Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη- Το γεγονός του πνευματικού μας πολιτισμού είναι εκείνο που
διαφοροποιεί τη Δύση και την Ευρώπη από τη βαρβαρότητα, όχι μόνο του
ναζισμού και του φασισμού, αλλά και της σύγχρονης μορφής τους που
αποτυπώνονται στον τζιχαντισμό
Η σημερινή κρίση του ελλαδικού κράτους δεν είναι κρίση της Ελλάδος, αλλά πρωτίστως κρίση της Ευρώπης και μάλιστα βαθιά και πολυεπίπεδη, ιδιαίτερα απειλητική για το μέλλον και τη συνοχή της. Αυτό γιατί εκείνο που κρίνεται σήμερα στην Ευρώπη σε σχέση με την Ελλάδα είναι τα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, άνευ των οποίων δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα. Η ελληνική δοκιμασία αφορά τον πολιτισμό και το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.
Το πρόβλημα που ανεφύη μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας δεν παραπέμπει μόνο σε προβλήματα στυλ και προσωπικών αντιπαραθέσεων ηγετικών προσωπικοτήτων των δύο χωρών, ούτε καν τόσο στο παρελθόν και τις φρικαλεότητες του ναζιστικού ανθρωπόμορφου τέρατος που έπληξε την Ελλάδα και την Ευρώπη στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αντιπαράθεση είναι κατεξοχήν διαφορά πολιτισμικών ερεισμάτων και ιστορικών, δηλαδή κλασικών αναφορών των δύο κουλτούρων, οι οποίες εκδηλώνονται και ως πρόβλημα της ίδιας της Ευρώπης.
Η γερμανική ηγετική τάξη σκέφτεται με λογιστικούς όρους αναφερόμενη στην πολιτική και εν προκειμένω στην Ευρώπη του παρόντος και του μέλλοντος, ενώ η Ελλάδα του Τσίπρα και όχι μόνο, αλλά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή της δεκαετίας του '70, σε πολιτισμικούς όρους της πολιτικής Ευρώπης του μέλλοντος, δηλαδή του υποβάθρου πάνω στο οποίο οφείλει να στηρίζεται το πολιτικό οικοδόμημα της Ευρώπης ως δυνάμει κρατική υπόσταση.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1978 υπογράμμισε στον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιντ, ο οποίος έφερνε παρόμοιες αντιρρήσεις για την ένταξη της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ -πάνω στην ίδια περίπου οικονομικίστικη λογική, ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη οικονομικά η Ελλάδα για ένταξη-, ότι η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν έχει πολιτιστικό υπόβαθρο και επομένως δεν έχει πολιτικό μέλλον. Αυτό κατά δήλωση Σμιντ, ήταν το κυρίαρχο επιχείρημα που τον έπεισε.
Σήμερα βιώνουμε, τηρουμένων των αναλογιών, μια παρόμοια στάση της λογικής του ισχυρού Βερολίνου που οικονομικά κυριαρχεί στην αδύναμη Αθήνα, που κουβαλά σε μια ιστορική διαδρομή την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης. Αυτό μας θυμίζει την περίφημη ρήση του Ορατίου, ενός από τα εξοχότερα πνεύματα της εποχής του, και που αναφέρεται στην καθυπόταξη της Ελλάδος από την υπερδύναμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio», δηλαδή πως η Ελλάδα, αν και κατακτημένη με τα όπλα, νίκησε με το πνεύμα τον κατακτητή της, φέρνοντας τις τέχνες και τα γράμματα στο αγροίκο Λάτιο.
Ο ελληνικός πολιτισμός, σύμφωνα με την ομολογία αυτή, με κοιτίδα την ελληνική χερσόνησο προσέφερε στην Ευρώπη τις βασικές ανθρώπινες αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτόν τον πολιτισμό διαμόρφωσαν οι ιστορικοί Ηρόδοτος, που αναζητεί την ιστορική αλήθεια, και ο Θουκυδίδης, του οποίου η σαφήνεια, η αντικειμενικότητα, η ακριβολογία και το ερευνητικό πνεύμα ανήγαγαν την ιστορία σε επιστήμη. Έγραψε την ιστορία για να μείνει «κτήμα εσαεί» των ανθρώπων, όλων των γενεών, που δε θα πληροφορούνται όσα συνέβησαν, αλλά και όσα γεγονότα θα συμβούν. Με αυτόν τον τρόπο ο Θουκυδίδης δεν δίδαξε μόνο Ιστορία, αλλά και διεθνείς σχέσεις σε μια ακατάλυτη και πάντα επίκαιρη θεωρητική σύλληψη.
Η πνευματική δημιουργία συνεχίζεται με τη δραματική ποίηση (τραγωδία, κωμωδία, σατυρικό δράμα) με επικεφαλής τους γίγαντες της δραματικής τέχνης, τον Αισχύλο τον μεγαλορρήμονα, τον οραματιστή, τον Σοφοκλή με την ήρεμη αυτοκυριαρχία, την ευγένεια και την καλοσύνη, τον Ευριπίδη τον θαυμαστό ανατόμο των ανθρώπινων χαρακτήρων, τον Αριστοφάνη του οποίου η κωμωδία «αποτελεί μια μαρτυρία λαμπρή των πολιτικών αγώνων και των παθών των χρόνων εκείνων».
Εκεί όμως όπου η πνευματική δημιουργία έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη είναι η Φιλοσοφία. Και μόνο το γεγονός, ότι αντικείμενο της φιλοσοφίας τους ήταν ο άνθρωπος, μάς επιτρέπει να πούμε ότι ωφέλησαν. Εκείνος όμως που καθόρισε με θαυμαστή σαφήνεια, με ζωντανό διάλογο με τους μαθητές του τις μεγάλες αξίες, όπως είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία, η ευσέβεια κ.λπ. ήταν ο Σωκράτης. «Το απορείν ερωτάν και αποκρίνεσθαι» που καλλιέργησε ο Σωκράτης στον διάλογο με τους συνομιλητές του αποτελεί μέχρι σήμερα και για πάντα τον πυρήνα, την πεμπτουσία της δημοκρατίας, μιας αρχής, ενός θεσμού που κληροδότησε η κλασική Ελλάδα στον κόσμο.
Είναι το μόνο σύστημα που συνταυτίστηκε απόλυτα με την έννοια του ανθρώπου. Ο διάλογος που είναι για τον θετικό Πλάτωνα «η φυσική έκφραση του νου» αποτελεί «την πιο μεγάλη προσπάθεια που έκανε το ανθρώπινο πνεύμα για να συλλάβει και εκφράσει την αλήθεια».
Αυτές μας οι αναφορές γίνονται για να υποδηλώσουν πως ο πλούτος της Ευρώπης είναι η παραγωγή του ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Αυτός ο πλούτος συγκρούεται με τη λογική της κυριαρχίας της οικονομίας και των αγορών επί της ανθρώπινης ύπαρξης ως της υπέρτατης αξίας της ζωής. Το γεγονός του πνευματικού μας πολιτισμού είναι εκείνο που διαφοροποιεί τη Δύση και την Ευρώπη από τη βαρβαρότητα, όχι μόνο του ναζισμού και του φασισμού, αλλά και της σύγχρονης μορφής τους που αποτυπώνονται στον τζιχαντισμό.Για αυτό και πρέπει να υπογραμμίσουμε πως το μέλλον της Ευρώπης δεν μπορεί να βασίζεται στην οικονομικίστικη λογική του ευρώ, αλλά στην πολιτική της ενδυνάμωσης των αξιών του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδας.
Εν κατακλείδι, πρέπει να συνοψίσουμε τονίζοντας πως η απειλή ενός ελληνικού Grexit είναι εξόφθαλμα ανυπόστατη, γιατί ακριβώς το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Ελλάδος ταυτίζεται με την κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ως πολιτισμού και ως πολιτικής προοπτικής, εφόσον θα επιβληθεί στην Ευρώπη πλέον η αρχή της λογιστικής προσαρμογής των κρατών σε ένα οικονομικίστικο μοντέλο επιβολής της ισχυρής οικονομικής δύναμης επί των αδυνάτων, πράγμα που δεν θα επιτρέψει στο διηνεκές στην Ευρώπη να μετατραπεί από κοινή ένωση αγοράς και οικονομίας σε ένα πολιτικό οικοδόμημα ένωσης κρατών, που να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μετεξέλιξής της στην πολιτική ένωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
- See more at:
http://www.sigmalive.com/simerini/politics/215096/verolino-kai-athina-to-yparksiako-dilimma-tis-europis#sthash.rbIUE1yo.dpuf
- See more at:
http://www.sigmalive.com/simerini/politics/215096/verolino-kai-athina-to-yparksiako-dilimma-tis-europis#sthash.rbIUE1yo.dpuf
Η σημερινή κρίση του ελλαδικού κράτους δεν είναι κρίση της Ελλάδος, αλλά πρωτίστως κρίση της Ευρώπης και μάλιστα βαθιά και πολυεπίπεδη, ιδιαίτερα απειλητική για το μέλλον και τη συνοχή της. Αυτό γιατί εκείνο που κρίνεται σήμερα στην Ευρώπη σε σχέση με την Ελλάδα είναι τα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, άνευ των οποίων δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα. Η ελληνική δοκιμασία αφορά τον πολιτισμό και το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.
Το πρόβλημα που ανεφύη μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας δεν παραπέμπει μόνο σε προβλήματα στυλ και προσωπικών αντιπαραθέσεων ηγετικών προσωπικοτήτων των δύο χωρών, ούτε καν τόσο στο παρελθόν και τις φρικαλεότητες του ναζιστικού ανθρωπόμορφου τέρατος που έπληξε την Ελλάδα και την Ευρώπη στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αντιπαράθεση είναι κατεξοχήν διαφορά πολιτισμικών ερεισμάτων και ιστορικών, δηλαδή κλασικών αναφορών των δύο κουλτούρων, οι οποίες εκδηλώνονται και ως πρόβλημα της ίδιας της Ευρώπης.
Η γερμανική ηγετική τάξη σκέφτεται με λογιστικούς όρους αναφερόμενη στην πολιτική και εν προκειμένω στην Ευρώπη του παρόντος και του μέλλοντος, ενώ η Ελλάδα του Τσίπρα και όχι μόνο, αλλά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή της δεκαετίας του '70, σε πολιτισμικούς όρους της πολιτικής Ευρώπης του μέλλοντος, δηλαδή του υποβάθρου πάνω στο οποίο οφείλει να στηρίζεται το πολιτικό οικοδόμημα της Ευρώπης ως δυνάμει κρατική υπόσταση.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1978 υπογράμμισε στον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιντ, ο οποίος έφερνε παρόμοιες αντιρρήσεις για την ένταξη της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ -πάνω στην ίδια περίπου οικονομικίστικη λογική, ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη οικονομικά η Ελλάδα για ένταξη-, ότι η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν έχει πολιτιστικό υπόβαθρο και επομένως δεν έχει πολιτικό μέλλον. Αυτό κατά δήλωση Σμιντ, ήταν το κυρίαρχο επιχείρημα που τον έπεισε.
Σήμερα βιώνουμε, τηρουμένων των αναλογιών, μια παρόμοια στάση της λογικής του ισχυρού Βερολίνου που οικονομικά κυριαρχεί στην αδύναμη Αθήνα, που κουβαλά σε μια ιστορική διαδρομή την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης. Αυτό μας θυμίζει την περίφημη ρήση του Ορατίου, ενός από τα εξοχότερα πνεύματα της εποχής του, και που αναφέρεται στην καθυπόταξη της Ελλάδος από την υπερδύναμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio», δηλαδή πως η Ελλάδα, αν και κατακτημένη με τα όπλα, νίκησε με το πνεύμα τον κατακτητή της, φέρνοντας τις τέχνες και τα γράμματα στο αγροίκο Λάτιο.
Ο ελληνικός πολιτισμός, σύμφωνα με την ομολογία αυτή, με κοιτίδα την ελληνική χερσόνησο προσέφερε στην Ευρώπη τις βασικές ανθρώπινες αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτόν τον πολιτισμό διαμόρφωσαν οι ιστορικοί Ηρόδοτος, που αναζητεί την ιστορική αλήθεια, και ο Θουκυδίδης, του οποίου η σαφήνεια, η αντικειμενικότητα, η ακριβολογία και το ερευνητικό πνεύμα ανήγαγαν την ιστορία σε επιστήμη. Έγραψε την ιστορία για να μείνει «κτήμα εσαεί» των ανθρώπων, όλων των γενεών, που δε θα πληροφορούνται όσα συνέβησαν, αλλά και όσα γεγονότα θα συμβούν. Με αυτόν τον τρόπο ο Θουκυδίδης δεν δίδαξε μόνο Ιστορία, αλλά και διεθνείς σχέσεις σε μια ακατάλυτη και πάντα επίκαιρη θεωρητική σύλληψη.
Η πνευματική δημιουργία συνεχίζεται με τη δραματική ποίηση (τραγωδία, κωμωδία, σατυρικό δράμα) με επικεφαλής τους γίγαντες της δραματικής τέχνης, τον Αισχύλο τον μεγαλορρήμονα, τον οραματιστή, τον Σοφοκλή με την ήρεμη αυτοκυριαρχία, την ευγένεια και την καλοσύνη, τον Ευριπίδη τον θαυμαστό ανατόμο των ανθρώπινων χαρακτήρων, τον Αριστοφάνη του οποίου η κωμωδία «αποτελεί μια μαρτυρία λαμπρή των πολιτικών αγώνων και των παθών των χρόνων εκείνων».
Εκεί όμως όπου η πνευματική δημιουργία έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη είναι η Φιλοσοφία. Και μόνο το γεγονός, ότι αντικείμενο της φιλοσοφίας τους ήταν ο άνθρωπος, μάς επιτρέπει να πούμε ότι ωφέλησαν. Εκείνος όμως που καθόρισε με θαυμαστή σαφήνεια, με ζωντανό διάλογο με τους μαθητές του τις μεγάλες αξίες, όπως είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία, η ευσέβεια κ.λπ. ήταν ο Σωκράτης. «Το απορείν ερωτάν και αποκρίνεσθαι» που καλλιέργησε ο Σωκράτης στον διάλογο με τους συνομιλητές του αποτελεί μέχρι σήμερα και για πάντα τον πυρήνα, την πεμπτουσία της δημοκρατίας, μιας αρχής, ενός θεσμού που κληροδότησε η κλασική Ελλάδα στον κόσμο.
Είναι το μόνο σύστημα που συνταυτίστηκε απόλυτα με την έννοια του ανθρώπου. Ο διάλογος που είναι για τον θετικό Πλάτωνα «η φυσική έκφραση του νου» αποτελεί «την πιο μεγάλη προσπάθεια που έκανε το ανθρώπινο πνεύμα για να συλλάβει και εκφράσει την αλήθεια».
Αυτές μας οι αναφορές γίνονται για να υποδηλώσουν πως ο πλούτος της Ευρώπης είναι η παραγωγή του ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Αυτός ο πλούτος συγκρούεται με τη λογική της κυριαρχίας της οικονομίας και των αγορών επί της ανθρώπινης ύπαρξης ως της υπέρτατης αξίας της ζωής. Το γεγονός του πνευματικού μας πολιτισμού είναι εκείνο που διαφοροποιεί τη Δύση και την Ευρώπη από τη βαρβαρότητα, όχι μόνο του ναζισμού και του φασισμού, αλλά και της σύγχρονης μορφής τους που αποτυπώνονται στον τζιχαντισμό.Για αυτό και πρέπει να υπογραμμίσουμε πως το μέλλον της Ευρώπης δεν μπορεί να βασίζεται στην οικονομικίστικη λογική του ευρώ, αλλά στην πολιτική της ενδυνάμωσης των αξιών του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδας.
Εν κατακλείδι, πρέπει να συνοψίσουμε τονίζοντας πως η απειλή ενός ελληνικού Grexit είναι εξόφθαλμα ανυπόστατη, γιατί ακριβώς το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Ελλάδος ταυτίζεται με την κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ως πολιτισμού και ως πολιτικής προοπτικής, εφόσον θα επιβληθεί στην Ευρώπη πλέον η αρχή της λογιστικής προσαρμογής των κρατών σε ένα οικονομικίστικο μοντέλο επιβολής της ισχυρής οικονομικής δύναμης επί των αδυνάτων, πράγμα που δεν θα επιτρέψει στο διηνεκές στην Ευρώπη να μετατραπεί από κοινή ένωση αγοράς και οικονομίας σε ένα πολιτικό οικοδόμημα ένωσης κρατών, που να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μετεξέλιξής της στην πολιτική ένωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη
Το γεγονός του πνευματικού μας πολιτισμού είναι εκείνο που
διαφοροποιεί τη Δύση και την Ευρώπη από τη βαρβαρότητα, όχι μόνο του
ναζισμού και του φασισμού, αλλά και της σύγχρονης μορφής τους που
αποτυπώνονται στον τζιχαντισμό
Η σημερινή κρίση του ελλαδικού κράτους δεν είναι κρίση της Ελλάδος, αλλά πρωτίστως κρίση της Ευρώπης και μάλιστα βαθιά και πολυεπίπεδη, ιδιαίτερα απειλητική για το μέλλον και τη συνοχή της. Αυτό γιατί εκείνο που κρίνεται σήμερα στην Ευρώπη σε σχέση με την Ελλάδα είναι τα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, άνευ των οποίων δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα. Η ελληνική δοκιμασία αφορά τον πολιτισμό και το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.
Το πρόβλημα που ανεφύη μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας δεν παραπέμπει μόνο σε προβλήματα στυλ και προσωπικών αντιπαραθέσεων ηγετικών προσωπικοτήτων των δύο χωρών, ούτε καν τόσο στο παρελθόν και τις φρικαλεότητες του ναζιστικού ανθρωπόμορφου τέρατος που έπληξε την Ελλάδα και την Ευρώπη στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αντιπαράθεση είναι κατεξοχήν διαφορά πολιτισμικών ερεισμάτων και ιστορικών, δηλαδή κλασικών αναφορών των δύο κουλτούρων, οι οποίες εκδηλώνονται και ως πρόβλημα της ίδιας της Ευρώπης.
Η γερμανική ηγετική τάξη σκέφτεται με λογιστικούς όρους αναφερόμενη στην πολιτική και εν προκειμένω στην Ευρώπη του παρόντος και του μέλλοντος, ενώ η Ελλάδα του Τσίπρα και όχι μόνο, αλλά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή της δεκαετίας του '70, σε πολιτισμικούς όρους της πολιτικής Ευρώπης του μέλλοντος, δηλαδή του υποβάθρου πάνω στο οποίο οφείλει να στηρίζεται το πολιτικό οικοδόμημα της Ευρώπης ως δυνάμει κρατική υπόσταση.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1978 υπογράμμισε στον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιντ, ο οποίος έφερνε παρόμοιες αντιρρήσεις για την ένταξη της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ -πάνω στην ίδια περίπου οικονομικίστικη λογική, ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη οικονομικά η Ελλάδα για ένταξη-, ότι η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν έχει πολιτιστικό υπόβαθρο και επομένως δεν έχει πολιτικό μέλλον. Αυτό κατά δήλωση Σμιντ, ήταν το κυρίαρχο επιχείρημα που τον έπεισε.
Σήμερα βιώνουμε, τηρουμένων των αναλογιών, μια παρόμοια στάση της λογικής του ισχυρού Βερολίνου που οικονομικά κυριαρχεί στην αδύναμη Αθήνα, που κουβαλά σε μια ιστορική διαδρομή την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης. Αυτό μας θυμίζει την περίφημη ρήση του Ορατίου, ενός από τα εξοχότερα πνεύματα της εποχής του, και που αναφέρεται στην καθυπόταξη της Ελλάδος από την υπερδύναμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio», δηλαδή πως η Ελλάδα, αν και κατακτημένη με τα όπλα, νίκησε με το πνεύμα τον κατακτητή της, φέρνοντας τις τέχνες και τα γράμματα στο αγροίκο Λάτιο.
Ο ελληνικός πολιτισμός, σύμφωνα με την ομολογία αυτή, με κοιτίδα την ελληνική χερσόνησο προσέφερε στην Ευρώπη τις βασικές ανθρώπινες αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτόν τον πολιτισμό διαμόρφωσαν οι ιστορικοί Ηρόδοτος, που αναζητεί την ιστορική αλήθεια, και ο Θουκυδίδης, του οποίου η σαφήνεια, η αντικειμενικότητα, η ακριβολογία και το ερευνητικό πνεύμα ανήγαγαν την ιστορία σε επιστήμη. Έγραψε την ιστορία για να μείνει «κτήμα εσαεί» των ανθρώπων, όλων των γενεών, που δε θα πληροφορούνται όσα συνέβησαν, αλλά και όσα γεγονότα θα συμβούν. Με αυτόν τον τρόπο ο Θουκυδίδης δεν δίδαξε μόνο Ιστορία, αλλά και διεθνείς σχέσεις σε μια ακατάλυτη και πάντα επίκαιρη θεωρητική σύλληψη.
Η πνευματική δημιουργία συνεχίζεται με τη δραματική ποίηση (τραγωδία, κωμωδία, σατυρικό δράμα) με επικεφαλής τους γίγαντες της δραματικής τέχνης, τον Αισχύλο τον μεγαλορρήμονα, τον οραματιστή, τον Σοφοκλή με την ήρεμη αυτοκυριαρχία, την ευγένεια και την καλοσύνη, τον Ευριπίδη τον θαυμαστό ανατόμο των ανθρώπινων χαρακτήρων, τον Αριστοφάνη του οποίου η κωμωδία «αποτελεί μια μαρτυρία λαμπρή των πολιτικών αγώνων και των παθών των χρόνων εκείνων».
Εκεί όμως όπου η πνευματική δημιουργία έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη είναι η Φιλοσοφία. Και μόνο το γεγονός, ότι αντικείμενο της φιλοσοφίας τους ήταν ο άνθρωπος, μάς επιτρέπει να πούμε ότι ωφέλησαν. Εκείνος όμως που καθόρισε με θαυμαστή σαφήνεια, με ζωντανό διάλογο με τους μαθητές του τις μεγάλες αξίες, όπως είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία, η ευσέβεια κ.λπ. ήταν ο Σωκράτης. «Το απορείν ερωτάν και αποκρίνεσθαι» που καλλιέργησε ο Σωκράτης στον διάλογο με τους συνομιλητές του αποτελεί μέχρι σήμερα και για πάντα τον πυρήνα, την πεμπτουσία της δημοκρατίας, μιας αρχής, ενός θεσμού που κληροδότησε η κλασική Ελλάδα στον κόσμο.
Είναι το μόνο σύστημα που συνταυτίστηκε απόλυτα με την έννοια του ανθρώπου. Ο διάλογος που είναι για τον θετικό Πλάτωνα «η φυσική έκφραση του νου» αποτελεί «την πιο μεγάλη προσπάθεια που έκανε το ανθρώπινο πνεύμα για να συλλάβει και εκφράσει την αλήθεια».
Αυτές μας οι αναφορές γίνονται για να υποδηλώσουν πως ο πλούτος της Ευρώπης είναι η παραγωγή του ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Αυτός ο πλούτος συγκρούεται με τη λογική της κυριαρχίας της οικονομίας και των αγορών επί της ανθρώπινης ύπαρξης ως της υπέρτατης αξίας της ζωής. Το γεγονός του πνευματικού μας πολιτισμού είναι εκείνο που διαφοροποιεί τη Δύση και την Ευρώπη από τη βαρβαρότητα, όχι μόνο του ναζισμού και του φασισμού, αλλά και της σύγχρονης μορφής τους που αποτυπώνονται στον τζιχαντισμό.
Για αυτό και πρέπει να υπογραμμίσουμε πως το μέλλον της Ευρώπης δεν μπορεί να βασίζεται στην οικονομικίστικη λογική του ευρώ, αλλά στην πολιτική της ενδυνάμωσης των αξιών του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδας.
Εν κατακλείδι, πρέπει να συνοψίσουμε τονίζοντας πως η απειλή ενός ελληνικού Grexit είναι εξόφθαλμα ανυπόστατη, γιατί ακριβώς το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Ελλάδος ταυτίζεται με την κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ως πολιτισμού και ως πολιτικής προοπτικής, εφόσον θα επιβληθεί στην Ευρώπη πλέον η αρχή της λογιστικής προσαρμογής των κρατών σε ένα οικονομικίστικο μοντέλο επιβολής της ισχυρής οικονομικής δύναμης επί των αδυνάτων, πράγμα που δεν θα επιτρέψει στο διηνεκές στην Ευρώπη να μετατραπεί από κοινή ένωση αγοράς και οικονομίας σε ένα πολιτικό οικοδόμημα ένωσης κρατών, που να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μετεξέλιξής της στην πολιτική ένωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Η σημερινή κρίση του ελλαδικού κράτους δεν είναι κρίση της Ελλάδος, αλλά πρωτίστως κρίση της Ευρώπης και μάλιστα βαθιά και πολυεπίπεδη, ιδιαίτερα απειλητική για το μέλλον και τη συνοχή της. Αυτό γιατί εκείνο που κρίνεται σήμερα στην Ευρώπη σε σχέση με την Ελλάδα είναι τα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, άνευ των οποίων δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα. Η ελληνική δοκιμασία αφορά τον πολιτισμό και το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.
Το πρόβλημα που ανεφύη μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας δεν παραπέμπει μόνο σε προβλήματα στυλ και προσωπικών αντιπαραθέσεων ηγετικών προσωπικοτήτων των δύο χωρών, ούτε καν τόσο στο παρελθόν και τις φρικαλεότητες του ναζιστικού ανθρωπόμορφου τέρατος που έπληξε την Ελλάδα και την Ευρώπη στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αντιπαράθεση είναι κατεξοχήν διαφορά πολιτισμικών ερεισμάτων και ιστορικών, δηλαδή κλασικών αναφορών των δύο κουλτούρων, οι οποίες εκδηλώνονται και ως πρόβλημα της ίδιας της Ευρώπης.
Η γερμανική ηγετική τάξη σκέφτεται με λογιστικούς όρους αναφερόμενη στην πολιτική και εν προκειμένω στην Ευρώπη του παρόντος και του μέλλοντος, ενώ η Ελλάδα του Τσίπρα και όχι μόνο, αλλά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή της δεκαετίας του '70, σε πολιτισμικούς όρους της πολιτικής Ευρώπης του μέλλοντος, δηλαδή του υποβάθρου πάνω στο οποίο οφείλει να στηρίζεται το πολιτικό οικοδόμημα της Ευρώπης ως δυνάμει κρατική υπόσταση.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1978 υπογράμμισε στον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιντ, ο οποίος έφερνε παρόμοιες αντιρρήσεις για την ένταξη της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ -πάνω στην ίδια περίπου οικονομικίστικη λογική, ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη οικονομικά η Ελλάδα για ένταξη-, ότι η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν έχει πολιτιστικό υπόβαθρο και επομένως δεν έχει πολιτικό μέλλον. Αυτό κατά δήλωση Σμιντ, ήταν το κυρίαρχο επιχείρημα που τον έπεισε.
Σήμερα βιώνουμε, τηρουμένων των αναλογιών, μια παρόμοια στάση της λογικής του ισχυρού Βερολίνου που οικονομικά κυριαρχεί στην αδύναμη Αθήνα, που κουβαλά σε μια ιστορική διαδρομή την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης. Αυτό μας θυμίζει την περίφημη ρήση του Ορατίου, ενός από τα εξοχότερα πνεύματα της εποχής του, και που αναφέρεται στην καθυπόταξη της Ελλάδος από την υπερδύναμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι «Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio», δηλαδή πως η Ελλάδα, αν και κατακτημένη με τα όπλα, νίκησε με το πνεύμα τον κατακτητή της, φέρνοντας τις τέχνες και τα γράμματα στο αγροίκο Λάτιο.
Ο ελληνικός πολιτισμός, σύμφωνα με την ομολογία αυτή, με κοιτίδα την ελληνική χερσόνησο προσέφερε στην Ευρώπη τις βασικές ανθρώπινες αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτόν τον πολιτισμό διαμόρφωσαν οι ιστορικοί Ηρόδοτος, που αναζητεί την ιστορική αλήθεια, και ο Θουκυδίδης, του οποίου η σαφήνεια, η αντικειμενικότητα, η ακριβολογία και το ερευνητικό πνεύμα ανήγαγαν την ιστορία σε επιστήμη. Έγραψε την ιστορία για να μείνει «κτήμα εσαεί» των ανθρώπων, όλων των γενεών, που δε θα πληροφορούνται όσα συνέβησαν, αλλά και όσα γεγονότα θα συμβούν. Με αυτόν τον τρόπο ο Θουκυδίδης δεν δίδαξε μόνο Ιστορία, αλλά και διεθνείς σχέσεις σε μια ακατάλυτη και πάντα επίκαιρη θεωρητική σύλληψη.
Η πνευματική δημιουργία συνεχίζεται με τη δραματική ποίηση (τραγωδία, κωμωδία, σατυρικό δράμα) με επικεφαλής τους γίγαντες της δραματικής τέχνης, τον Αισχύλο τον μεγαλορρήμονα, τον οραματιστή, τον Σοφοκλή με την ήρεμη αυτοκυριαρχία, την ευγένεια και την καλοσύνη, τον Ευριπίδη τον θαυμαστό ανατόμο των ανθρώπινων χαρακτήρων, τον Αριστοφάνη του οποίου η κωμωδία «αποτελεί μια μαρτυρία λαμπρή των πολιτικών αγώνων και των παθών των χρόνων εκείνων».
Εκεί όμως όπου η πνευματική δημιουργία έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη είναι η Φιλοσοφία. Και μόνο το γεγονός, ότι αντικείμενο της φιλοσοφίας τους ήταν ο άνθρωπος, μάς επιτρέπει να πούμε ότι ωφέλησαν. Εκείνος όμως που καθόρισε με θαυμαστή σαφήνεια, με ζωντανό διάλογο με τους μαθητές του τις μεγάλες αξίες, όπως είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία, η ευσέβεια κ.λπ. ήταν ο Σωκράτης. «Το απορείν ερωτάν και αποκρίνεσθαι» που καλλιέργησε ο Σωκράτης στον διάλογο με τους συνομιλητές του αποτελεί μέχρι σήμερα και για πάντα τον πυρήνα, την πεμπτουσία της δημοκρατίας, μιας αρχής, ενός θεσμού που κληροδότησε η κλασική Ελλάδα στον κόσμο.
Είναι το μόνο σύστημα που συνταυτίστηκε απόλυτα με την έννοια του ανθρώπου. Ο διάλογος που είναι για τον θετικό Πλάτωνα «η φυσική έκφραση του νου» αποτελεί «την πιο μεγάλη προσπάθεια που έκανε το ανθρώπινο πνεύμα για να συλλάβει και εκφράσει την αλήθεια».
Αυτές μας οι αναφορές γίνονται για να υποδηλώσουν πως ο πλούτος της Ευρώπης είναι η παραγωγή του ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Αυτός ο πλούτος συγκρούεται με τη λογική της κυριαρχίας της οικονομίας και των αγορών επί της ανθρώπινης ύπαρξης ως της υπέρτατης αξίας της ζωής. Το γεγονός του πνευματικού μας πολιτισμού είναι εκείνο που διαφοροποιεί τη Δύση και την Ευρώπη από τη βαρβαρότητα, όχι μόνο του ναζισμού και του φασισμού, αλλά και της σύγχρονης μορφής τους που αποτυπώνονται στον τζιχαντισμό.
Για αυτό και πρέπει να υπογραμμίσουμε πως το μέλλον της Ευρώπης δεν μπορεί να βασίζεται στην οικονομικίστικη λογική του ευρώ, αλλά στην πολιτική της ενδυνάμωσης των αξιών του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδας.
Εν κατακλείδι, πρέπει να συνοψίσουμε τονίζοντας πως η απειλή ενός ελληνικού Grexit είναι εξόφθαλμα ανυπόστατη, γιατί ακριβώς το ενδεχόμενο κατάρρευσης της Ελλάδος ταυτίζεται με την κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ως πολιτισμού και ως πολιτικής προοπτικής, εφόσον θα επιβληθεί στην Ευρώπη πλέον η αρχή της λογιστικής προσαρμογής των κρατών σε ένα οικονομικίστικο μοντέλο επιβολής της ισχυρής οικονομικής δύναμης επί των αδυνάτων, πράγμα που δεν θα επιτρέψει στο διηνεκές στην Ευρώπη να μετατραπεί από κοινή ένωση αγοράς και οικονομίας σε ένα πολιτικό οικοδόμημα ένωσης κρατών, που να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μετεξέλιξής της στην πολιτική ένωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου