Κόμματα και συμμαχίες

Η ασφάλεια αποτελεί την αιχμή του δόρατος της πολιτικής πλατφόρμας του ηγέτη του Λικούντ και σημερινού πρωθυπουργού Μπ. Νετανιάχου. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και το κόμμα του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, Ισραήλ Μπεϊτάνου. Στην αντίπερα όχθη, τρία διαφορετικά σχήματα προβάλλουν την οικονομία ως κυρίαρχο στοιχείο του προγράμματός τους κι επικεντρώνουν την κριτική τους στη σημερινή κυβέρνηση και στους χειρισμούς της στα θέματα κοινωνικής πολιτικής, καθώς και στη διπλωματική απομόνωση στην οποία έχουν οδηγήσει τη χώρα οι επιλογές Νετανιάχου.
Τα σχήματα αυτά αφορούν δύο προεκλογικούς συνασπισμούς και ένα νέο κόμμα. Το κόμμα Κουλάνου, του οποίου ηγείται ο Μοσέ Καχλόν, πρώην στέλεχος του Λικούντ, που εξέφρασε ανοιχτά τη διαφωνία του με τον Νετανιάχου και ίδρυσε το δικό του σχήμα καθόδου στις εκλογές, δείχνει να μην αφήνει αδιάφορους τους ψηφοφόρους, έστω κι αν έχει διαγράψει πορεία μόλις έξι μηνών. Το κόμμα Γιες Ατίντ, με επικεφαλής τον πρώην δημοσιογράφο και υπουργό Οικονομικών της σημερινής κυβέρνησης Γιαΐρ Λαπίντ, ο οποίος διαφώνησε ανοιχτά με τις πολιτικές που του ζητήθηκε να εφαρμόσει, και, τέλος, ο συνασπισμός του Εργατικού Κόμματος με το κόμμα της Τζίπι Λίβνι, υπό τον τίτλο Σιωνιστική Ένωση.
Σε αντίθεση με την κατηγορία των ψηφοφόρων που επιλέγουν ως κριτήριο ζητήματα της καθημερινότητας τα οποία σχετίζονται με την ασφάλεια, την οικονομία ή ό,τι άλλο, υπάρχει ένα σχεδόν σταθερό κομμάτι της κοινωνίας που προέρχεται από την κοινότητα των υπερορθόδοξων (θρησκευόμενων Εβραίων) που παραδοσιακά ψηφίζουν τα υπερορθόδοξα κόμματα. Σύμφωνα με τις μέχρι και την προηγούμενη Παρασκευή δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση πως η πλειοψηφία των Ισραηλινών πολιτών επιθυμούν αλλαγή ρότας από τη νέα κυβέρνηση και άμεσες ενέργειες στα θέματα κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής.
Αυτός φέρεται να είναι και ο λόγος που ο συνασπισμός του Εργατικού Κόμματος με το κόμμα της Τζίπι Λίβνι έρχεται πρώτος στις δημοσκοπήσεις, συγκεντρώνοντας από 21 έως 26 έδρες σε διαφορετικές μετρήσεις. Δεύτερο το Λικούντ του Νετανιάχου, με 18 έως 22 έδρες. Τρίτο το κόμμα του Γιαΐρ Λαπίντ με 10 έως 13 έδρες και τέταρτο το κόμμα Κουλάνου του Καχλόν, με 8 έδρες.
Το αριστερό Μέρετζ βρίσκεται στην προτελευταία θέση με μόλις 4 έως 6 έδρες. Αν και αρχικά η εκτίμηση που υπήρχε ήταν πως θα μπορούσε να αποσπάσει μεγαλύτερο ποσοστό λόγω της διάθεσης της κοινής γνώμης για αλλαγή, τελικά δεν το καταφέρνει εξαιτίας της αγωνίας που φέρεται να εκφράζει η πλειοψηφία όσων επιθυμούν την ανατροπή Νετανιάχου πως, εφόσον δεν στηρίξουν Λίβνι ή Εργατικούς, δίνουν το πλεονέκτημα στον ηγέτη του Λικούντ να επανεκλεγεί κι έτσι η ψήφος τους θα πάει χαμένη.

Η ανθρωπογεωγραφία των ψηφοφόρων

Το 72% των Ισραηλινών δηλώνουν πως η χώρα βρίσκεται σε εντελώς λάθος δρόμο αναφορικά με την οικονομία, την κοινωνική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. Μόλις το 20% δηλώνουν ικανοποιημένοι από τη διακυβέρνηση Νετανιάχου και το 8% αδιάφοροι.
Σχετικά με την παραμονή του στην εξουσία, το 48% είναι αντίθετοι και το 41% την υποστηρίζουν. Το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι δείχνουν να συσπειρώνονται στα μεγάλα κόμματα σχετίζεται με το δημοσκοπικό εύρημα που θέλει το 58% να είναι αντίθετοι σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας και το 30% να προτιμούν εκ νέου προσφυγή στις κάλπες αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία κάποιου κόμματος. Η αυτοδυναμία, πάντως, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν αποτελεί ρεαλιστικό σενάριο, όσες εκλογικές διαδικασίες κι αν υπάρξουν.
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα για λογαριασμό του Καναλιού 10 της ισραηλινής τηλεόρασης αποτυπώνει την ανθρωπογεωγραφία των ψηφοφόρων. Οι δύο κύριες κατηγορίες πολιτών της χώρας είναι οι Ασκενάζι και οι Μιζράχι. Οι Ασκενάζι είναι οι ευρωπαϊκής καταγωγής Εβραίοι που μετακόμισαν στο Ισραήλ και οι Μιζράχι οι αραβικής καταγωγής (Μαρόκο, Τυνησία, Ιράκ, Υεμένη κ.ά.). Παρά το γεγονός ότι και οι δύο αυτές κοινότητες έχουν ενσωματωθεί σε μεγάλο βαθμό στη σημερινή πραγματικότητα του Ισραήλ, προσεγγίζουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο τα κοινά. Το 55% των Ασκενάζι δηλώνουν πως θα στηρίξουν την αλλαγή και το Εργατικό Κόμμα ή εκείνο της Λίβνι. Στις τάξεις των Μιζράχι μόλις το 22% συνυπογράφουν κάτι τέτοιο.
Το αριστερό Μέρετζ στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται στην ευρύτερη περιφέρεια του Τελ Αβίβ. Οι ψηφοφόροι του περιορίζονται στις τάξεις ακαδημαϊκών, διανοουμένων, ανθρώπων των τεχνών και κατοίκων των Κιμπούτζ. Από αυτούς, το 69% προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες (Ασκενάζι) και μόλις το 12% από αραβικές χώρες (Μιζράχι).
Στις τάξεις των ψηφοφόρων του Λικούντ υπάρχει ίσως η πλέον ζυγισμένη αναλογία μεταξύ των δύο αυτών κοινοτήτων. Παρά το ότι το εν λόγω κόμμα βρίσκεται πιο κοντά στις θέσεις και την κουλτούρα που πρεσβεύουν οι προερχόμενοι από τον αραβικό κόσμο Εβραίοι, οι Ασκενάζι το στήριξαν σε ποσοστό 41% στις εκλογές του 2013 και οι Μιζράχι ήρθαν δεύτεροι με 39%.
Το εντυπωσιακότερο όλων των ευρημάτων, πάντως, ήταν εκείνο που σχετίζεται με την επιλογή, στις εκλογές του Ισραήλ, των χαμηλότερων κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων, τα οποία, αν και έχουν πληγεί περισσότερο από τις πολιτικές του Λικούντ, εμφανίζονται μεταξύ των πλέον ένθερμων ψηφοφόρων του Νετανιάχου.

Η ειρηνευτική διαδικασία

Αναφορικά με την ειρηνευτική διαδικασία, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Το 60% των Ισραηλινών εκτιμούν πως, ασχέτως κυβερνήσεως, δεν πρόκειται να υπάρξει πρόοδος και το 67% συμφωνούν με μια τέτοια εξέλιξη.
Το 64% των Εβραίων Ισραηλινών και το 35% των παλαιστινιακής καταγωγής Ισραηλινών θεωρούν πως η αιτία για τη στασιμότητα στο Παλαιστινιακό οφείλεται στη στάση του Μαχμούντ Αμπάς, ενώ το 30% της πρώτης κατηγορίας και το 23% της δεύτερης ευελπιστούν ότι μια διαφορετική κυβέρνηση στο Ισραήλ θα βοηθούσε τον Παλαιστίνιο πρόεδρο να ανακτήσει τη χαμένη του αίγλη και αξιοπιστία.

Η αγορά ακινήτων και το εκλογικό αποτέλεσμα

Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή για την καθημερινότητα των Ισραηλινών πολιτών είναι η στέγη. Είτε αυτό αφορά την ενοικίαση είτε την αγορά σπιτιού, οι τιμές είναι εξωφρενικά υψηλές. Η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει κατηγορηθεί ότι δεν αποδεσμεύει περιοχές στα μη κατεχόμενα εδάφη για κατασκευή νέων κατοικιών, με αποτέλεσμα ο αυξανόμενος πληθυσμός της χώρας να πρέπει να πληρώνει υπέρογκα ποσά για τη στέγασή του.
Άλλοι κατηγορούν την κυβέρνηση πως η επιλογή αυτή εξυπηρετεί την επιθυμία κάποιων πολιτικών να στρέψουν τον κόσμο στα κατεχόμενα εδάφη και άλλοι πως σχετίζεται με τη διαπλοκή πολιτικών με μεγαλοεργολάβους ώστε να ελέγχουν και να διατηρούν υψηλά τις τιμές των ακινήτων. Μόνο την περίοδο της διακυβέρνησης Νετανιάχου, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 24%.
Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι στο ποσοστό αυτό περιορίζεται πλέον και η σημερινή εκλογική δύναμη του Νετανιάχου, ο οποίος κατανοεί πως ενδεχόμενη ήττα θα σημάνει και το πολιτικό του τέλος. Ίσως για τον λόγο αυτόν η μάχη αναμένεται σκληρή μέχρι τελευταίας στιγμής και ίσως γι' αυτό οι δημοσκοπήσεις εκτιμούν ως ποσοστό λάθους τη διαφορά που τον χωρίζει από το πρώτο σε εκτίμηση κόμμα.