10 Ιουλίου 2015

ΔΝΤ: Όλο το επίμαχο άρθρο του Ολιβιέ Μπλανσάρ για την Ελλάδα

http://mignatiou.com/wp-content/uploads/2015/07/IMF-Olivier-Blanchard.jpgΤου Olivier Blanchard (IMF)
Καθώς όλα τα μάτια είναι στραμμένα στην Ελλάδα πρέπει να ξεκαθαριστούν ορισμένα σημεία επί των οποίων ασκείται κριτική.
Η βασική κριτική αναφέρει πως:
1) Το πρόγραμμα του 2010 απλώς αύξηση το χρέος και απαίτησε πολύ υψηλή δημοσιονομική προσαρμογή.
2) Η χρηματοδότηση προς την Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή ξένων τραπεζών.
3) Απαιτήθηκαν μεταρρυθμίσεις που «σκότωσαν» την ανάπτυξη και σε συνδυασμό με τη λιτότητα οδήγησαν σε ύφεση.
4) Οι δανειστές δεν έμαθαν τίποτα από λάθη τους και συνεχίζουν να τα επαναλαμβάνουν.

Όμως:
1. Ακόμα και πριν το μνημόνιο του 2010 η Ελλάδα είχε χρέος 300 δισ. ευρώ ή 130% του ΑΕΠ της. Το έλλειμμα έφτανε τα 36 δισ. ή το 15,5% του ΑΕΠ και το χρέος αυξάνονταν κατά 12% κάθε χρόνο και άρα δεν ήταν βιώσιμο. Αν η Ελλάδα είχε αφεθεί αβοήθητη, πολύ απλά, δεν θα μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές. Δεδομένου ότι οι δανειακές τις ανάγκες άγγιζαν το 20-25% του προϋπολογισμού της είναι ευνόητο πως θα όφειλε να περικόψει ανάλογα τον προϋπολογισμό της. Ακόμα και αν επισήμως χρεοκοπούσε, θα όφειλε να περικόψει τον προϋπολογισμό της κατά 10%, και θα είχε να αντιμετωπίσει ακόμα υψηλότερο κοινωνικό κόστος, σε σχέση με το πρόγραμμα που προέβλεπε προσαρμογή εντός πέντε ετών. Ακόμα δε και αν είχε διαγραφεί ολόκληρο το χρέος, το πρωτογενές έλλειμμα, θα έπρεπε να μειωθεί. Αν όμως υπήρχε μικρότερη λιτότητα και πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή θα υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη χρηματοδότησης κάτι που οι άλλες κυβερνήσεις δε μπορούσαν να αποδεχτούν.

2. Η χρηματοδότηση δεν δόθηκε για την αποπληρωμή των ξένων τραπεζών. Η αναδιάρθρωση του χρέους, δικαιολογημένα, καθυστέρησε για δύο χρόνια λόγω του φόβου μετάδοσης και του πλαισίου περιορισμού του κινδύνου αυτού. Λόγω της καθυστέρησης αυτής ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων του πρώτου προγράμματος χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή πιστωτών βραχυπρόθεσμων δανείων και για τη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε επίσημο χρέος. Όμως το πρόγραμμα ωφέλησε και τους Έλληνες αποταμιευτές, καθώς το 1/3 του χρέους βρισκόταν στα χέρια των ελληνικών τραπεζών και οργανισμών. Οι ιδιώτες πιστωτές δεν ήταν στο πρόγραμμα και, το 2012, το χρέους μειώθηκε, με τον μηχανισμό PSI να «κουρεύει» το χρέος κατά 100 δισ. ευρώ. Η δε μετατροπή του χρέους από ιδιωτικό σε επίσημο έγινε με πολύ ευνοϊκούς όρους, με επιτόκια πολύ χαμηλότερα από αυτά της αγοράς. Το 2014 η Ελλάδα κατέβαλε τόκους 6 δισ. ευρώ, σε σχέση με τα 12 που πλήρωνε το 2009. Τα επιτόκια της Ελλάδας ήταν πολύ χαμηλότερα από αυτά της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.

3. Το πρόγραμμα δεν «σκότωσε» τις αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και δεν οδήγησε στην ύφεση. Δεδομένου του χαμηλού ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας στην Ελλάδα πριν το πρόγραμμα ήταν απαραίτητη η εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων, με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος κ.α. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις αυτές είτε δεν έγιναν όμως, είτε δεν έγιναν στον βαθμό που θα έπρεπε. Η προσπάθεια να παταχθεί η φοροδιαφυγή απέτυχε εντελώς. Υπήρξε σφοδρή αντίδραση στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Μόνο 5 από τις 12 προτάσεις του ΔΝΤ υλοποιήθηκαν και από αυτές μόλις μια από τα μέσα του 2013, λόγω της αποτυχίας επιβολής μεταρρυθμίσεων. Η μείωση της παραγωγής ήταν πράγματι μεγαλύτερη του αναμενομένου και οι πολλαπλασιαστές ήταν μεγαλύτεροι. Οι πολιτικές κρίσεις, οι ανεπαρκείς μεταρρυθμίσεις, ο φόβος του Grexit, η μικρή επιχειρηματική εμπιστοσύνη, η αδυναμία των τραπεζών, όλα συνέβαλαν στο αποτέλεσμα αυτό.

4. Οι δανειστές δεν έμαθαν από τα λάθη τους. Η εκλογή της νέας κυβέρνησης, τον Ιανουάριο του 2015, η οποία πολεμούσε ανοικτά το πρόγραμμα, επέβαλε την επανεξέταση του προγράμματος, οικονομικά και πολιτικά. Πιο περιορισμένες μεταρρυθμίσεις και πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή σημαίνουν πιο μεγάλες ανάγκες χρηματοδότησης και μεγαλύτερη ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους. Είναι όμως όρια στο τι μπορείς να ζητήσει μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση από τους πολίτες της. μια λοιπόν ρεαλιστική λύση πρέπει να περιέχει κάποια προσαρμογή, κάποια χρηματοδότηση και κάποια ελάφρυνση χρέους, ισορροπημένα.

Ο ρόλος του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις ήταν να ζητήσει συγκεκριμένη προσαρμογή πολιτικών και να καταστήσει σαφή την ανάγκη χρηματοδότησης και τις επιπτώσεις της ελάφρυνσης χρέους. Πιστεύουμε πως ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, που θα αυξάνεται σταδιακά, είναι απολύτως απαραίτητο για τη βιωσιμότητα του χρέους. Και δεν βλέπουμε πως το πλεόνασμα αυτό μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αλλαγές στον ΦΠΑ, ώστε αν διευρυνθεί η φορολογική βάση, και χωρίς μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό ώστε να καταστεί βιώσιμο.

Στο σημείο αυτό η άποψή μας ταυτίζεται απόλυτα με αυτή των Ευρωπαίων εταίρων μας. Μέχρι το δημοψήφισμα και τις συνέπειές του στην ανάπτυξη πιστεύαμε πως, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η βιωσιμότητα του χρέους θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μέσω μιας αναδιάρθρωσης του υπάρχοντος χρέους και της μακράς ωρίμανσης του νέου. Αυτό στο συμπέρασμα περιλήφθηκε στην πρόσφατη ανάλυση του ελληνικού χρέους που δημοσιεύτηκε πριν το δημοψήφισμα. Η άποψή μας φάνηκε πολύ απαισιόδοξη στους Ευρωπαίους εταίρους μας. Πιστεύουμε όμως πως οι πρόσφατες εξελίξεις επιβάλουν την επιπλέον χρηματοδότηση, την υποστήριξη των τραπεζών και ακόμα μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους από όση θεωρούσαμε πως χρειάζεται στην πρόσφατη έκθεσή μας.
Δεδομένου του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και της εντολής που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση πιστεύουμε πως υπάρχει χώρος για μια συμφωνία. Θα πρέπει να βασίζεται σε πολιτικές κοντά σε αυτές που συζητούντο πριν το δημοψήφισμα, λαμβάνοντας υπόψη πως η ελληνική κυβέρνηση ζητά τριετές πρόγραμμα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη επιπλέον χρηματοδότησης και μείωσης του χρέους.

Η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει μια πολιτική επιλογή. Λιγότερες μεταρρυθμίσεις και ελαφρότεροι οικονομικοί στόχοι στην Ελλάδα, σημαίνει υψηλότερο κόστος για τους δανειστές. Ο χώρος όμως για μια συμφωνία είναι περιορισμένος και ο παράγοντας χρόνος είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία πως τυχόν έξοδος της Ελλάδας θα έχει τεράστιο κόστος για την Ελλάδα και τους δανειστές της. Η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος αναδίδει πολύπλοκα νομικά και τεχνικά ζητήματα και πιθανότατα θα προκαλέσει μια επιπλέον μεγάλη πτώση της παραγωγικότητας. Θα χρειαστεί πολύς χρόνος για το πληθωριστικό νέο νόμισμα να οδηγήσει σε αλλαγή της κατάστασης.
Συμπερασματικά αναφέρουμε πως το ΔΝΤ είχε δεσμευτεί να βοηθήσει την Ελλάδα. Η μη καταβολή της δόσης της 30ης Ιουνίου όμως σημαίνει πως το ΔΝΤ δεν θα μπορέσει να προσφέρει επιπλέον χρηματοδότηση μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Μπορούμε όμως να προσφέρουμε τεχνική υποστήριξη, αν μας ζητηθεί, και θα παραμείνουμε εμπλεκόμενοι στο πρόβλημα.
ΠΗΓΕΣ: http://www.defence-point.gr/ και http://blog-imfdirect.imf.org/
ΑΠΟΔΟΣΗ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΡΥΚΑΣ