Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη
Είχαμε την ευκαιρία επανειλημμένως να υπογραμμίσουμε πως η
πανθομολογούμενη κατάσταση διαρκούς και εν μέρει κλιμακούμενης σε πολλά
επίπεδα και περιοχές του κόσμου διεθνούς κρίσης επηρεάζει ασφαλώς τη
χώρα μας, θα λέγαμε ιδιαιτέρως λόγω και της γεωστρατηγικής της θέσης,
αλλά και της εσωτερικής εντεινόμενης κρίσης, που διέρχεται στην
οικονομία και όχι μόνο.
Η διεθνής κρίση, που παραπέμπει στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία και την
Υπερκαυκασία, τη Βόρειο Αφρική, τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, αφορά όχι
μόνο τις διακρατικές και διεθνικές συγκρούσεις ή την κλιμακούμενη
ανασφάλεια και ρευστότητα καταρρέοντων κρατικών οντοτήτων, αλλά και τη
μετακίνηση πληθυσμών κατά εκατοντάδες χιλιάδες από το ένα μέρος του
κόσμου, κυρίως την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, στον υποτιθέμενο
παράδεισο της Δύσης και της Ευρώπης, με αφετηρία την Ελλάδα.
Η χώρα μας όμως βρίσκεται σε ένα παραδοσιακά και ιστορικά βεβαρημένο χώρο οιονεί ανάφλεξης, ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ τις ιστορικά τραυματικές μνήμες, αναμνήσεις και διεκδικήσεις του αφηγήματος της κάθε χώρας, γιατί συνεχίζουν δυνάμεις που ενδιαφέρονται να έχουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, να κατασκευάζουν αιτήματα και να υποδαυλίζουν, να ενισχύουν και να προβάλλουν διεκδικητικές τάσεις τοπικών παραγόντων, μειονοτήτων, εθνοτήτων ή και κρατικών οντοτήτων, με αίτημα την αναθεώρηση συνόρων και κρατικών κυριαρχιών.
Και επειδή ζούμε σε μια εποχή ιδιαιτέρως ρευστή και εξόχως αναθεωρητική, οφείλουμε ως κράτος και ως πολιτική ηγεσία να έχουμε εκπονήσει στρατηγική διαχείρισης κρίσεων, που σημαίνει πρόβλεψη εξελίξεων και κατάρτιση προγραμμάτων αντιμετώπισής τους. Αυτό μας υποδεικνύει ως περιεχόμενο της πολιτικής ο μεγάλος κοινωνιολόγος του 20ού αιώνα, Μαξ Βέμπερ, ο οποίος σημειώνει πως ο ρόλος του πολιτικού συνίσταται στο να σκέφτεται και να σχεδιάζει το μέλλον της χώρας του σε όλα τα επίπεδα.
Το ελληνικό κράτος, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, δεν κατάφερε να έχει στοιχειώδη στρατηγική πορείας του στο παρόν και στο μέλλον, που σήμαινε ότι δεν εξέτασε την εκάστοτε διεθνή κατάσταση, δεν έθεσε εθνικούς στόχους, που να τους παντρεύει με τα μέσα επίτευξής τους. Λειτουργούσαμε συνήθως σπασμωδικά, πρόχειρα και αναπτύσσαμε τη φρενίτιδα της στιγμής, που υπήκουε στην οργή του όχλου. Μοναδική εξαίρεση ήταν η στρατηγική του Κωνσταντίνου Καραμανλή για ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, μετά το 1974.
Σήμερα βιώνουμε, όχι μόνο τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς τη χώρα μας από τη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή, αλλά είμαστε ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ένα φαινόμενο ανατροπής των πληθυσμιακών και κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της χώρας. Δεν γνωρίζουμε αν έχει προβλέψει η χώρα μας τρόπους αντιμετώπισης των συγκρούσεων, που βρίσκονται σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή, με έμφαση στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη, την Υεμένη και άλλου, ούτε αν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την εκδηλωθείσα βαλκανική πρόκληση της Αλβανίας εις βάρος της Ελλάδος, που έγινε με αφετηρία τα Σκόπια, με στρατηγικό στόχο την ανατροπή των εθνικών - κρατικών ορίων του ελληνικού κράτους στη βορειοδυτική Ελλάδα, όπως οικοδομήθηκαν στον 20ό αιώνα. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια στιγμή που η κρίση μαστίζει τα μέγιστα τη χώρα και εμείς ως συνήθως ομφαλοσκοπούμε, ενώ η Τουρκία σχεδιάζει την ηγεμονική παρουσία της στα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και όχι μόνο.
Ταυτόχρονα η Αθήνα, τουλάχιστον ως κοινή γνώμη και δημοσιότητα, δείχνει να εγκατέλειψε την υπόθεση της Κύπρου, πράγμα για το οποίο ευθύνεται και η κυπριακή πολιτική ηγεσία. Δεν γνωρίζουμε τι σχεδιάζει η Αθήνα σε σχέση με την πορεία των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, οι οποίες διεξάγονται ωσάν να μην συμβαίνει τίποτα γύρω μας και ενώ είναι γνωστό ότι η επιλογή του χρόνου διαπραγμάτευσης στην πολιτική έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ακριβώς, ο χρόνος σήμερα είναι εξαιρετικά επιβαρυντικός για την ελληνική πλευρά, γιατί η Αθήνα δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις με το γεωπολιτικό της βάρος ως ευρωπαϊκής χώρας, όπως επηρέαζε στο παρελθόν, λόγω της εσωτερικής κρίσης που διέρχεται το ελλαδικό κράτος.
Από την άλλη, η εκλογή Ακιντζί δημιουργεί ψευδαισθήσεις, που επηρεάζουν τη διαπραγμάτευση υπέρ της τουρκικής πλευράς, παρασύρουν την κυπριακή ηγεσία σε ευσεβοποθιτικές επιλογές που είναι εκτός πραγματικότητος και αφήνουν την Τουρκία να καθορίζει τις εξελίξεις και να συνεχίζει να εμφανίζεται ως ηγεμονική δύναμη παρά την εσωτερική της κρίση.
Η Τουρκία έχει σχέδιο και ικανότητα επιβολής της θέλησής της και της στοχοθεσίας της. Εάν δεν δημιουργήσουμε εθνικό μέτωπο στήριξης και επιβίωσης του κυπριακού Ελληνισμού και του κυπριακού κράτους, αναπτύσσοντας το ελληνικό σχέδιο στρατηγικής για την Κύπρο, που σημαίνει πως διαπραγματευόμαστε για ένα κυπριακό κράτος, το οποίο να είναι καλύτερο, δημοκρατικότερο και ευρωπαϊκότερο, από αυτό που έχουμε σήμερα και αν δεν δείξουμε ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, χάρην οποιασδήποτε λύσης, τότε η Κύπρος θα κινδυνεύσει να εξαφανιστεί και να αλλοτριωθεί ως Ελληνισμός, ως πολιτισμός, ως ιστορία και ως πολιτική παρουσία σε αυτή την κρίσιμη γωνιά της Μεσογείου και να μετατραπεί σε προτεκτοράτο της Άγκυρας.
Η Κύπρος κράτησε ζωντανή την ελληνική της ταυτότητα ως αρχαιότητα και ως σύγχρονη Ελλάδα σε όλες τις τρικυμιώδεις φάσεις και εναλλαγές της ιστορίας της. Δεν πρέπει να αφεθεί σήμερα ο κυπριακός Ελληνισμός έρμαιο στη δίνη των εξελίξεων και στη διάθεση όλων εκείνων που διεκδικούν να επιβάλουν τη δική τους λύση στο Κυπριακό, που είναι απολύτως ξένη στον πολιτισμό, αλλά και στην ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα και στο σύστημα δικαίου των σύγχρονων κρατών, αλλά είναι πολύ περισσότερο προσομοιάζουσα προς τα ενταφιασθέντα, στο τέλος του 20ού αιώνα, μοντέλα απαρτχάιντ μετααποικιακής κυριαρχίας.
Αυτό που η πολιτική ηγεσία της Κύπρου εμφανίζεται να υιοθετεί ως αναπόφευκτο, δηλαδή τη λύση ανεξαρτήτως περιεχομένου και πραγματικής βιωσιμότητας του κυπριακού Ελληνισμού, θα ήταν ένα μοιραίο σφάλμα ιστορικού μεγέθους, αφού κατ’ αυτό τον τρόπο θα τέλειωνε την πορεία της μια τρισχιλιετής ελληνική παρουσία στην Κύπρο.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
- See more at: http://www.sigmalive.com/simerini/politics/234918/politiki-simainei-provlepsi#sthash.4efa1n9O.dpufΗ χώρα μας όμως βρίσκεται σε ένα παραδοσιακά και ιστορικά βεβαρημένο χώρο οιονεί ανάφλεξης, ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ τις ιστορικά τραυματικές μνήμες, αναμνήσεις και διεκδικήσεις του αφηγήματος της κάθε χώρας, γιατί συνεχίζουν δυνάμεις που ενδιαφέρονται να έχουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, να κατασκευάζουν αιτήματα και να υποδαυλίζουν, να ενισχύουν και να προβάλλουν διεκδικητικές τάσεις τοπικών παραγόντων, μειονοτήτων, εθνοτήτων ή και κρατικών οντοτήτων, με αίτημα την αναθεώρηση συνόρων και κρατικών κυριαρχιών.
Και επειδή ζούμε σε μια εποχή ιδιαιτέρως ρευστή και εξόχως αναθεωρητική, οφείλουμε ως κράτος και ως πολιτική ηγεσία να έχουμε εκπονήσει στρατηγική διαχείρισης κρίσεων, που σημαίνει πρόβλεψη εξελίξεων και κατάρτιση προγραμμάτων αντιμετώπισής τους. Αυτό μας υποδεικνύει ως περιεχόμενο της πολιτικής ο μεγάλος κοινωνιολόγος του 20ού αιώνα, Μαξ Βέμπερ, ο οποίος σημειώνει πως ο ρόλος του πολιτικού συνίσταται στο να σκέφτεται και να σχεδιάζει το μέλλον της χώρας του σε όλα τα επίπεδα.
Το ελληνικό κράτος, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, δεν κατάφερε να έχει στοιχειώδη στρατηγική πορείας του στο παρόν και στο μέλλον, που σήμαινε ότι δεν εξέτασε την εκάστοτε διεθνή κατάσταση, δεν έθεσε εθνικούς στόχους, που να τους παντρεύει με τα μέσα επίτευξής τους. Λειτουργούσαμε συνήθως σπασμωδικά, πρόχειρα και αναπτύσσαμε τη φρενίτιδα της στιγμής, που υπήκουε στην οργή του όχλου. Μοναδική εξαίρεση ήταν η στρατηγική του Κωνσταντίνου Καραμανλή για ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, μετά το 1974.
Σήμερα βιώνουμε, όχι μόνο τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς τη χώρα μας από τη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή, αλλά είμαστε ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ένα φαινόμενο ανατροπής των πληθυσμιακών και κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της χώρας. Δεν γνωρίζουμε αν έχει προβλέψει η χώρα μας τρόπους αντιμετώπισης των συγκρούσεων, που βρίσκονται σε εξέλιξη στη Μέση Ανατολή, με έμφαση στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη, την Υεμένη και άλλου, ούτε αν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την εκδηλωθείσα βαλκανική πρόκληση της Αλβανίας εις βάρος της Ελλάδος, που έγινε με αφετηρία τα Σκόπια, με στρατηγικό στόχο την ανατροπή των εθνικών - κρατικών ορίων του ελληνικού κράτους στη βορειοδυτική Ελλάδα, όπως οικοδομήθηκαν στον 20ό αιώνα. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια στιγμή που η κρίση μαστίζει τα μέγιστα τη χώρα και εμείς ως συνήθως ομφαλοσκοπούμε, ενώ η Τουρκία σχεδιάζει την ηγεμονική παρουσία της στα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και όχι μόνο.
Ταυτόχρονα η Αθήνα, τουλάχιστον ως κοινή γνώμη και δημοσιότητα, δείχνει να εγκατέλειψε την υπόθεση της Κύπρου, πράγμα για το οποίο ευθύνεται και η κυπριακή πολιτική ηγεσία. Δεν γνωρίζουμε τι σχεδιάζει η Αθήνα σε σχέση με την πορεία των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, οι οποίες διεξάγονται ωσάν να μην συμβαίνει τίποτα γύρω μας και ενώ είναι γνωστό ότι η επιλογή του χρόνου διαπραγμάτευσης στην πολιτική έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ακριβώς, ο χρόνος σήμερα είναι εξαιρετικά επιβαρυντικός για την ελληνική πλευρά, γιατί η Αθήνα δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις με το γεωπολιτικό της βάρος ως ευρωπαϊκής χώρας, όπως επηρέαζε στο παρελθόν, λόγω της εσωτερικής κρίσης που διέρχεται το ελλαδικό κράτος.
Από την άλλη, η εκλογή Ακιντζί δημιουργεί ψευδαισθήσεις, που επηρεάζουν τη διαπραγμάτευση υπέρ της τουρκικής πλευράς, παρασύρουν την κυπριακή ηγεσία σε ευσεβοποθιτικές επιλογές που είναι εκτός πραγματικότητος και αφήνουν την Τουρκία να καθορίζει τις εξελίξεις και να συνεχίζει να εμφανίζεται ως ηγεμονική δύναμη παρά την εσωτερική της κρίση.
Η Τουρκία έχει σχέδιο και ικανότητα επιβολής της θέλησής της και της στοχοθεσίας της. Εάν δεν δημιουργήσουμε εθνικό μέτωπο στήριξης και επιβίωσης του κυπριακού Ελληνισμού και του κυπριακού κράτους, αναπτύσσοντας το ελληνικό σχέδιο στρατηγικής για την Κύπρο, που σημαίνει πως διαπραγματευόμαστε για ένα κυπριακό κράτος, το οποίο να είναι καλύτερο, δημοκρατικότερο και ευρωπαϊκότερο, από αυτό που έχουμε σήμερα και αν δεν δείξουμε ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, χάρην οποιασδήποτε λύσης, τότε η Κύπρος θα κινδυνεύσει να εξαφανιστεί και να αλλοτριωθεί ως Ελληνισμός, ως πολιτισμός, ως ιστορία και ως πολιτική παρουσία σε αυτή την κρίσιμη γωνιά της Μεσογείου και να μετατραπεί σε προτεκτοράτο της Άγκυρας.
Η Κύπρος κράτησε ζωντανή την ελληνική της ταυτότητα ως αρχαιότητα και ως σύγχρονη Ελλάδα σε όλες τις τρικυμιώδεις φάσεις και εναλλαγές της ιστορίας της. Δεν πρέπει να αφεθεί σήμερα ο κυπριακός Ελληνισμός έρμαιο στη δίνη των εξελίξεων και στη διάθεση όλων εκείνων που διεκδικούν να επιβάλουν τη δική τους λύση στο Κυπριακό, που είναι απολύτως ξένη στον πολιτισμό, αλλά και στην ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα και στο σύστημα δικαίου των σύγχρονων κρατών, αλλά είναι πολύ περισσότερο προσομοιάζουσα προς τα ενταφιασθέντα, στο τέλος του 20ού αιώνα, μοντέλα απαρτχάιντ μετααποικιακής κυριαρχίας.
Αυτό που η πολιτική ηγεσία της Κύπρου εμφανίζεται να υιοθετεί ως αναπόφευκτο, δηλαδή τη λύση ανεξαρτήτως περιεχομένου και πραγματικής βιωσιμότητας του κυπριακού Ελληνισμού, θα ήταν ένα μοιραίο σφάλμα ιστορικού μεγέθους, αφού κατ’ αυτό τον τρόπο θα τέλειωνε την πορεία της μια τρισχιλιετής ελληνική παρουσία στην Κύπρο.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου