30 Μαρτίου 2015

Βροντάει η γη όπου πατά…

Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη

  • Η αξίες της ΕΟΚΑ και η θηλιά στον λαιμό του στέμματος
  •  Ήταν ή όχι ορθός ο αγώνας και ο στόχος του αγώνα της ΕΟΚΑ, θα έφευγαν ή όχι οι Βρετανοί, και η χαριστική βολή στην αποικιοκρατία
  •  ΠΩΣ η ανθενωτική πολιτική του Λονδίνου άνοιξε μια μαύρη τρύπα διαρκούς ανασφάλειας

«Εμπρός, εμπρός η ΕΟΚΑ κράζει, η γη ας βροντήξει όπου πατά η ΕΟΚΑ, ανίκητη προστάζει να η ασπίδα, ή ταν ή επί τας». Αυτοί οι στίχοι της ΕΟΚΑ αποτυπώνουν το μεγαλείο μιας εποχής, ενός έπους, που χρόνια μετά τίθεται ακόμη και υπό αμφισβήτηση. Κατά πόσο δηλαδή ήταν ορθός ή όχι ο αγώνας της ΕΟΚΑ. Εάν, με άλλα λόγια, ήταν ορθός ο χρόνος, οι συνθήκες, η νομιμοποίηση και ο ίδιος στόχος. Και αυτό μπορεί να κριθεί και από τις συνθήκες της τότε εποχής, αλλά και εκ των υστέρων. Και αυτό θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε.


Νομιμοποίηση και συνθήκες

Υπάρχουν βεβαίως μεθοδολογικά επιστημονικά εργαλεία, επί τη βάσει οποίων δύναται κάποιος, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, να καταλήξει σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Η σημερινή ανάλυση συνιστά τμήματα του βιβλίου του γράφοντος με τίτλο «Διπλωματικές Ίντρικες», στο πλαίσιο του οποίου γίνεται ενδελεχής αναφορά στον αγώνα της ΕΟΚΑ όχι μόνο ως ιστορικό γεγονός, αλλά κυρίως ως ζήτημα στρατηγικής ανάλυσης, διάθεσης μέσων και στόχων. Τα πρώτα βασικά στοιχεία που πρέπει να ελέγχει κάποιος είναι αυτά που αφορούν τις συνθήκες της τότε εποχής, δηλαδή τον χρόνο αλλά και τη νομιμοποίηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, υπογραμμίζουμε ότι από νομικής και πολιτικής σκοπιάς ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ στηριζόταν:

1) Στο δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης των λαών (Άρθρο 1 πα­ράγραφος 2 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών).

2) Στο Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950, όπου το σύνολο των ψηφισάντων Κυπρίων, πλην 5, είπαν ναι στην Ένωση με την Ελλάδα. Όπως αναφέρεται στην «Ελληνική Κύπρο» (1950), μηνιαία περιοδική έκδοση και εκφραστικό όργανο της Εθναρ­χούσας Εκκλησίας της Κύπρου, καθώς και επί τη βάσει τηλεγραφημάτων ξένων πρακτορείων, όπως το Ρόιτερ, στο δημοψήφισμα δεν έδωσαν θετική ψήφο μόνο Έλληνες, αλλά και Μαρωνίτες, Λατίνοι, καθώς και Αρμένιοι, ακόμη και Τούρκοι.

3) Στο «ουδέποτε» του Υπουργού Αποικιών Χένρι Χόπ­κινσον, δηλαδή στο ότι η Βρετανία «ουδέποτε» θα αποδεχόταν την αυτοδιάθεση των Κυπρίων και την Ένωση με την Ελλάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες της Κύπρου απαντούσαν με δημοκρατικό τρόπο στους Βρετανούς υπέρ της Ένωσης. Οι Βρετανοί από την πλευρά τους, εφόσον έκλειναν την πόρτα στην Ένωση, εξωθούσαν την κατάσταση στα άκρα και στην επιλογή του ένοπλου αγώνα, ειδικώς σε μια ιστορική περίοδο η οποία χαρακτηριζόταν από ένοπλα αντια­ποικιοκρατικά κινήματα.

4) Στο αντιαποικιοκρατικό ρεύμα που επικρατούσε στα τέ­λη των δεκαετιών του 1950 και του 1960, και στηριζόταν στις φιλελεύθερες αντιλήψεις, που υπερίσχυαν διεθνώς μετά τη νίκη των συμμάχων σε βάρος του φασισμού και του ναζισμού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ορθότητα και διαχρονικότητα στόχου

Επί τη βάσει των ανωτέρω, προκύπτει ένα συναφές ερώτη­μα: ήταν ορθός ή όχι ο αγώνας και ο στόχος της ΕΟΚΑ; Βασικό στοιχείο της εποχής εκείνης ήταν το διεθνές περιβάλλον και εάν αυτό επέτρεπε ή όχι είτε τον αγώνα είτε τον στόχο της Ένωσης. Εκ των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, ήταν προδήλως πρόσφορο το έδαφος για τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Αφενός η Βρετανική Αυτοκρατορία κατέρρεε, αφετέρου τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 υπήρχε ένα επαναστατικό ρεύμα που οδηγούσε τους λα­ούς σε εξεγέρσεις και εθνική αποκατάσταση.
Βεβαίως, υπάρχει ένας ακόμη λόγος στρατηγικής σημασίας, ο οποίος αφορά τον σκοπό του αγώνα της ΕΟΚΑ, δηλαδή την Ένωση με την Ελλάδα. Εάν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα, τότε το ελληνικό κράτος, διαρκούντος του ψυχρού πολέμου, θα μπορούσε να ασκεί σημαντικό κρατικό και εθνικό έλεγχο ή συνέλεγχο με τους λοιπούς συμμάχους του στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή. Θα συνιστούσε περιφερειακή δύναμη, η οποία εν συνεχεία θα μπορούσε να καρπωθεί επιπρόσθετα οφέλη μετά το πέρας του ψυχρού πολέμου, εάν διατηρούσε και εφήρμοζε τους περί ισχύος κανόνες του ρεαλισμού στο πλαίσιο των συμμαχιών και δη του ΝΑΤΟ.
Η τύχη μας θα ήταν διαφορετική. Και σε θέματα ασφαλείας και οικονομίας, και διεθνούς κύρους. Άλλωστε, η ορθότητα του στόχου αποδεικνύεται από την ιστορική του επανάληψη. Το 93-96 επανήλθε στη στρατηγική βάση της σύζευξης του ενιαίου αμυντικού χώρου, σήμερα επαναφέρεται στη λογική του άξονα Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας και τώρα στις μέρες μας εμφανίζεται ως ανάγκη συντονισμού του ελληνικού έθνους, δηλαδή Κυπρίων και Ελλαδιτών εντός της ΕΕ, γεγονός που επαναφέρει στο προσκήνιο είτε την Πανεθνική Διάσκεψη είτε ακόμη και ένα Πανεθνικό Συμβούλιο, στο πλαίσιο του οποίου θα είναι δυνατή η χάραξη στρατηγικής, καθορισμού κοινών στόχων και μέσων επίτευξης, καθώς και πρακτικής εφαρμογής της σύζευξης ενός ενιαίου γεωστρατηγικού και γεωπολιτικού χώρου από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή, που θα είναι ενταγμένος στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική άμυνας και ασφάλειας.

Για το ζήτημα αυτό έχει αρχίσει συζήτηση στις Βρυξέλλες, που προβλέπει εκτός των άλλων διάφορες μορφές αποτροπής από τη συμβατική ώς αυτήν του κυβερνοχώρου (cyber deterrence), έχοντας κατά νουν την απειλή του ισλαμικού φονταμενταλισμού, και τη δη της ISIS, στο βεληνεκές του οποίου βρίσκεται η Κύπρος. Άρα έχουμε έναν ορθό από γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής άποψης στόχο, που εμφανίζεται με διάφορες πολιτειακές, συμμαχικές και άλλες μορφές δράσης διαχρονικά, αλλά ελλείπει ο στρατηγικός σχεδιασμός.

Στρατηγικές επιπτώσεις και ψυχρά συμφέροντα

Οι επιπτώσεις της Ένωσης, που καθορίζουν μεταξύ άλλων τον ορθό ή λανθασμένο χαρακτήρα του στόχου, καταγράφονται ως εξής:

1) Η Ελλάδα θα διέθετε την επιχειρησιακή ευθύνη ομού μετά των Δυτικών συμμάχων, καθώς και τη στρατηγική χρήση και εκμετάλλευση του ζωτικού γεωστρατηγικού τριγώνου των νη­σιών της Ρόδου της Κρήτης και της Κύπρου.

2) Η Ελλάδα θα ενίσχυε τη γεωστρατηγική της σημασία στον διεθνή διπλωματικό και γεωπολιτικό χώρο, καθιστώντας εαυτήν σημαντικότατο σύμμαχο των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και γενι­κότερα της Δύσης κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, πολύ πιο σημαντικό απ’ ό,τι ήταν χωρίς την Κύπρο.

3) Θα περιοριζόταν η σημασία του γεωστρατηγικού ρόλου της Τουρκίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο ψυχροπολεμι­κά και μεταψυχροπολεμικά. Θα μπορούσε, όμως, μέσα από μια συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ακόμη και της Βρετανίας, να είναι η δυτική συμμαχία, ειδικώς την πε­ρίοδο εκείνη, δηλαδή του ψυχρού πολέμου, ακόμη πιο ενισχυ­μένη απ’ ό,τι ήταν.

4) Θα μειωνόταν η σημασία και ο ρόλος της παρουσίας της Βρετανίας, διότι με την Ένωση, εφόσον η Ελλάδα θα ήταν κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, τα συμφέροντα της Δύσης θα εξυπηρετούνταν μέσω των Ελλήνων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Βεβαίως, η παραμονή των βάσεων θα προέκυπτε αναπόφευκτα για στρατηγικούς λόγους και ως αντάλλαγμα στην όποια λύση, καθώς και ως εξυπηρέτηση των αγγλικών και των ευρύτερων δυτικών ΝΑΤΟϊκών συμφερόντων ή, όπως και συνέβη, προκειμένου να υπάρχει βρετανική παρουσία στην περιοχή μας. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι βρετανικές βάσεις θα μπορούσαν να είναι τμήμα μιας οιονεί ελληνοβρετανικής επι­χειρησιακής συνδιαχείρισης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ή θα είχαν μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα ημερομηνία λήξης. Ούτως ή άλλως η μείωση του ρόλου των Βρετανών δεν θα ήταν ταπει­νωτική, αλλά στο πλαίσιο ενός λογικού συμβιβασμού και ενός «win-win game».

5) Η ασφάλεια της Κύπρου θα ετίθετο υπό την ευθύνη του ελληνικού κράτους και του ΝΑΤΟ, εφόσον το νησί θα ήταν τμήμα τους. Ενδεχόμενη μελλοντική επίθεση από την Τουρκία θα σήμαινε ελληνοτουρκικό πόλεμο και ρήξη στη νοτιοανατολι­κή πτέρυγα του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, δηλαδή θα πλήττονταν τα αμερικανικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου, θα ήταν αυξημένες οι πιθανότητες εφαρμογής του εξής σεναρίου:

Οι ΗΠΑ θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά έναντι μιας σύγκρουσης και της δημιουργίας συνθηκών πολιτικής αστά­θειας. Τα δε ισοζύγια δυνάμεων θα ήταν διαφορετικά και προς το συμφέρον των Ελλήνων. Συνεπώς, η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν είχε μόνο συναισθηματικό, αλλά και στρατηγικό χαρακτήρα στη βάση της ψυχρής εξυπηρέτησης εθνικών συμφερόντων, όπως αυτά κατά την ψυχροπολεμική περίοδο ήταν ενταγμένα στη λογική του «power game» (παίγνιο ισχύος).

Ομοσπονδία και το παρασκήνιο της ανεξαρτησίας

Υπάρχουν ακόμη δυο σημαντικά στοιχεία που αφορούν στον αγώνα της ΕΟΚΑ: Πρώτο, οι Τούρκοι δεν είχαν πολιτική επί του Κυπριακού. Και αυτό είναι παραδεκτό από τον ίδιο τον Νιχάτ Ερίμ. Στο παιγνίδι τούς είχαν εισαγάγει οι Βρετανοί το ΄56, με τη φόρμουλα της ομοσπονδίας ως συνώνυμης της διχοτόμησης λύσης. Συναφείς αναφορές γίνονται στα απόρρητα έγγραφα του Φόρεϊν Όφις, ενώ σχετική μνεία έγινε δημοσίως από τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ατνάν Μεντερέζ, ο οποίος δήλωνε το 1956:

«Θα υπαναχωρήσωμεν σιωπηρώς από τις διεκδικήσεις μας επί της Κύπρου, όμως, ενδομύχως, θα διεκδικήσουμε την ομοσπονδοποίηση του νησιού!». Ήταν όμως τότε ανέφικτη, διότι δεν υπήρχε ούτε πληθυσμιακός ούτε γεωγραφικός διαχωρισμός. Όμως, είχε τεθεί ως στρατηγικός στόχος. Και από ανέφικτος κατέστη εφικτός, λόγω δικών μας λαθών από τη μια και της τουρκικής επιμονής από την άλλη.

Δεύτερο, το «ουδέποτε» του Χένρι Χόπκινσον δεν ήταν τυχαίο. Ήταν αποτέλεσμα της βρετανικής στρατηγικής, που είχε σχεδιαστεί για τα επόμενα χρόνια από το Υπουργείο Αποικιών, Υπ. Εξωτερικών και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Υπάρχουν επί τούτου τα σχετικά έγγραφα που καταγράφουν ότι οι Άγγλοι δεν θα έφευγαν από την Κύπρο. Τα έγγραφα αυτά καταρρίπτουν τον μύθο ότι εάν δεν γινόταν ο αγώνας της ΕΟΚΑ, θα αποχωρούσαν ούτως ή άλλως από το νησί. Η ΕΟΚΑ και το κόστος που τους προκάλεσε οδήγησαν στον συμβιβασμό της Ζυρίχης.

Εάν δεν κατέληξε ο αγώνας στην Ένωση, ήταν αποτέλεσμα στρατηγικών κενών μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, και στην εγκατάλειψη του κεντρικού στόχου τους Ένωσης. Ο ίδιοι οι Βρετανοί παραδέχονται ότι αν ο αγώνας της ΕΟΚΑ, που προκαλούσε σοβαρό κόστος στην κυβέρνηση Μακμίλαν, συνεχιζόταν, τότε αυτή κινδύνευε να χάσει τις εκλογές. Οι δε Εργατικοί ήταν πιο διαλλακτικοί και άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο της αποδοχής του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως και της Ένωσης.

Επειδή ακριβώς οι εξελίξεις δεν αναλύονταν από την Αθήνα και τον Μακάριο σε στρατηγικό επίπεδο, με τη συνέντευξη που έδωσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στη δημοσιογράφο Μπάρμπαρα Κασλ το 1958, έγινε στροφή προς την Ανεξαρτησία. Ο ίδιος ο Μακάριος παραδέχεται ότι δεν είχε επί τούτου ενημερώσει τον Διγενή, αλλά ούτε και την ελληνική κυβέρνηση. Προσέξτε όμως. Από της ενάρξεως του αγώνα της ΕΟΚΑ ο Υπουργός Άμυ­νας της Ινδίας Κρίσνα Μένον ύφαινε την ιδέα της ανεξαρτησίας και ήταν υπ' όψιν του Καραμανλή και του Αβέρωφ, μέσω του Άγγελου Βλάχου, ο οποίος γράφει στα απομνημονεύματά του τα εξής:

«Πρότεινα (Οκτώβριο του ’56) να αλλάξει η γραμμή και αντί να επιδιώκωμεν αυτοδιάθεση, δηλαδή Ένωση, να επιδιώξω­μεν Ανεξαρτησία, που ίσως αποτελούσε διέξοδο. Η λύση της ανεξαρτησίας θα ήταν μια περιορισμένη Αυτοδιάθεση. Τα όσα είπα δεν προκάλεσαν ούτε σχόλιο ούτε αντιδράσεις».
Και ομολογεί ο Άγγελος Βλάχος ότι, ομιλών με τον Καραμανλή, του είπε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «Προτιμώ να φανεί ότι η ιδέα αυτή (της ανεξαρ­τησίας) προέρχεται από την Κύπρο και όχι από την Ελλάδα!» Συνεπώς, εάν ο αγώνας συνεχιζόταν, εάν υπήρχε συντονισμός και αν δεν υπήρχαν στρατηγικά κενά και ορθή ανάλυση των εξελίξεων, ενδεχομένως ο Μακμίλαν να έχανε τις εκλογές. Και οι εξελίξεις να ήταν διαφορετικές.

Πλήγμα για το ΝΑΤΟ

ΕΠΕΙΔΗ περί βρετανικής πολιτικής ο λόγος, ορθό θα ήταν να τονιστεί και το εξής: Βασικός ισχυρισμός των Βρετανών, κυρίως προς τις ΗΠΑ, για την αποτροπή της Ένωσης ήταν τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ στην περιοχή και η αδυναμία της Ελλάδας από τη μια και η σημασία της Τουρκίας από την άλλη, λόγω της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής της θέσης σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση. Η ανθενωτική πολιτική των Βρετανών αποδείχθηκε και αποδεικνύεται λανθασμένη.

Η επιλογή της κολοβής ανεξαρτησίας όχι μόνο ηρεμία και ασφάλεια δεν πρόσφερε στο ΝΑΤΟ, αλλά αποτέλεσε, κυρίως κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, μια ωρολογιακή βόμβα στην νοτιοανατολική πτέρυγα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Οι ΗΠΑ ήταν μονίμως με έναν πυροσβεστήρα στο χέρι, για να σβήνουν τις φωτιές που προκαλούνταν από το Κυπριακό.
Εφόσον οι Τούρκοι δεν είχαν καμιά διεκδίκηση επί της Κύπρου με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης, και εφόσον δεν είχαν στρατηγική και πολιτική στο Κυπριακό παρά μόνο μετά την παρέμβαση των Βρετανών, και την Τριμερή του ΄55, εάν το Λονδίνο τηρούσε διαφορετική πολιτική, δηλαδή αυτήν της Ένωσης με ανταλλάγματα, όπως η βάσεις και η συνδιαχείριση της περιοχής με την Ελλάδα σε συνεργασία και με την Τουρκία, η ΝΑΤΟϊκή Συμμαχία δεν θα απέφευγε τους μπελάδες της ψυχροπολεμικής περιόδου, αλλά και τους σημερινούς.

Εκ των πραγμάτων, η αγγλική ανθενωτική πολιτική στο Κυπριακό άνοιξε μια μαύρη τρύπα στο διεθνές σύστημα που δεν λέει να κλείσει, και δημιουργεί διαρκείς συνθήκες ανασφάλειας, τριβών και αποσταθεροποίησης. Η ΕΟΚΑ στο πεδίο της μάχης ήταν νικηφόρα. Το δε σύστημα αρχών και αξιών της ήταν δημοκρατικό και η ηθική της ιδιαιτέρως υψηλή, απαράμιλλη. Συνιστούσαν όλα μαζί ένα γνήσιο επαναστατικό, απελευθερωτικό κίνημα.

Υπήρχε νομιμοποίηση του στόχου, κοινωνική και πολιτική, καθώς και νομική, με βάση το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, αλλά και ένας λαός που ήταν έτοιμος να θυσιαστεί για την Ελλάδα και την ελευθερία. Παρά τα λιγοστά μέσα -και αυτό είναι το μεγαλείο του αγώνα- ο ανταρτοπόλεμος της ΕΟΚΑ ήταν άψογος, εξού και το γεγονός ότι ενέπνευσε και άλλα επαναστατικά κινήματα, ενώ ταυτοχρόνως διδάσκεται στις μεγαλύτερες και πιο αξιόπιστες στρατιωτικές σχολές στον κόσμο.
Η αυτοθυσία πήγαζε από την ιστορική έμπνευση του ελληνικού έθνους και τις αρχές του. Η ανώτερη αξία των αγωνιστών της ΕΟΚΑ δεν ήταν το δικαίωμα μιας σκλάβας ζωής, αλλά αυτό της ελευθερίας. Γι' αυτόν τον λόγο, ούτε η αγχόνη ούτε οι βρετανικές σφαίρες ήταν ικανές να νικήσουν την ΕΟΚΑ. Όμως, η θηλιά δεν είναι τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που έσφιγγε, αλλά το βρετανικό στέμμα, που παραβίαζε κάθε έννοια δημοκρατίας.

Ενώ οι ήρωες της ΕΟΚΑ υπέγραφαν με το αίμα τους και με τη θυσία τους την ελευθερία, και όλο αυτό το σύστημα αρχών και αξιών που είναι καταγραμμένο στη Χάρτα των Ην. Εθνών και σήμερα στην ΕΕ, η Βρετανική Αυτοκρατορία κατέγραφε μια μελανή σελίδα στη δική της ιστορία καθώς και στην παγκόσμια, αλλά και κάτι άλλο: Υπέστη μια στρατιωτική ήττα με την οποία δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί και να αποδεχτεί ποτέ. Όσο δε, δι' ημάς, δηλαδή την ηγεσία μας, αποδείχθηκε τόσο μικρή για να υπηρετήσει έναν τόσο μεγάλο στόχο όπως αυτόν της Ένωσης. Και συνεχίζει να πράττει τα ίδια λάθη, ευθυγραμμιζόμενη σήμερα με την τουρκική και βρετανική ομοσπονδία ως έντιμο δήθεν συμβιβασμό, έχοντας προφανώς κατά νουν να αναφωνήσει, εάν και όταν θα υπογράφει την ήττα, «Νενικήκαμεν…».