Του Χρήστου Ιακώβου Η ενασχόληση με την παρακμή και διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
είναι εκ των πραγμάτων και η ιστορία της ανάδυσης νέων εθνών κρατών
εντός των ορίων της. Η επιθυμία των εθνικών ομάδων, που διατελούσαν υπό
Οθωμανική διοίκηση να αποσχιστούν και να δημιουργήσουν τα δικά τους
κράτη, οδήγησε, εκ των πραγμάτων, σε συγκρούσεις και εκδιώξεις.Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε
επιστημονικό επίπεδο, που απασχολούν τη σημερινή Τουρκία είναι το
«Αρμενικό Ζήτημα». Πριν από μερικά χρόνια κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Παπαζήση η μετάφραση από τα αγγλικά του βιβλίου του τούρκου καθηγητή στο
Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν των ΗΠΑ, Τανέρ Ακσάμ με τίτλο: «Μία
Επαίσχυντη Πράξη: Η Γενοκτονία των Αρμενίων και το Ζήτημα της Τουρκικής
Ευθύνης» (550 σελ.).
Το εν λόγω βιβλίο πραγματεύεται το ζήτημα της τουρκικής ευθύνης, το οποίο προκαλεί πάντοτε μεγάλες διαμάχες αφού οι προεκτάσεις του άπτονται του ευρέως φάσματος της σύγχρονης Τουρκίας, το οποίο αρχίζει από την επίσημη ιστοριογραφία και καταλήγει στην εξωτερική της πολιτική. Το βασικό ερώτημα του βιβλίου, πάνω στο οποίο στηρίζει την μεθοδολογία του ο συγγραφέας είναι το εξής: υπάρχουν αποδείξεις ότι από πλευράς των Οθωμανικών αρχών υπήρξε πρόθεση και κεντρικός σχεδιασμός για συνολική ή μερική καταστροφή των Αρμενίων υπηκόων της αυτοκρατορίας; Η επίσημη τουρκική θέση είναι ότι ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων Αρμενίων (οι τουρκικές εκτιμήσεις κυμαίνονται από 300.000 έως 600.000) ήταν ένα τραγικό αλλά μη σκόπιμο επακόλουθο του πολέμου. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι οι οθωμανικές πηγές δεν περιέχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν διατεταγμένη πολιτική συστηματικής εξαφάνισης. Η έρευνα του Ακσάμ υποστηρίζει το αντίθετο.
Το βιβλίο αυτό πέραν του ότι διαφοροποιείται από τη συγκεκριμένη παράδοση της τουρκικής ιστοριογραφίας έχει δύο στοιχεία που το καθιστούν μοναδικό. Πρώτον ότι είναι γραμμένο από Τούρκο και δεύτερον ότι επιδίδεται στην πλέον εκτεταμένη και πρωτοφανή έως σήμερα χρήση οθωμανικού αρχειακού υλικού γύρω από το Αρμενικό Ζήτημα, σε συνδυασμό με την εξαντλητική χρήση της μέχρι τούδε βιβλιογραφίας. Με την εξαντλητική χρήση κάθε σημαντικού στοιχείου – από τουρκικά στρατιωτικά και δικαστικά αρχεία, πρακτικά κοινοβουλίου, επιστολές και μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων – ο συγγραφέας ακολουθεί την ιστορική εξέλιξη και αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στις σφαγές (κεφάλαια 4 και 5). Μέσα από την ιστορική αφήγηση ανασυνθέτει τη διαπλεκομένη ενορχήστρωση μεταξύ συντονισμένων τμημάτων του Οθωμανικού κράτους, του κυβερνώντος κόμματος των Νεοτούρκων «Ένωση και Πρόοδος» καθώς επίσης και των στρατιωτικών δυνάμεων.
Εάν στα οθωμανικά έγγραφα και στις μαρτυρίες των ιθυνόντων που ο Ακσάμ ενσωματώνει με μεγάλη δεξιότητα στην έρευνά του προστεθούν ξένα επίσημα έγγραφα – γερμανικά, αυστριακά, γαλλικά και αμερικανικά – που έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητος, παρέχεται πλήρης επιβεβαίωση ότι αυτό που συνέβη στους Αρμενίους ήταν μια κεντρικά και επίσημα σχεδιασμένη επιχείρηση εξολόθρευσής τους. Εδώ ακριβώς παρατηρείται και η μεγάλη συμβολή, ριζοσπαστική και αναθεωρητική, του Ακσάμ στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Τουρκίας. Η θέση του είναι σαφής, ότι δηλαδή οι σφαγές των χριστιανών και η αρμενική γενοκτονία απετέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα για την ανάδυση του τουρκικού εθνικού κράτους. Χωρίς τον συστηματικό σχεδιασμό και την αποτελεσματική εκτέλεση της γενοκτονίας από τους Νεότουρκους οι οποίοι, στη συνέχεια, και υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ οργάνωσαν την αντίσταση στην Ανατολία, ο τελευταίος δεν θα είχε τη δυνατότητα να οικοδομήσει το τουρκικό εθνικό κράτος. Οι Νεότουρκοι ιδρυτές του τουρκικού κράτους δημιούργησαν με αυτό τον τρόπο μία εύπορη τάξη που ιδιοποιήθηκε τα πλούτη και τις περιουσίες των Αρμενίων. Οι περιουσίες αυτές είχαν δημευτεί από τους Νεότουρκους με διάταγμα του 1915 ως δήθεν «εγκαταλελειμμένες». Το διάταγμα του 1915 επανέφεραν οι κεμαλιστές το 1922, όταν είχαν πλέον επικρατήσει.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου που πραγματεύεται το καίριο ερώτημα του πως η Τουρκία κατέφερε να αποφύγει την ανάληψη της ευθύνης, υποδεικνύοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, τις προτεραιότητες του αναδυομένου τουρκικού εθνικού κινήματος και τις ανεπαρκείς απόπειρες της διεθνούς κοινότητας να οδηγήσει τους δράστες στη δικαιοσύνη.
Ο συγγραφέας έχει το πλεονέκτημα αλλά και την ατυχία να μιλά εκ μέρους του θύτη. Αυτό του παρέχει εκ των πραγμάτων και τη ψυχολογική δύναμη πίσω από τα επιχειρήματά του. Η οπτική αυτή του παρέχει και την πρόσθετη δυνατότητα να εξηγήσει γιατί η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί ψυχολογικά με το ζήτημα της αρμενικής γενοκτονίας. Ο συγγραφέας αναλύει τον ψυχολογικό παράγοντα που ενισχύει τις δυσκολίες μίας ειλικρινούς ιστορικής επισκόπησης στην Τουρκία. Σύμφωνα με τον Ακσάμ, η τουρκική κοινωνία δείχνει απρόθυμη να εξετάσει το παρελθόν της. Στην επικρατούσα κουλτούρα, όχι μόνον η γενοκτονία των Αρμενίων αλλά μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας της Τουρκίας παραδίδεται στη σιωπή – δύο παραδείγματα είναι το κουρδικό και ο ρόλος του στρατού. Η μεταρρύθμιση του 1928 που άλλαξε την τουρκική γραφή από αραβικά σε λατινικά στοιχεία ενέτεινε το πρόβλημα, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Η Τουρκία είναι μία κοινωνία που δεν μπορεί να διαβάσει τις ίδιες της τις εφημερίδες , τις επιστολές και τα ημερολόγια εάν αυτά γράφτηκαν πριν από το 1928. Δεν έχει πρόσβαση σε οτιδήποτε συνέβη πριν από εκείνη την ημερομηνία. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη Τουρκία να εξαρτάται πλήρως από την ιστορία όπως την έχει καθορίσει και συγγράψει το κράτος. Και, βεβαίως, για το κράτος διακυβεύονται πολλά αναφορικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται η ιστορία, ιδιαιτέρως όταν αυτή αφορά την ίδια του την νομιμότητα. Ενόψει αυτών, είναι εμφανές γιατί η τουρκική κοινωνία έχει παραδώσει τη γενοκτονία των Αρμενίων στη λήθη.
Το πρωτοποριακό έργο του Ακσάμ αποδεικνύει ότι πλέον στην Τουρκία υπάρχουν δύο αφηγήσεις και δύο ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για την μεταβατική περίοδο από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην Κεμαλική Τουρκία. Από τη μια, υπάρχει η ιστορία της αυτοκρατορίας που διαμελίζεται από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μέσω μιας προσχεδιασμένης διαδικασίας. Η εκδοχή αυτή βοήθησε να δημιουργηθεί μία ισχυρή αίσθηση σύγκρουσης με τη Δύση για την επιβίωση του τουρκικού έθνους, δημιουργώντας έντονα αντιδυτικά αισθήματα και καχυποψία, ιδιαιτέρως ανάμεσα στην κυρίαρχη ελίτ, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ιστορία των διώξεων των σφαγών και της εξόντωσης διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών ομάδων, στα πλαίσια των οποίων ο συγγραφέας προσεγγίζει το αρμενικό πρόβλημα.
Το εν λόγω βιβλίο πραγματεύεται το ζήτημα της τουρκικής ευθύνης, το οποίο προκαλεί πάντοτε μεγάλες διαμάχες αφού οι προεκτάσεις του άπτονται του ευρέως φάσματος της σύγχρονης Τουρκίας, το οποίο αρχίζει από την επίσημη ιστοριογραφία και καταλήγει στην εξωτερική της πολιτική. Το βασικό ερώτημα του βιβλίου, πάνω στο οποίο στηρίζει την μεθοδολογία του ο συγγραφέας είναι το εξής: υπάρχουν αποδείξεις ότι από πλευράς των Οθωμανικών αρχών υπήρξε πρόθεση και κεντρικός σχεδιασμός για συνολική ή μερική καταστροφή των Αρμενίων υπηκόων της αυτοκρατορίας; Η επίσημη τουρκική θέση είναι ότι ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων Αρμενίων (οι τουρκικές εκτιμήσεις κυμαίνονται από 300.000 έως 600.000) ήταν ένα τραγικό αλλά μη σκόπιμο επακόλουθο του πολέμου. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι οι οθωμανικές πηγές δεν περιέχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν διατεταγμένη πολιτική συστηματικής εξαφάνισης. Η έρευνα του Ακσάμ υποστηρίζει το αντίθετο.
Το βιβλίο αυτό πέραν του ότι διαφοροποιείται από τη συγκεκριμένη παράδοση της τουρκικής ιστοριογραφίας έχει δύο στοιχεία που το καθιστούν μοναδικό. Πρώτον ότι είναι γραμμένο από Τούρκο και δεύτερον ότι επιδίδεται στην πλέον εκτεταμένη και πρωτοφανή έως σήμερα χρήση οθωμανικού αρχειακού υλικού γύρω από το Αρμενικό Ζήτημα, σε συνδυασμό με την εξαντλητική χρήση της μέχρι τούδε βιβλιογραφίας. Με την εξαντλητική χρήση κάθε σημαντικού στοιχείου – από τουρκικά στρατιωτικά και δικαστικά αρχεία, πρακτικά κοινοβουλίου, επιστολές και μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων – ο συγγραφέας ακολουθεί την ιστορική εξέλιξη και αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στις σφαγές (κεφάλαια 4 και 5). Μέσα από την ιστορική αφήγηση ανασυνθέτει τη διαπλεκομένη ενορχήστρωση μεταξύ συντονισμένων τμημάτων του Οθωμανικού κράτους, του κυβερνώντος κόμματος των Νεοτούρκων «Ένωση και Πρόοδος» καθώς επίσης και των στρατιωτικών δυνάμεων.
Εάν στα οθωμανικά έγγραφα και στις μαρτυρίες των ιθυνόντων που ο Ακσάμ ενσωματώνει με μεγάλη δεξιότητα στην έρευνά του προστεθούν ξένα επίσημα έγγραφα – γερμανικά, αυστριακά, γαλλικά και αμερικανικά – που έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητος, παρέχεται πλήρης επιβεβαίωση ότι αυτό που συνέβη στους Αρμενίους ήταν μια κεντρικά και επίσημα σχεδιασμένη επιχείρηση εξολόθρευσής τους. Εδώ ακριβώς παρατηρείται και η μεγάλη συμβολή, ριζοσπαστική και αναθεωρητική, του Ακσάμ στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Τουρκίας. Η θέση του είναι σαφής, ότι δηλαδή οι σφαγές των χριστιανών και η αρμενική γενοκτονία απετέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα για την ανάδυση του τουρκικού εθνικού κράτους. Χωρίς τον συστηματικό σχεδιασμό και την αποτελεσματική εκτέλεση της γενοκτονίας από τους Νεότουρκους οι οποίοι, στη συνέχεια, και υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ οργάνωσαν την αντίσταση στην Ανατολία, ο τελευταίος δεν θα είχε τη δυνατότητα να οικοδομήσει το τουρκικό εθνικό κράτος. Οι Νεότουρκοι ιδρυτές του τουρκικού κράτους δημιούργησαν με αυτό τον τρόπο μία εύπορη τάξη που ιδιοποιήθηκε τα πλούτη και τις περιουσίες των Αρμενίων. Οι περιουσίες αυτές είχαν δημευτεί από τους Νεότουρκους με διάταγμα του 1915 ως δήθεν «εγκαταλελειμμένες». Το διάταγμα του 1915 επανέφεραν οι κεμαλιστές το 1922, όταν είχαν πλέον επικρατήσει.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου που πραγματεύεται το καίριο ερώτημα του πως η Τουρκία κατέφερε να αποφύγει την ανάληψη της ευθύνης, υποδεικνύοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, τις προτεραιότητες του αναδυομένου τουρκικού εθνικού κινήματος και τις ανεπαρκείς απόπειρες της διεθνούς κοινότητας να οδηγήσει τους δράστες στη δικαιοσύνη.
Ο συγγραφέας έχει το πλεονέκτημα αλλά και την ατυχία να μιλά εκ μέρους του θύτη. Αυτό του παρέχει εκ των πραγμάτων και τη ψυχολογική δύναμη πίσω από τα επιχειρήματά του. Η οπτική αυτή του παρέχει και την πρόσθετη δυνατότητα να εξηγήσει γιατί η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί ψυχολογικά με το ζήτημα της αρμενικής γενοκτονίας. Ο συγγραφέας αναλύει τον ψυχολογικό παράγοντα που ενισχύει τις δυσκολίες μίας ειλικρινούς ιστορικής επισκόπησης στην Τουρκία. Σύμφωνα με τον Ακσάμ, η τουρκική κοινωνία δείχνει απρόθυμη να εξετάσει το παρελθόν της. Στην επικρατούσα κουλτούρα, όχι μόνον η γενοκτονία των Αρμενίων αλλά μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας της Τουρκίας παραδίδεται στη σιωπή – δύο παραδείγματα είναι το κουρδικό και ο ρόλος του στρατού. Η μεταρρύθμιση του 1928 που άλλαξε την τουρκική γραφή από αραβικά σε λατινικά στοιχεία ενέτεινε το πρόβλημα, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Η Τουρκία είναι μία κοινωνία που δεν μπορεί να διαβάσει τις ίδιες της τις εφημερίδες , τις επιστολές και τα ημερολόγια εάν αυτά γράφτηκαν πριν από το 1928. Δεν έχει πρόσβαση σε οτιδήποτε συνέβη πριν από εκείνη την ημερομηνία. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη Τουρκία να εξαρτάται πλήρως από την ιστορία όπως την έχει καθορίσει και συγγράψει το κράτος. Και, βεβαίως, για το κράτος διακυβεύονται πολλά αναφορικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται η ιστορία, ιδιαιτέρως όταν αυτή αφορά την ίδια του την νομιμότητα. Ενόψει αυτών, είναι εμφανές γιατί η τουρκική κοινωνία έχει παραδώσει τη γενοκτονία των Αρμενίων στη λήθη.
Το πρωτοποριακό έργο του Ακσάμ αποδεικνύει ότι πλέον στην Τουρκία υπάρχουν δύο αφηγήσεις και δύο ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για την μεταβατική περίοδο από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην Κεμαλική Τουρκία. Από τη μια, υπάρχει η ιστορία της αυτοκρατορίας που διαμελίζεται από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μέσω μιας προσχεδιασμένης διαδικασίας. Η εκδοχή αυτή βοήθησε να δημιουργηθεί μία ισχυρή αίσθηση σύγκρουσης με τη Δύση για την επιβίωση του τουρκικού έθνους, δημιουργώντας έντονα αντιδυτικά αισθήματα και καχυποψία, ιδιαιτέρως ανάμεσα στην κυρίαρχη ελίτ, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ιστορία των διώξεων των σφαγών και της εξόντωσης διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών ομάδων, στα πλαίσια των οποίων ο συγγραφέας προσεγγίζει το αρμενικό πρόβλημα.