Είχαμε μια αποκαλυπτική δημόσια παραδοχή στο τελετουργικό παράδοσης-παραλαβής που έγινε στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, ανάμεσα στον απερχόμενο υπουργό των Εξωτερικών Ευάγγελο Βενιζέλο και τον διάδοχό του Νικόλαο Κοτζιά. Παραδέχθηκε ο κ. Βενιζέλος ότι η Αθήνα είχε σοβαρότατους ενδοιασμούς για τις λεγόμενες χιαστί συναντήσεις ανάμεσα στους δύο Κύπριους διαπραγματευτές στις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού. Όμως τις αποδέχθηκε, δήλωσε, κατόπιν επιμονής του Προέδρου Αναστασιάδη. Λόγω του φερόμενου θεσμικού ρόλου της ως «εγγυήτριας δύναμης» με βάση τις συμφωνίες του 1960, η Αθήνα δέχθηκε να φιλοξενήσει τον Τουρκοκύπριο και να ακούσει τις απόψεις του. Το αντίστοιχο θα έπρατταν και οι Τούρκοι με πανομοιότυπο «πρωτόκολλο». Τικ-τακ, δηλαδή, και χωρίς να πέφτει τίποτα κάτω. Οι επισκέψεις ολοκληρώθηκαν χωρίς απολύτως καμιά ουσία, βέβαια, αλλά με πανηγυρική δικαίωση της Άγκυρας ως προς τον «εγγυητικό» ρόλο Τουρκίας και Ελλάδας και ως το πρώτο ουσιαστικό βήμα για «τετραμερή» και την τελική κατάλυση του κυπριακού κράτους του 1960. Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει, από το 1964, ο πάγιος στρατηγικός στόχος της Άγκυρας.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνώριζαν από την πρώτη στιγμή πως η Αθήνα είχε σοβαρότατους ενδοιασμούς για την πρόταση/πρωτοβουλία Αναστασιάδη-Κασουλίδη. Ο πρωθυπουργός Σαμαράς ήταν κάθετα αρνητικός όπως και οι μανδαρίνοι του ελληνικού ΥΠΕΞ. Μάλιστα ο Σαμαράς ζήτησε -απαίτησε- και πήρε γραπτώς την «παράκληση» αυτή της Λευκωσίας. «Γνωρίζετε», είπε στον κ. Κοτζιά ο κ. Βενιζέλος, «ότι αποδεχθήκαμε τις χιαστί συναντήσεις με τους διαπραγματευτές των δύο πλευρών μόνο στον βαθμό που μας το ζήτησε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης».

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κατά πόσον η ιδέα των χιαστί συναντήσεων εκκολάφθηκε στη Λευκωσία ή αν προέκυψε, όπως πολλές τέτοιες «ιδέες», από τους εξ Εσπερίας φίλους του Ν. Αναστασιάδη και της Κύπρου, τάχατες. Αυτό, όμως, δεν έχει καμία σημασία. Η καθεαυτή «χειρονομία» είναι δηλωτική μιας βαθύτατα εμπεδωμένης, αλλά στρατηγικά λανθασμένης, αντίληψης της Λευκωσίας, που την είδαμε και με την Προεδρία Χριστόφια - από την πρώτη μέρα στην περίπτωση του τελευταίου (όταν με το «καλημέρα» δήλωσε πως αποδέχεται την παραμονή 50 χιλιάδων εποίκων), ότι δηλαδή χρειάζεται «μία ακόμη κίνηση», «μία ακόμη χειρονομία» για να μπούμε στην τελική ευθεία, για «να πιστέψουν» οι άλλοι την ύπαρξη «καλής πίστης» και οι ξένοι «that you mean business». Όπως προφανώς θα είπε στον Ν. Αναστασιάδη πρόσφατα ο Νορβηγός Άιντα, για να του αποσπάσει τη διασύνδεση της ενέργειας με την έναρξη και «ευόδωση» των διαπραγματεύσεων.

Το καθεαυτό πρόβλημα ωστόσο δεν είναι ότι ο Ν. Αναστασιάδης, όπως και ο κ. Χριστόφιας πριν, υπήρξαν «ανεπαρκείς» διαπραγματευτές, που ουκ ολίγοι πιστεύουν ότι ήταν. Το πρόβλημα είναι πως δεν έχουν αντιληφθεί (όπως και οι «πλατφορμιστές», τουλάχιστον όσοι από αυτούς δεν έχουν τον «πλατφορμισμό», κυριολεκτικά, ως βιοποριστικό επάγγελμα) ότι η άλλη πλευρά δεν διαπραγματεύεται με τα «δυτικά» πρότυπα, όπου επιδιώκεται ένα αποτέλεσμα «χωρίς νικητές και ηττημένους» και με προοπτική για το μέλλον. Λειτουργούν στη βάση ενός «ανατολίτικου» αλλά και «ισλαμικού» προτύπου, όπου ο φαινομενικά αδύναμος πρέπει να πέσει μπρούμυτα και να αναφωνήσει «έλεος».

Εάν τώρα στο «ανατολίτικο» πρότυπο προστεθεί -και πρέπει- και η ισλαμική διάσταση/αντίληψη περί διαπραγματεύσεων με απίστους, που είναι αυτή της dhimma, και η οποία περιγράφεται στο Κοράνι και σε σαλαφιστικά κείμενα (κυρίως της περιόδου των πρώτων «Ενάρετων» Χαλίφηδων), τότε το αποτέλεσμα είναι προδιαγραμμένο. Είναι αυτό της ολοκληρωτικής παράδοσης, αλλά και ταυτόχρονα της απόλυτης ταπείνωσης και της εσαεί πληρωμής «κεφαλικού φόρου». Μεθερμηνεύομενος πολιτικά, αυτός ο «κεφαλικός φόρος» θα είναι και λεφτά για τους «poor Turks», από τους δήθεν πλούσιους Ελληνοκύπριους (όπως με το κρατοκτόνο Σχεδιο Ανάν, που με θράσος χιλίων πιθήκων απαιτούσε να πληρώσουν οι Ε/Κ το κόστος της εισβολής και βάλε), θα είναι και η εσαεί παρουσία του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, θα είναι και ο θεσμοθετημένος ρατσισμός (institutionalised apartheid) στην εσωτερική διακυβέρνηση (χειρότερα ακόμη και από το επίσης ρατσιστικό μοντέλο Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, σήμερα). Κοντολογίς στην Κύπρο, μόνο μια τουρκική-ισλαμική ειρήνη μπορεί να υπάρξει.

Μήπως θα πρέπει τότε ένας ολόκληρος λαός να σηκώσει τα χέρια πάνω και να αποδεχθεί το κισμέτι του; Και ασφαλώς όχι. Η Κύπρος βρίσκεται στη Δύση, όχι στη Ανατολή. Ούτε και ανήκει στον «Κόσμο του Ισλάμ» (Dar al Islam) για να επιβληθεί στον σχεδόν ένα εκατομμύριο πληθυσμό της μια τουρκο-ισλαμική, αλλά και ταυτόχρονα ρατσιστική «ειρήνη». Για να πετύχει τον στρατηγικό της στόχο η Άγκυρα, η οποία διακηρύττει όπου βρεθεί την «ευρωπαϊκή της ταυτότητα», και την οποία από το 2004 κατέχει και με βούλα, θα πρέπει να κερδίσει την αποδοχή του, την νομιμοποίησή του, δηλαδή, από τη Δύση.

Αυτό είναι πολιτικά αδύνατο. Δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί και πολιτικά να νομιμοποιηθεί ένας πολιτικο-ισλαμικός Φρανκενστάιν σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Και αυτό παραμένει το μεγαλύτερο όπλο που διαθέτει η Λευκωσία. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα το όπλο αυτό είτε δεν γίνεται κατανοητό ή, αν γίνεται, δεν αποτολμάται η οικοδόμηση στρατηγικής με αυτό ως ακρογωνιαίο λίθο. Αντίθετα, τόσο η προηγούμενη όπως και -χειρότερα- η σημερινή κυβέρνηση πορεύθηκαν πιστεύοντας (εισπράττοντας και τα απαραίτητα εύσημα από τους ξένους για το «πολιτικό τους θάρρος», τις «ηγετικές τους ικανότητες» αλλά και τον «αντιλαϊκισμό» τους) πως με «μία ακόμη κίνηση» θα έμπαιναν στην ευθεία. Την οποία κίνηση η Άγκυρα εισπράττει, και ορθά, ως ακόμη μία κίνηση αδυναμίας-απελπισίας. Και με εργαλείο τούτη τη φορά τον «Βάρβαρο», πραγματικά πιστεύει ότι είναι θέμα χρόνου ο Νίκος Αναστασιάδης να σηκώσει τα χέρια πάνω. Κοινώς να «κλατάρει». Δεν είναι τυχαίο πως τα ενεργούμενα ογλάνια της Άγκυρας στην κατεχόμενη Λευκωσία ανταγωνίζονται το ένα το άλλο στις απειλές. Έχουν μυριστεί αίμα.

Τελευταία προσθήκη είναι και ο πολύς κ. Οζντίλ Ναμί, αγαπημένο παιδί των ένθεν και ένθεν «πλατφορμιστών» και «μωροφιλόδοξος» πρόεδρος της μελλοντικής «United (Frankenstein) Cyprus». Απειλεί και ο αμετροεπής αυτός κύριος με τον «Βάρβαρο», πουλώντας ταυτόχρονα και «ειρηνιστικες» κορώνες στους ιθαγενείς, που θυμίζουν τα «καθρεφτάκια», τα οποία οι αποικιοκράτες μοίραζαν στην Αφρική και στους Ινδιάνους.

Ευκαιρία αν το θελήσει η Λευκωσία
Με τον θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωνεται το εξής παράδοξο: Έχουμε μια νέα και μάλιστα αριστερή κυβέρνηση που διακηρύττει ότι θα τερματίσει τις ανελεύθερες δουλείες, την κατάλυση ουσιαστικά των δημοκρατικών διαδικασίων που εκ των πραγμάτων γνωρίζουμε πως, ελέω μνημονίων και δανειακών συμβάσεων, δεν λειτουργούν στην Ελλάδά. Και η οποία διακηρύττει ότι αυτό θα το πράξει μέσω δημοκρατικών διαδικασιών που υφίστανται και λειτουργούν σε μια ευνομούμενη ΕΕ. Είναι δυνατόν μια τέτοια κυβέρνηση (ανεξάρτητα ότι κάποιες «συνιστώσες» δυνάμεις της διαδραμάτισαν στο παρελθόν επαίσχυντο ρόλο κατά των δημοκρατικών ελευθεριών του κυπριακού λαού) να λειτούργησει ως νεροκουβαλητής της ανελευθερίας στην Κύπρο;
Αν το θελήσει, αν λέω, η Κυβέρνηση Αναστασιάδη θα εκπλαγεί ευχάριστα απο τη νέα κυβέρνηση και ειδικά απο τον νέο Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών Νικόλαο Κοτζιά. Διότι στο πρόσωπό του το παράδοξο δεν υφίσταται. Θα τολμήσει όμως, ή θα ξαναλειτούργησουν τα γνωστά της σύνδρομα;


Αποποίηση του εγγυητικού δικαιώματος
Έχω πανειλημμένα υποστηρίξει σε τούτη κυρίως την στήλη αλλά και αλλού ότι υπάρχει εναλλακτική στρατηγική που μπορεί να ανατρέψει, ακόμη και να ακυρώσει την τουρκική βουλιμία ή, κατά το ελάχιστον, να βγάλει τη Λευκωσία από το αδιέξοδο της καταστροφής, αφαιρώντας την πρωτοβουλία από το τζιχαντιστικό δίδυμο της Άγκυρας και τους ενεργούμενούς του. Και κάθε φορά  που υπάρχει αλλαγή κυβέρνησης στην Αθήνα επανέρχομαι και την επαναδιατυπώνω, διότι η επιτυχία της εξαρτάται  έπο την ενεργή συνεργασία της Ελλάδας.

Η Αθήνα πρέπει να διακηρύξει δημόσια ότι δεν πρόκειται να λειτουργήσει ως «φύλλο συκής» μιας καινούργιας προσπάθειας επιβολής αντιδημοκρατικών, ρατσιστικών και νεοαποικιακών δουλειών πάνω σε μια άλλη χώρα, όποια και να είναι αυτή. Στην πράξη πρέπει να αποποιηθεί του οποιαδήποτε «εγγυητικού» της «δικαιώματος» πάνω στην Κύπρο. Και είναι ευτύχημα που έπεσε η Κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Διότι σε αυτό το ζήτημα εγκλωβίστηκε από τη Λευκωσία, με τον Νταβούτογλου να της χαϊδεύει κάθε τόσο τα αφτιά ως προς το «καθήκον» της ως «Εγγυήτρια Δύναμη». Και έτσι φθάσαμε στο παρά ένα να «νομιμοποιηθεί» η «Τετραμερής». Έτσι  και αλλιώς η Ελλάδα δεν νομιμοποιείται από το Σύνταγμά της αλλά και ως θεσμικό μέλος ενός οργανισμού, της ΕΕ, να παριστάνει τον προστάτη  κανενός. Ποιο είναι το κράτος που νομίζει ότι δικαιούται να αφεντεύει ένα άλλο, με την ηθικοπλαστική εκλογίκευση του «προστάτη»; Εδώ δεν είναι «Ανατολή». Εδώ δεν είναι «ο Κόσμος του Ισλάμ». Εδώ δεν λειτουγεί ο «σουλτανισμός» και οι φασιστικές του αντιλήψεις. Εδώ υπάρχουν ελεύθεροι και δημοκρατικοί πολίτες που δέχονται να αφεντεύονται παρά μόνο μέσω συναινετικών και δημοκρατικών διαδικασίων που ισχύουν για όλους και που έτσι πρέπει και δεν μπορεί και δεν γίνεται αλλιώς. Οι διακρατικές σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου πρέπει να αφήσουν πίσω το «ζυριχικό τους σύνδρομο». Χωρίς την Ελλάδα ως ενεργό συνεργό, καμία διεθνής δουλεία δεν μπορεί να επιβληθεί στην Κύπρο.