Θανάσης Αθανασίου-
"Η αγάπη, η φιλία και ο θαυμασμός δεν ενώνουν τους ανθρώπους τόσο, όσο το κοινό μίσος για κάτι", είχε πει ο Άντον Τσέχωφ.
Μετά το 1974 οι δύο κοινότητες έκτισαν τις δύο δικές τους ξεχωριστές αφηγήσεις. Δημιούργησε ουσιαστικά η κάθε κοινότητα τη δική της, εξορισμού αντίθετη, αφήγηση γύρω από τα γεγονότα που οδήγησαν στην τελική ρήξη (τα οποία είναι γνωστά και για τις δύο κοινότητες και δεν νοιώθω ότι πρέπει να τα επαναλάβω).
Δεδομένου ότι η απήχηση της κάθε αφήγησης είναι ανάλογη με το πόσο ευάλωτα είναι τα εμπλεκόμενα σύνολα, φαίνεται ότι στην Κύπρο οι αφηγήσεις εδραιώθηκαν με τον πιο τρανό τρόπο καθώς τόσο οι ελληνοκύπριοι όσο και οι τουρκοκύπριοι ήταν ευάλωτοι, αφού η κρίση άρχισε αρκετά πριν το 1974 και άρα το πρόσφορο έδαφος είχε ήδη καλλιεργηθεί.
Κανείς όμως δεν μπορεί να κατηγορήσει, ούτε τους ελληνοκύπριους, ούτε τους τουρκοκύπριους για τη δημιουργία νέων αφηγήσεων διότι η ύπαρξη αφήγησης είναι εγγενής ανάγκη και δυνατότητα στον άνθρωπο, από την αρχή της ύπαρξης ζωής στον κόσμο και στοχεύει στη διατήρηση ή δημιουργία «νοήματος» [άσχετο, αλλά έτσι δικαιολογείται και η ύπαρξη θρησκειών ανά τους αιώνες], το οποίο, στην περίπτωση της Κύπρου, διαρρήχτηκε βίαια το 1974. Συνεπώς, έπρεπε να κτιστεί μια νέα (ή δύο νέες στην κυπριακή περίπτωση) αφήγηση.
Επιπρόσθετα, οι ηγεμονικές αφηγήσεις λειτούργησαν άψογα πάνω στους ευάλωτους και συνεπώς εύκολα χειραγωγήσιμους Κυπραίους. Η αφήγηση, ως εργαλείο παραγωγής μηνύματος πήρε «το γεγονός» και το «δούλεψε» μέσα στα τελευταία 40 χρόνια, αποσιωπώντας περίτεχνα διάφορες αλήθειες, οι οποίες δεν ταίριαζαν με τη νέα ηγεμονική αφήγηση της κάθε πλευράς. Αυτή η προσέγγιση όμως επέτρεψε στην Τουρκία να απομακρυνθεί από το πρόβλημα ή να απομακρύνει από πάνω της τα φώτα, μετατοπίζοντας την ουσία του ζητήματος, στο εσωτερικό τουλάχιστον, από τις ευθύνες των Τούρκων για το μακελειό του 1974 στις δικοινοτικές διαφορές.
ΥΓ1 Με τα πιο πάνω δεν αναιρούνται τα εγκλήματα που διεπράχθησαν στην Κύπρο, είτε από την εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή είτε από το πραξικόπημα.
Η Κύπρος και η Αρμενία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ενδεικτικό
παράδειγμα της ψυχολογικό-κοινωνιολογικής προσέγγισης του Ρώσου
συγγραφέα. Η ιδιαίτερη συμπάθεια που τρέφουν οι ελληνοκύπριοι για την
Αρμενία ή τον λαό της Αρμενίας προκύπτει από το κοινό μίσος των δύο
συνόλων ανθρώπων (Αρμένιοι-Ελληνοκύπριοι) απέναντι στον ίδιο εχθρό
(Τουρκία). Διαπίστωση, η οποία αναφύεται από το γεγονός ότι οι Κυπραίοι
δεν υπήρξαν ποτέ λαός που επισκεπτόταν την Αρμενία ή που είχε
οποιεσδήποτε (προσωπικές) σχέσεις με την Αρμενία (δεν αναφέρομαι φυσικά
στους κύπριους- αρμένιους, οι οποίοι είναι πλήρως ενσωματωμένοι στην
κυπριακή κοινωνία). Ως εκ τούτου, η ιδιαίτερη συμπάθεια ή ο «κοινός
αγώνας» δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα του «κοινου μίσους» απέναντι
σε κάποιον τρίτο που προκάλεσε ζημιά στα σύνολα.
Παραδείγματος χάριν, δεν άκουσα ποτέ κανέναν ελληνοκύπριο να λέει ότι
"θα πάω διακοπές φέτος στην Αρμενία", παρόλο που είναι μια χώρα με
ιστορική πολιτιστική κληρονομιά ή ακόμα "έχω συγγενείς στην Αρμενία".
Παρόλα αυτά οι ελληνοκύπριοι νοιώθουν μια οικειότητα με τους Αρμένιους
και η (ελεύθερη) Κύπρος - Κυπριακή Δημοκρατία διατηρεί άριστες σχέσεις
με την Αρμενία λόγω του "κοινού μίσους" για τον ίδιο εχθρό, που ενώνει
τα δύο σύνολα.
Μάλιστα, η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν από τα πρώτα κράτη που αναγνώρισαν
τη Γενοκτονία, γεγονός που λειτούργησε, ίσως και σαν "εκδίκηση" απέναντι
στην Τουρκία. Αν συμβαίνει αυτό, τότε δικαιολογημένα θα μπορούσε να
σκεφτεί κανείς ότι οι Ελληνοκύπριοι «εκμεταλλεύτηκαν» υπό μια έννοια
(όχι με κακή έννοια) την Αρμενία και τη Γενοκτονία, για να ενισχύσουν τη
θέση τους και να "τιμωρήσουν" ή να καταφέρουν πλήγμα στην Τουρκία.
Αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του πλήγματος, όταν μιλάμε για μια τραγωδία
του εύρους της Γενοκτονίας, η οποία προσλαμβάνει τεράστιες και
παγκόσμιες διαστάσεις. Μπορεί να έχω λάθος εντύπωση ή να κρίνω εξ ιδίων
τα αλλότρια, αλλά όταν ακούω για Αρμενία σκέφτομαι μιαν "ευγενική
κατάσταση".
[Βεβαία, από την άλλη, δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από το να
κρίνονται λαοί σαν σύνολα και να αποδίδονται συλλογικοί χαρακτηρισμοί
(ούλλοι σιύλλοι μια ράτσα) στους λαούς. Αυτός όμως είναι νομίζω ό λόγος,
για τον οποίο πρόκειται περί "ένωσης σε έναν κοινό αγώνα" συνεπεία
κοινού τραύματος].Ακόμα και οι ισχυροί ιστορικοί διπλωματικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών μπορεί να καθορίζονται με αυτό τον τρόπο.[Δεν έχω καταλήξει ακόμη αν πρόκειται περί «εθνικού τραύματος» ή
«κρίσης», τουλάχιστον στην περίπτωση της Κύπρου, αλλά, όπως και να έχει
το πράγμα, κρίση ή τραύμα έχουν πολλές κοινές επιπτώσεις πάνω σε έναν
ιστό, σε σχέση κυρίως με τη διάρρηξη της συνέχειας και την ανάγκη
δημιουργίας νέας αφήγησης].
Οι αφηγήσεις Ελληνοκυπρίων -Τουρκοκυπρίων
Τουλάχιστον από το 1974 οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι βιώνουν
ένα τραύμα, το οποίο δημιούργησε κρίση νοήματος με αποτέλεσμα την αλλαγή
ή ανατροπή όλων των δεδομένων, που ίσχυαν μέχρι εκείνη τη συγκεκριμένη
χρονική στιγμή στην Κύπρο.
Μετά το 1974 οι δύο κοινότητες έκτισαν τις δύο δικές τους ξεχωριστές αφηγήσεις. Δημιούργησε ουσιαστικά η κάθε κοινότητα τη δική της, εξορισμού αντίθετη, αφήγηση γύρω από τα γεγονότα που οδήγησαν στην τελική ρήξη (τα οποία είναι γνωστά και για τις δύο κοινότητες και δεν νοιώθω ότι πρέπει να τα επαναλάβω).
Δεδομένου ότι η απήχηση της κάθε αφήγησης είναι ανάλογη με το πόσο ευάλωτα είναι τα εμπλεκόμενα σύνολα, φαίνεται ότι στην Κύπρο οι αφηγήσεις εδραιώθηκαν με τον πιο τρανό τρόπο καθώς τόσο οι ελληνοκύπριοι όσο και οι τουρκοκύπριοι ήταν ευάλωτοι, αφού η κρίση άρχισε αρκετά πριν το 1974 και άρα το πρόσφορο έδαφος είχε ήδη καλλιεργηθεί.
Κανείς όμως δεν μπορεί να κατηγορήσει, ούτε τους ελληνοκύπριους, ούτε τους τουρκοκύπριους για τη δημιουργία νέων αφηγήσεων διότι η ύπαρξη αφήγησης είναι εγγενής ανάγκη και δυνατότητα στον άνθρωπο, από την αρχή της ύπαρξης ζωής στον κόσμο και στοχεύει στη διατήρηση ή δημιουργία «νοήματος» [άσχετο, αλλά έτσι δικαιολογείται και η ύπαρξη θρησκειών ανά τους αιώνες], το οποίο, στην περίπτωση της Κύπρου, διαρρήχτηκε βίαια το 1974. Συνεπώς, έπρεπε να κτιστεί μια νέα (ή δύο νέες στην κυπριακή περίπτωση) αφήγηση.
Επιπρόσθετα, οι ηγεμονικές αφηγήσεις λειτούργησαν άψογα πάνω στους ευάλωτους και συνεπώς εύκολα χειραγωγήσιμους Κυπραίους. Η αφήγηση, ως εργαλείο παραγωγής μηνύματος πήρε «το γεγονός» και το «δούλεψε» μέσα στα τελευταία 40 χρόνια, αποσιωπώντας περίτεχνα διάφορες αλήθειες, οι οποίες δεν ταίριαζαν με τη νέα ηγεμονική αφήγηση της κάθε πλευράς. Αυτή η προσέγγιση όμως επέτρεψε στην Τουρκία να απομακρυνθεί από το πρόβλημα ή να απομακρύνει από πάνω της τα φώτα, μετατοπίζοντας την ουσία του ζητήματος, στο εσωτερικό τουλάχιστον, από τις ευθύνες των Τούρκων για το μακελειό του 1974 στις δικοινοτικές διαφορές.
Το μόνο που μένει είναι να προσδιορίσουμε το τραύμα ή την κρίση
(δύσκολο εγχείρημα) και να προσπαθήσουμε να το γιατρέψουμε (ίσως αν το
δούμε σαν μια "κοινωνική πληγή";). Για αυτό άλλωστε, διάφοροι
κοινωνιολόγοι προτείνουν στο σύνολο του κυπριακού λαού να αντιμετωπίσει
την κρίση του 1974 σαν ένα κοινό τραύμα ή δράμα και τον πόνο που
προκάλεσε ο ένας στον άλλον σαν ένα πόνο που ενώνει παρά που διχάζει.
ΥΓ1 Με τα πιο πάνω δεν αναιρούνται τα εγκλήματα που διεπράχθησαν στην Κύπρο, είτε από την εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή είτε από το πραξικόπημα.
ΥΓ2 Πώς να προσδιορίσεις όμως το «εθνικό τραύμα» όταν
στην Κύπρο (δύο κοινότητες) δεν υπάρχει΄και μια συλλογική ταυτότητα,
πλην των εθνοτικών;
ΥΓ3 Πιο εύκολα τείνουν να χειραγωγούνται οι λεγόμενοι
εθνικιστές, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται ότι με το να χαρακτηρίζουν
τους τουρκοκύπριους «μη κύπριους» ή με το να τους αποκαλούν
«τουρκο-"κυπριους"», το μόνο που καταφέρνουν είναι να ενισχύουν την θέση
του Έρογλου και τον απαράδεκτο διαχωρισμό του κυπριακού λαού σε «δύο
λαούς». Αυτή δεν είναι συμπόρευση με το κατοχικό καθεστώς και την
κατοχική Τουρκία; Αναρωτιέμαι…
- See more at:
http://www.sigmalive.com/blog/athanasiout/2015/04/1345/apo-to-koino-travma-armeniaskyprou-stis-ksexoristes-afigiseis-ek-tk-meta-to-1974#sthash.xGO7Bex0.dpuf