος δεν καρποφόρησε. Η κατάσταση έγινε ακόμα δυσκολότερη για την Αγκυρα μετά την εκλογική νίκη του κουρδικού κόμματος HDP στις εκλογές του Ιουνίου και την απώλεια της αυτοδυναμίας του ΑΚΡ.
Στις 20 Ιουλίου, η αιματηρή επίθεση στο Σουρούτς από Τούρκο οπαδό του ΙΚΙΛ επιτρέπει στην Αγκυρα να αντιστρέψει την κατάσταση προς όφελός της παραχωρώντας τη βάση του Ινσιρλίκ στις αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις, αποσπώντας τη συγκατάθεση των ΝΑΤΟϊκών της εταίρων για τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» στη Βόρεια Συρία και σφυροκοπώντας -υποτίθεται- θέσεις του ΙΚΙΛ, ενώ στην πραγματικότητα πλήττει θέσεις που κατέχουν οι Κούρδοι του ΡΚΚ.
Επί χάρτου, οι κινήσεις αυτές μπορούν να αποδώσουν στην Τουρκία πολλαπλά οφέλη. Στην πράξη όμως, αντί για μέρος της λύσης η Τουρκία μετατρέπεται, για μία ακόμα φορά, σε μέρος του προβλήματος.
* επίκουρη καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στη Μέση Ανατολή, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Ετσι, η Τουρκία υπό το ΑΚΡ αρνήθηκε το 2003 στις ΗΠΑ τη χρήση βάσεων στο έδαφος της για το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου εναντίον του Ιράκ, προσέφερε τις καλές της υπηρεσίες στην εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Συρίας, πρότεινε τη δημιουργία ενός κοινού οικονομικού χώρου με αραβικές χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου.Επίσης, με αφορμή τη ισραηλινή επίθεση στο «Μαβί Μαρμαρά» το 2010, η Τουρκία έρχεται σε ρήξη με το Ισραήλ, επιδιώκοντας να γίνει ο υπέρμαχος της «αραβικής υπόθεσης», δηλαδή του Παλαιστινιακού, το οποίο οι ηγεσίες των αραβικών κρατών είχαν εγκαταλείψει προ πολλού.
Οι αραβικές εξεγέρσεις του 2011 φάνηκε στην αρχή να ευνοούν την πολιτική της Τουρκίας, δεδομένου ότι οι ισλαμιστές στην Αίγυπτο και την Τυνησία, που κέρδισαν τις εκλογές, επικαλέστηκαν το τουρκικό πολιτικό μοντέλο για να καθησυχάσουν τις δυτικές ανησυχίες.
Ομως, πολύ σύντομα, φάνηκαν τα όρια της τουρκικής πολιτικής: η Αγκυρα, που στην αρχή ήταν κάθετα αντίθετη σε οποιαδήποτε ξένη επέμβαση στη Λιβύη, όπου είχαν γίνει μεγάλες τουρκικές επενδύσεις, ανέκρουσε πρύμναν όταν είδε ότι είχε πλέον αποφασιστεί. Αντίθετα, από τις πρώτες μέρες της συριακής εξέγερσης η Τουρκία ζήτησε την άμεση παραίτηση του Μπασάρ αλ Ασαντ.
Οπως προκύπτει, η Τουρκία προσπάθησε να χειριστεί προς όφελός της τις νέες περιφερειακές συνθήκες, αλλά χωρίς επιτυχία, διότι ακολούθησε μια καιροσκοπική πολιτική και διότι δεν είχε να προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό στις χώρες αυτές.
Το βασικότερο πρόβλημα που δημιούργησαν, όμως, οι αραβικές εξεγέρσεις στην Τουρκία ήταν η μετατροπή της συριακής εξέγερσης σε έναν μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος διεξάγεται στα σύνορά της.Ο πόλεμος αυτός έγινε αντιληπτός από πολλά κράτη ως μια τεράστια ευκαιρία να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, χρηματοδοτώντας κάποιες από τις δεκάδες ένοπλες οργανώσεις στη Συρία που είχαν στραφεί κατά του καθεστώτος, ώστε να επισπεύσουν την πτώση του και να προετοιμάσουν την «επόμενη μέρα». Παρ' όλα αυτά, το συριακό καθεστώς δεν έπεσε χάρη στην υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν, αλλά και χάρη στην απροθυμία των ΗΠΑ να εμπλακούν σε έναν νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
Από το 2013, όμως, οι ισορροπίες ανατρέπονται εξαιτίας της δράσης του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ΙΚΙΛ), καθώς η τρομοκρατική αυτή οργάνωση καταλαμβάνει ιρακινά και συριακά εδάφη.Μοναδική αντίσταση στην προέλαση των τζιχαντιστών προβάλλουν οι Κούρδοι της Συρίας, βοηθούμενοι από τους Κούρδους του Ιράκ. Πρόκειται για ένα γεγονός μείζονος σημασίας, αφού για πρώτη φορά οι Κούρδοι πολεμούν μαζί, ενώ η άρρητη συμφωνία μη επίθεσης ανάμεσα στο συριακό καθεστώς και τους Κούρδους της Συρίας ενδυναμώνει τη θέση τους στην, οψέποτε, μεταπολεμική Συρία.
Οι εξελίξεις αυτές δίνουν μια πρωτοφανή δυναμική στο κουρδικό ζήτημα, αφού, εκτός από το κουρδικό κρατίδιο στο Ιράκ, το πιθανότερο είναι ότι θα δημιουργηθεί κουρδικό κρατίδιο και στη Συρία.Ετσι όμως μεγιστοποιούνται οι κίνδυνοι για την Τουρκία, αφού το Κουρδικό δεν είναι μόνο περιφερειακό πρόβλημα, αλλά και το μεγαλύτερο, ίσως, εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας εδώ και δεκαετίες. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα, η Αγκυρα παρέμεινε απαθής στην προέλαση του ΙΚΙΛ, κρίνοντας προφανώς ότι το ΙΚΙΛ αποτελεί μικρότερο κίνδυνο από ό,τι οι εξελίξεις στο Κουρδικό.
Παράλληλα, πρότεινε κατάπαυση του πυρός και διάλογο με τους Κούρδους της Τουρκίας, με στόχο την επίλυση του προβλήματος, όμως ο διάλογος δεν καρποφόρησε. Η κατάσταση έγινε ακόμα δυσκολότερη για την Αγκυρα μετά την εκλογική νίκη του κουρδικού κόμματος HDP στις εκλογές του Ιουνίου και την απώλεια της αυτοδυναμίας του ΑΚΡ.
Στις 20 Ιουλίου, η αιματηρή επίθεση στο Σουρούτς από Τούρκο οπαδό του ΙΚΙΛ επιτρέπει στην Αγκυρα να αντιστρέψει την κατάσταση προς όφελός της παραχωρώντας τη βάση του Ινσιρλίκ στις αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις, αποσπώντας τη συγκατάθεση των ΝΑΤΟϊκών της εταίρων για τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» στη Βόρεια Συρία και σφυροκοπώντας -υποτίθεται- θέσεις του ΙΚΙΛ, ενώ στην πραγματικότητα πλήττει θέσεις που κατέχουν οι Κούρδοι του ΡΚΚ.
Επί χάρτου, οι κινήσεις αυτές μπορούν να αποδώσουν στην Τουρκία πολλαπλά οφέλη. Στην πράξη όμως, αντί για μέρος της λύσης η Τουρκία μετατρέπεται, για μία ακόμα φορά, σε μέρος του προβλήματος.
* επίκουρη καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στη Μέση Ανατολή, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου