Ο πρώτος μεγάλος μύθος διατυπώθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ επί
Καραμανλή του νεοτέρου. Σύμφωνα με αυτόν η Παιδεία παρομοιάστηκε με
τον... πίθο των Δαναΐδων, με ένα πιθάρι δηλαδή χωρίς πυθμένα, που όσα
χρήματα και αν ρίξεις σε αυτό θα χαθούν. Το ιδεολόγημα αυτό εφευρέθηκε
και διακινήθηκε σε ανύποπτη ακόμη εποχή μεγάλης δημοσιονομικής χαλάρωσης
και υπήρξε το άλλοθι για την πολιτική της υποχρηματοδότησης της
Παιδείας στη χώρα μας. Βεβαίως η εξέλιξη των πραγμάτων αποκάλυψε ότι
ως... πίθος των Δαναΐδων θεωρήθηκε αποκλειστικά η δημόσια και όχι και η
ιδιωτική εκπαίδευση, για την οποία η ίδια κυβέρνηση επεφύλασσε στη
συνέχεια άλλη, περισσότερο γενναιόδωρη, αντιμετώπιση.
Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και αν υπήρχαν ψήγματα αλήθειας σε αυτό το ιδεολόγημα, αυτά δεν αφορούσαν στην ίδια την Παιδεία, ως δραστηριότητα που στηρίζει την ανάπτυξη και ενισχύει την κοινωνική συνοχή, αλλά ενδεχομένως την όχι αποδοτική οργάνωσή της. Αντί λοιπόν να βελτιώσουν τις οργανωτικές δομές, την κατεδάφισαν στο πρότυπο της λογικής "πονάει δόντι-κόψε κεφάλι".
Το δεύτερο ιδεολόγημα που έγινε στερεότυπο, αναπτύχθηκε επίσης στην εποχή της κυβέρνησης της ΝΔ πριν την κρίση και ήταν εκείνο σύμφωνα με το οποίο η ιδιωτική Παιδεία θα ωφελήσει τη δημόσια, η οποία θα υποχρεωθεί να βελτιωθεί λόγω ανταγωνισμού. Θα περίμενε βεβαίως κανείς, μια κυβέρνηση που πίστευε πράγματι στον ανταγωνισμό ακόμη και στον χώρο της Παιδείας, να επιτρέψει στην δημόσια εκπαίδευση να γίνει ανταγωνιστική, αναβαθμίζοντας τις λειτουργίες της και απελευθερώνοντας τις δομές της από τον σφικτό κρατικό εναγκαλισμό. Η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με την αποκοπή του ομφάλιου λώρου που τα συνδέει με το κράτος, καθώς και η μετάθεση της ευθύνης των εισαγωγικών εξετάσεων από το κράτος στα πανεπιστήμια, όπως συμβαίνει σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, προκειμένου αυτά να καθορίζουν τόσο το πλήθος των φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν, όσο και τα κριτήρια της επιλογής, θα ενίσχυε σημαντικά τη θέση τους.
Η επιλογή της συρρίκνωσης που ακολουθήθηκε στη συνέχεια πάντως, έδειξε ότι οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονταν στ´ αλήθεια για την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά για την εξυπηρέτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεοληψιών και σκοπιμοτήτων τους.
Στη συνέχεια ήρθε από την επόμενη κυβέρνηση, αυτή του Γιώργου Παπανδρέου, το καταλυτικό ιδεολόγημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η διάλυση των πανεπιστημίων, αυτό που ήθελε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα... τρίτης κατηγορίας. Το ιδεολόγημα αυτό δια στόματος του ίδιου του τότε πρωθυπουργού, ο οποίος αγνόησε τις διεθνείς κατατάξεις που δίνουν υψηλές θέσεις στα ελληνικά ΑΕΙ, έδωσε το άλλοθι για την ψήφιση ενός τερατουργήματος, του γνωστού ως νόμου Διαμαντοπούλου, που αντέγραψε το μοντέλο των ιδιωτικών πανεπιστημίων πέραν του Ατλαντικού, ένα μοντέλο δηλαδή αυταρχικό, αντιδημοκρατικό και εν πολλοίς ξένο προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις παραδόσεις για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και τη συμβολή τους στην πνευματική δημιουργία.
Ο νόμος Διαμαντοπούλου όμως στηρίχθηκε σε έναν ακόμη νεοφιλελεύθερο μύθο, αυτόν που έβλεπε τη Δημοκρατία σαν τον μεγάλο ανταγωνιστή της Παιδείας. Όλα τα δεινά του εκπαιδευτικού συστήματος, βοηθούντων και των τότε φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, αποδόθηκαν στις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την εσωτερική δημοκρατία που απολάμβαναν τα πανεπιστήμια. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοικτός για την κατάλυση της αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων, τον περιορισμό των ακαδημαϊκών ελευθεριών και την αναστολή των δημοκρατικών παραδόσεων στα πανεπιστήμια. Τα οποία, σύμφωνα με το νόμο Διαμαντοπούλου, θα διοικούνταν στο εξής σαν ιδιωτικοί οργανισμοί, από Διοικητικά Συμβούλια με συμμετοχή μη πανεπιστημιακών. Οι πρυτάνεις και οι κοσμήτορες θα διορίζονταν από τα κυρίαρχα Συμβούλια και έτσι οι πανεπιστημιακοί θα μπορούσαν πια να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στο έργο τους, αντί της χρονοβόρας συμμετοχής τους σε... αμαρτωλές δημοκρατικές διαδικασίες για τη διοίκηση των ιδρυμάτων τους.
Στη συνέχεια και προκειμένου να υπαχθεί η Παιδεία στα μνημόνια, αξιοποιήθηκε από την ίδια κυβέρνηση Παπανδρέου, αλλά και στη συνέχεια από την κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, το ιδεολόγημα που την ήθελε μια ακόμη άχρηστη δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα δηλαδή με ό,τι έχει εμπεδωθεί στην Ευρώπη, που θέλει την Παιδεία να αντιμετωπίζεται ως μια επένδυση για το μέλλον, στην Ελλάδα των μνημονίων θεωρήθηκε σαν δαπάνη προς περικοπή...
Και ήρθε και το τελικό χτύπημα από την κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία, προκειμένου να εφαρμόσει το μέτρο της διαθεσιμότητας στα πανεπιστήμια για να απολύσει υπαλλήλους κατ´ επιταγήν της Τρόικας, υποστήριξε τον μύθο ότι αυτά έχουν πλεονάζον προσωπικό. Χωρίς καμία τεκμηρίωση, μια και τα ελληνικά ΑΕΙ έχουν την χειρότερη αναλογία διοικητικών υπαλλήλων προς φοιτητές, (1 προς 100 πριν και 1 προς 170 μετά τη διαθεσιμότητα στο ΑΠΘ, την ώρα που στην Ευρώπη η αντίστοιχη αναλογία είναι 1 προς 10), και χωρίς καμία αξιολόγηση των δομών και του προσωπικού, απομάκρυναν χρήσιμο προσωπικό από τα πανεπιστήμια, οδηγώντας τα σε αδυναμία λειτουργίας. Μια πολιτική που στο όνομα της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης αποδυνάμωσε τα πανεπιστήμια και πέταξε στο δρόμο χιλιάδες χρήσιμους υπαλλήλους.
Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Για να φτάσουμε στη σημερινή πραγματικότητα της οπισθοδρόμησης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης και της θεμελίωσης μιας αυταρχικής, όσο και ταξικής εκπαίδευσης για λίγους, χρειάστηκε να μας... παραμυθιάσουν με όχι έναν, αλλά με έξι νεοφιλελεύθερους μύθους.
Υπεύθυνοι για την επιστροφή της ανώτατης εκπαίδευσης στο παρελθόν είναι αυτοί οι ίδιοι, που σήμερα δήθεν έκπληκτοι, ανακαλύπτουν την οπισθοδρόμηση πίσω από το νομοσχέδιο που έρχεται να αποκαταστήσει τις βλάβες που εκείνοι και οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες τους προκάλεσαν στην Παιδεία.
* Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι τέως Πρύτανης ΑΠΘ
Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και αν υπήρχαν ψήγματα αλήθειας σε αυτό το ιδεολόγημα, αυτά δεν αφορούσαν στην ίδια την Παιδεία, ως δραστηριότητα που στηρίζει την ανάπτυξη και ενισχύει την κοινωνική συνοχή, αλλά ενδεχομένως την όχι αποδοτική οργάνωσή της. Αντί λοιπόν να βελτιώσουν τις οργανωτικές δομές, την κατεδάφισαν στο πρότυπο της λογικής "πονάει δόντι-κόψε κεφάλι".
Το δεύτερο ιδεολόγημα που έγινε στερεότυπο, αναπτύχθηκε επίσης στην εποχή της κυβέρνησης της ΝΔ πριν την κρίση και ήταν εκείνο σύμφωνα με το οποίο η ιδιωτική Παιδεία θα ωφελήσει τη δημόσια, η οποία θα υποχρεωθεί να βελτιωθεί λόγω ανταγωνισμού. Θα περίμενε βεβαίως κανείς, μια κυβέρνηση που πίστευε πράγματι στον ανταγωνισμό ακόμη και στον χώρο της Παιδείας, να επιτρέψει στην δημόσια εκπαίδευση να γίνει ανταγωνιστική, αναβαθμίζοντας τις λειτουργίες της και απελευθερώνοντας τις δομές της από τον σφικτό κρατικό εναγκαλισμό. Η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με την αποκοπή του ομφάλιου λώρου που τα συνδέει με το κράτος, καθώς και η μετάθεση της ευθύνης των εισαγωγικών εξετάσεων από το κράτος στα πανεπιστήμια, όπως συμβαίνει σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, προκειμένου αυτά να καθορίζουν τόσο το πλήθος των φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν, όσο και τα κριτήρια της επιλογής, θα ενίσχυε σημαντικά τη θέση τους.
Η επιλογή της συρρίκνωσης που ακολουθήθηκε στη συνέχεια πάντως, έδειξε ότι οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονταν στ´ αλήθεια για την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά για την εξυπηρέτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεοληψιών και σκοπιμοτήτων τους.
Στη συνέχεια ήρθε από την επόμενη κυβέρνηση, αυτή του Γιώργου Παπανδρέου, το καταλυτικό ιδεολόγημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η διάλυση των πανεπιστημίων, αυτό που ήθελε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα... τρίτης κατηγορίας. Το ιδεολόγημα αυτό δια στόματος του ίδιου του τότε πρωθυπουργού, ο οποίος αγνόησε τις διεθνείς κατατάξεις που δίνουν υψηλές θέσεις στα ελληνικά ΑΕΙ, έδωσε το άλλοθι για την ψήφιση ενός τερατουργήματος, του γνωστού ως νόμου Διαμαντοπούλου, που αντέγραψε το μοντέλο των ιδιωτικών πανεπιστημίων πέραν του Ατλαντικού, ένα μοντέλο δηλαδή αυταρχικό, αντιδημοκρατικό και εν πολλοίς ξένο προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις παραδόσεις για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και τη συμβολή τους στην πνευματική δημιουργία.
Ο νόμος Διαμαντοπούλου όμως στηρίχθηκε σε έναν ακόμη νεοφιλελεύθερο μύθο, αυτόν που έβλεπε τη Δημοκρατία σαν τον μεγάλο ανταγωνιστή της Παιδείας. Όλα τα δεινά του εκπαιδευτικού συστήματος, βοηθούντων και των τότε φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, αποδόθηκαν στις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την εσωτερική δημοκρατία που απολάμβαναν τα πανεπιστήμια. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοικτός για την κατάλυση της αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων, τον περιορισμό των ακαδημαϊκών ελευθεριών και την αναστολή των δημοκρατικών παραδόσεων στα πανεπιστήμια. Τα οποία, σύμφωνα με το νόμο Διαμαντοπούλου, θα διοικούνταν στο εξής σαν ιδιωτικοί οργανισμοί, από Διοικητικά Συμβούλια με συμμετοχή μη πανεπιστημιακών. Οι πρυτάνεις και οι κοσμήτορες θα διορίζονταν από τα κυρίαρχα Συμβούλια και έτσι οι πανεπιστημιακοί θα μπορούσαν πια να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στο έργο τους, αντί της χρονοβόρας συμμετοχής τους σε... αμαρτωλές δημοκρατικές διαδικασίες για τη διοίκηση των ιδρυμάτων τους.
Στη συνέχεια και προκειμένου να υπαχθεί η Παιδεία στα μνημόνια, αξιοποιήθηκε από την ίδια κυβέρνηση Παπανδρέου, αλλά και στη συνέχεια από την κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, το ιδεολόγημα που την ήθελε μια ακόμη άχρηστη δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα δηλαδή με ό,τι έχει εμπεδωθεί στην Ευρώπη, που θέλει την Παιδεία να αντιμετωπίζεται ως μια επένδυση για το μέλλον, στην Ελλάδα των μνημονίων θεωρήθηκε σαν δαπάνη προς περικοπή...
Και ήρθε και το τελικό χτύπημα από την κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία, προκειμένου να εφαρμόσει το μέτρο της διαθεσιμότητας στα πανεπιστήμια για να απολύσει υπαλλήλους κατ´ επιταγήν της Τρόικας, υποστήριξε τον μύθο ότι αυτά έχουν πλεονάζον προσωπικό. Χωρίς καμία τεκμηρίωση, μια και τα ελληνικά ΑΕΙ έχουν την χειρότερη αναλογία διοικητικών υπαλλήλων προς φοιτητές, (1 προς 100 πριν και 1 προς 170 μετά τη διαθεσιμότητα στο ΑΠΘ, την ώρα που στην Ευρώπη η αντίστοιχη αναλογία είναι 1 προς 10), και χωρίς καμία αξιολόγηση των δομών και του προσωπικού, απομάκρυναν χρήσιμο προσωπικό από τα πανεπιστήμια, οδηγώντας τα σε αδυναμία λειτουργίας. Μια πολιτική που στο όνομα της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης αποδυνάμωσε τα πανεπιστήμια και πέταξε στο δρόμο χιλιάδες χρήσιμους υπαλλήλους.
Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Για να φτάσουμε στη σημερινή πραγματικότητα της οπισθοδρόμησης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης και της θεμελίωσης μιας αυταρχικής, όσο και ταξικής εκπαίδευσης για λίγους, χρειάστηκε να μας... παραμυθιάσουν με όχι έναν, αλλά με έξι νεοφιλελεύθερους μύθους.
Υπεύθυνοι για την επιστροφή της ανώτατης εκπαίδευσης στο παρελθόν είναι αυτοί οι ίδιοι, που σήμερα δήθεν έκπληκτοι, ανακαλύπτουν την οπισθοδρόμηση πίσω από το νομοσχέδιο που έρχεται να αποκαταστήσει τις βλάβες που εκείνοι και οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες τους προκάλεσαν στην Παιδεία.
* Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι τέως Πρύτανης ΑΠΘ