Καταπέλτης κατά του Βίκτορ Πόντα ήταν η απόφαση της Εισαγγελίας της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς (DNA). Διατάχθηκε η κατάσχεση τμήματος των ακινήτων και άυλων περιουσιακών στοιχείων του Σοσιαλδημοκράτη Ρουμάνου πρωθυπουργού ως μέτρο ασφάλειας στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας που ξεκίνησε εναντίον του για πλαστογραφία, φοροδιαφυγή και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Ο Πόντα, ο οποίος πριν ασχοληθεί με την πολιτική ήταν δικηγόρος, επέστρεψε την περασμένη Πέμπτη στη Ρουμανία ύστερα από παραμονή ενός μήνα στην Τουρκία, όπου υποβλήθηκε σε σοβαρή εγχείρηση στο γόνατο, και χθες υπέβαλε την παραίτησή του από την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, λέγοντας ότι χρειάζεται χρόνο προκειμένου να προετοιμάσει την υπερασπιστική γραμμή του. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι θα εξακολουθήσει να ασκεί τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα και αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις.
Οσον αφορά τον πρόεδρο της χώρας Κλάους Γιοχάνις, είπε ότι εμμένει στη θέση του για παραίτηση Πόντα, αν και δηλώνει ότι θα συνεργαστεί θεσμικά μαζί του. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι τελευταίες εξελίξεις καθιστούν μάλλον δυσοίωνο τόσο το πολιτικό μέλλον του Πόντα όσο και τη σταθερότητα της ρουμανικής κυβέρνησης.
Ηδη από τις 5 Ιουνίου η Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς είχε ανακοινώσει ότι είναι ύποπτος για πλαστογραφία, ξέπλυμα μαύρου χρήματος και φοροδιαφυγή πριν από το 2012. Ετσι το Σάββατο στην έδρα τής DNA στο Βουκουρέστι όπου μετέβη, πληροφορήθηκε ότι από ύποπτος είναι πλέον εναγόμενος και πως ήδη έχει οριστεί εμπειρογνώμων στα χρηματοοικονομικά και στα λογιστικά στην υπόθεση εναντίον του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα της DNA ξεκίνησε πριν από μερικές εβδομάδες. Ωστόσο ο Πόντα αρνήθηκε τα πάντα και οι προσπάθειες της αντιπολίτευσης για άρση της βουλευτικής του ασυλίας έπεσαν στο κενό λόγω της πλειοψηφίας που διαθέτουν οι Σοσιαλδημοκράτες στη Βουλή.
Η έρευνα αρχικά ξεκίνησε σε βάρος του γερουσιαστή Νταν Σόβα, επίσης δικηγόρου, ο οποίος παρείχε νομικές συμβουλές σε κρατικής ιδιοκτησίας εταιρείες Ενέργειας, έχοντας συνάψει συμβόλαιο συνεργασίας αορίστου χρόνου με τη νομική εταιρεία τού Πόντα το 2008, με μηνιαία αμοιβή 2.000 ευρώ, για την οποία εξέδιδε τιμολόγια. Σταδιακά το ποσό έφτασε τις 3.000 ευρώ τον μήνα και η συνεργασία ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2008, οπότε ο Πόντα έγινε πρωθυπουργός.
Αυτό που υποστηρίζει η DNA είναι ότι νομικές υπηρεσίες δεν παρέχονταν πραγματικά από το δικηγορικό γραφείο του Νταν Σόβα, ο οποίος χρησιμοποίησε τα χρήματα από τις δύο εταιρείες για τον εαυτό του και τους φίλους του. O Πόντα διόρισε τον Σόβα υπουργό αρμόδιο για τη συνεργασία με το Κοινοβούλιο, τον Αύγουστο του 2012, κι έξι μήνες αργότερα ανέλαβε το υπουργείο Υποδομών και Ξένων Επενδύσεων. Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2014, έγινε προσωρινός υπουργός Μεταφορών και υπουργός Μεταφορών δυο μήνες αργότερα.
Ολα αυτά σε μια βαλκανική χώρα που αγωνίζεται να απαλλαγεί από το μείζον πρόβλημα της εκτεταμένης διαφθοράς, με αποτέλεσμα η DNA να έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στη Δικαιοσύνη εκατοντάδες υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους.