Η υπερψήφιση του, σημειώνουν οι Financial Times, έρχεται να κλιμακώσει τις εντάσεις ενόψη των γενικών εκλογών της 7ης Ιουνίου, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές στη συνοχή του κυβερνώντος κόμματος και ολοένα πιο πολλοί Τούρκοι διώκονται για προσβολή του Ταγίπ Ερντογάν, ενώ παράλληλα δείχνει να παραπέει η διαδικασία ειρήνευσης με τους Κούρδους.
Παρόλα αυτά, οι κυβερνητικοί βουλευτές σκέφτονται ήδη «το επόμενο βήμα», δηλαδή την κατάθεση νομοσχεδίου που θα επιτρέπει στους υπουργούς να απαγορεύουν την πρόσβαση σε ιστοσελίδες, πριν εκδοθεί σχετική δικαστική εντολή- μια πρόβλεψη που από πέρσι το ανώτατο δικαστήριο της χώρας είχε χαρακτηρίσει αντισυνταγματική.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, η έγκριση του οποίου ως Προέδρου της χώρας είναι απαραίτητη για να τεθούν σε ισχύ τα νέα μέτρα, δήλωσε ότι η αντίθεση στο νόμο για τις εξουσίες της αστυνομίας «αντιστοιχεί σε αντίθεση στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Ενώ ο πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου προκάλεσε την αντιπολίτευση να βρει ποιές είναι οι διατάξεις εκείνες στη νέα νομοθεσία που έρχονται σε αντίθεση με τα ευρωπαικά δεδομένα.
Αλλά οργανωσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά κι το Συμβούλιο της Ευρώπης, έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για τα μέτρα. Οι επικριτές του νόμου υποστηρίζουν ότι ανοίγει τον δρόμο για μεγάλης κλίμακας προληπτικές φυλακίσεις και προσαγωγές πολέμιων της κυβέρνησης και για ολοένα και αυξανόμενη αυθαίρετη χρήση βίας από την αστυνομία.
Παρότι η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο νόμος για την δημόσια τάξη είναι η απάντηση στο κύμα βίας, κυρίως στις κουρδικές περιοχές στα νοτιοανατολικά της χώρας που προκάλεσε τον θάνατο 50 ανθρώπων πέρσι τον Οκτώβριο, η αντιπολίτευση πιστεύει ότι διευκολύνει την καταδίωξη και «εξουδετέρωση» όσων πολεμούν την κυβέρνηση, πριν από τις εκλογές του Ιουνίου και τον πλήρη έλεγχο όλων των εξουσιών, μια κατεύθυνση προς την οποία κινείται ο Ταγίπ Ερντογάν από πέρσι αυξάνοντας δια νόμου τον κυβερνητικό έλεγχο του δικαστικού σώματος, ενισχύοντας τις αρμοδιότητες των υπηρεσιών πληροφοριών και επιτρέποντας στην αστυνομία να προχωρά σε έρευνες «με βάση λογικές υποψίες», αντί για συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.