Λευκωσία: Τα δεδομένα στην περιοχή της ανατολικής
Μεσογείου έχουν αλλάξει, με την Κύπρο και το Ισραήλ να είναι δύο βασικοί
πυλώνες αυτής της νέας τάξης πραγμάτων. Στη Λευκωσία μπορεί ακόμα από
την πλειοψηφία να μην γίνεται κατανοητός ο νέος ρόλος και η σημασία που
έχει αποκτήσει η Κύπρος λόγω και των ενεργειακών αποθεμάτων. Ωστόσο,
στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, η προσέγγιση είναι διαφορετική και
πιο προχωρημένη. Παράγοντες του ισχυρού αμερικανοεβραϊκού λόμπι βλέπουν
την Κύπρο μαζί με το Ισραήλ, αλλά και την Ελλάδα, να δημιουργούν ένα
τρίγωνο συνεργασίας, το οποίο, με τη συμμετοχή και των Ηνωμένων
Πολιτειών, μπορεί να καθορίσει το μέλλον της Μέσης Ανατολής.
Ένας εξ αυτών που βλέπουν τον καθοριστικό ρόλο που έχει να διαδραματίσει η Κύπρος στις εξελίξεις στην περιοχή είναι και ο επικεφαλής της Αμερικανο-Εβραϊκής Επιτροπής Ντέιβιντ Χάρις, ο οποίος με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο στέλνει το μήνυμα πως «εάν παίξετε, Ισραήλ και Κύπρος, σωστά τα χαρτιά σας, τότε θα καταφέρετε να έχετε ενεργειακή ανεξαρτησία, όπως τα καταφέραμε στις ΗΠΑ».
Κατά την εδώ πρόσφατη επίσκεψή του είχε την ευκαιρία να μιλήσει σε εκδήλωση του Πανεπιστημίου Κύπρου. Σε αυτή την παρέμβασή του, ο Ντέιβιντ Χάρις μιλά για μια Μέση Ανατολή που αλλάζει και στην οποία καθοριστικό ρόλο παίζουν η Κύπρος και το Ισραήλ. Σ’ ό,τι αφορά τον ρόλο που καλείται να παίξει η Ελλάδα, ως μέρος της εξίσωσης, ο κ. Χάρις -όπως και πολλοί άλλοι στην Ουάσιγκτον- βρίσκεται σε αναμονή των δειγμάτων γραφής από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Το μήνυμα που φτάνει από την Ουάσιγκτον -και μέσω του κ. Χάρρις- είναι πως Ισραήλ, Ελλάδα και Κύπρος «μπορούν να αποτελέσουν τη δημιουργία ενός άξονα σταθερότητας και να διαγράψουν τον άξονα της αποσταθεροποίησης».
Η ανακάλυψη του φυσικού αερίου στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου είναι, όπως γίνεται κοινώς αποδεκτό, το στοιχείο εκείνο που συνέβαλε τα μέγιστα προκειμένου να υπάρξει ραγδαία ανάπτυξη στις σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ. Αυτό που σήμερα θεωρείται λίγο ή πολύ αυτονόητο δεν ήταν πάντοτε έτσι.
Τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν τόσο εμφανές, σημειώνει ο Ντέιβιντ Χάρις, κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή των κινήσεων που είχαν γίνει επί αμερικανικού εδάφους: «Στη δεκαετία του ’80 δημιουργείται μια φιλία μεταξύ ηγετικών στελεχών της ελληνο-αμερικανικής κοινότητας και εκπροσώπων της αμερικανο-εβραϊκής κοινότητας. Αυτές οι σχέσεις αναπτύσσονται στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη, μα και σε άλλες πόλεις όπου διέμεναν οι δύο κοινότητες. Καθώς αναπτύσσεται αυτή η φιλία και σχέση, οι δύο πλευρές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως είναι αφύσικο να μην υφίστανται καλές σχέσεις στο τρίγωνο Κύπρος-Ισραήλ-Ελλάδα».
Αυτό που είχαμε στην Αμερική δεν υπήρχε εδώ, λέει ο κ. Χάρις. Και κάπου εκεί ξεκινά η όλη προσπάθεια για ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των τριών χωρών: «Ως μη κυβερνητικές οργανώσεις και με τη βοήθεια διακεκριμένων πολιτικών όπως ο Πολ Σαρμπάνης, καθίσαμε κάτω για να βρούμε τρόπους με τους φίλους μας στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στο Ισραήλ για το πώς θα αλλάξουν τα δεδομένα στις σχέσεις των τριών χωρών».
Το κλίμα ωστόσο στην περιοχή δεν ήταν και τόσο βοηθητικό. Οι τότε κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Κύπρο είχαν μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων απ’ ό,τι τα έβλεπαν στις Ηνωμένες Πολιτείες οι εκπρόσωποι της ελληνικής και της εβραϊκής κοινότητας. Η τότε κατάσταση πραγμάτων καταγράφεται από τον Ντ. Χάρρις αρκούντως κατατοπιστικά: «Πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι τα πράγματα τότε δεν ήταν τόσο απλά. Στην Αθήνα ήταν η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια θεωρείτο ‘’ένα προβληματικό παιδί’’ για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η προσέγγισή του ήταν περισσότερο προς την κατεύθυνση της Μόσχας και τον αραβικό κόσμο. Το 1982, με την επιχείρηση του Ισραήλ κατά της ΟΑΠ, ο Γιασέρ Αραφάτ, ο οποίος σημειωτέον ‘’τα είχε’’ με τις αραβικές χώρες που δεν τον υποστήριξαν, πήγε πρώτα στην Αθήνα προκειμένου να βρει στήριξη».
Και συνεχίζει περιγράφοντας τις επαφές που είχαν γίνει με τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας: «Θυμάμαι τις πρώτες μας συναντήσεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη. Δεν ήταν εύκολες συναντήσεις, για να χρησιμοποιήσω διπλωματική γλώσσα. Ήταν πολύ σκληρές συναντήσεις. Μας έλεγε χαρακτηριστικά: ‘’Φίλοι μου, δεν καταλαβαίνετε: ο κ. Άσαντ στη Συρία, ο κ. Καντάφι στη Λιβύη, ο κ. Αραφάτ δεν είναι οι εχθροί σας». Εμείς λέγαμε πως εάν δεν είναι εχθροί μας, τότε κάνουν μεγάλη προσπάθεια να εμφανίζονται ως εχθροί μας. Αυτή ήταν η κατάσταση σ’ ό,τι αφορά την Ελλάδα».
Εάν τα πράγματα με την Ελλάδα ήταν δύσκολα, στην περίπτωση της Κύπρου ήταν ακόμα δυσκολότερα. «Η Κύπρος ήταν μια πιο περίπλοκη κατάσταση», σημειώνει ο πρόεδρος της ΑΕΕ, καθώς κυριαρχούσε η «νοοτροπία του Κινήματος των Αδεσμεύτων» με την τότε κυπριακή κυβέρνηση να είναι «πολύ ευαίσθητη σε θέματα που θεωρούσε ότι μπορεί να επηρεάσει τη δική της στρατηγική θεωρία σε σχέση με ένα μοιρασμένο νησί. Αυτό που αντιλαμβανόμασταν ήταν μια απροθυμία στο να προχωρήσει αρκετά και να εμπλακεί σε διάλογο με το Ισραήλ».
Η κυπριακή θεώρηση των πραγμάτων, κατά τη δεκαετία του ’80, έλεγε πως δεν έπρεπε να διαταραχθούν οι σχέσεις με τους Άραβες, καθώς αυτό θα προκαλούσε αρνητικές επιπτώσεις στο Κυπριακό, και από την ώρα που για τους Άραβες το Ισραήλ ήταν εχθρός, οποιαδήποτε κίνηση προς την κατεύθυνση του εβραϊκού κράτους -πίστευε η Λευκωσία- θα ερμηνευόταν και ως εχθρική κίνηση κατά των αραβικών κρατών. Λαμβανόταν υπόψη και ο παράγοντας Σοβιετική Ένωση σε συνάρτηση με το Κυπριακό και οι σχέσεις της Μόσχας με τον αραβικό κόσμο.
Όμως στις ΗΠΑ οι εκπρόσωποι της εβραϊκής και της ελληνικής κοινότητας επέμεναν στην ανάπτυξη των σχέσεων στο τρίγωνο Κύπρος-Ελλάδα-Ισραήλ σε τετραμερές επίπεδο συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό που «σήμερα είναι αυτονόητο και εμφανές, τότε δεν ήταν», επαναλαμβάνει με νόημα ο Ντέιβιντ Χάρις.
Η οικοδόμηση μιας νέας Μέσης Ανατολής
Το όραμα της ανάπτυξης των σχέσεων μεταξύ των τριών χωρών, τη δεκαετία του ’80, δεν σταμάτησε. Υπήρξε πρόοδος και υπάρχει πλέον συνεργασία. «Έχουμε όραμα και το 2015», δηλώνει ο κ. Χάρις για να προσθέσει πως είναι «το ίδιο όραμα που έχει και ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης» και αφορά τα ίδια θέματα που συζητούσαν και προηγουμένως με την τέως υπουργό Εξωτερικών Ερατώ Κοζάκου Μαρκουλλή. Αυτό το όραμα δεν είναι άλλο από το «να οικοδομηθεί μια εντελώς διαφορετική Μέση Ανατολή», η οποία να απορρίπτει τη θέση πως «το σημερινό στάτους κβο θα παραμείνει έτσι για πάντα». Αυτό, σημειώνει, είναι «μια κοντόφθαλμη προσέγγιση που αδικεί τις επόμενες γενιές».
Η οδός είναι γνωστή και γι’ αυτήν μίλησε πολλές φορές ο Ιωάννης Κασουλίδης, έστω κι αν εδώ στην Κύπρο πολλοί είναι εκείνοι που δεν της δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Είναι το παράδειγμα της Ευρώπης, το οποίο όσοι θέλουν μια διαφορετική Μέση Ανατολή φαίνεται να υιοθετούν. Τουλάχιστον ο επικεφαλής της Αμερικανο-Εβραϊκής Επιτροπής το υιοθετεί: «Η δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης δεν ήταν για τον χάλυβα και τον άνθρακα. Ήταν η δημιουργία ενός οικοδομήματος προόδου και ανάπτυξης. Και το έχουν καταφέρει». Προχωρά δε ένα βήμα πιο πέρα υπογραμμίζοντας πως «αυτό που κατάφερε η Ευρώπη αποτελεί ένα μοντέλο, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλη μέρη του κόσμου όπως είναι η Μέση Ανατολή».
Η επίκληση του παραδείγματος της Ευρώπης δεν γίνεται τυχαία. Ο κ. Χάρις, ως άτομο εβραϊκής καταγωγής, ξέρει πολύ καλά την πορεία που ακολούθησε η Ευρώπη μέχρι να φτάσει στο σημείο που είναι σήμερα.
Πολλά προέκυψαν λόγω Ερντογάν
Ο Ντέιβιντ Χάρις στην αρχική του τοποθέτηση αποφεύγει να αναφερθεί στον παράγοντα Τουρκία. Όταν όμως τίθεται το ερώτημα για τις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να πει τα πράγματα με το όνομά τους και να καταδείξει την πηγή των προβλημάτων στις σχέσεις Ισραήλ και Τουρκίας.
Η δική του θέση και άποψη είναι πως πολλές από τις εξελίξεις στις σχέσεις των δύο χωρών είναι αποτέλεσμα αποφάσεων του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Κάνοντας μια παρένθεση, πάει πίσω μια δωδεκαετία και στην πρώτη συνάντηση που είχαν ως Αμερικανο-Εβραϊκή Επιτροπή με τον τότε πρωθυπουργό Ερντογάν, το 2003. Η συνάντηση κράτησε γύρω στα 90 λεπτά και «συγκρίνοντας με χιλιάδες άλλες επαφές που είχαμε, ήταν μια από τις πιο ψυχρές συναντήσεις που έζησα». Απ’ εκείνο το σημείο «αντιληφθήκαμε πως είχαμε να κάνουμε με έναν εντελώς διαφορετικό πολιτικό».
Εκείνη η συνάντηση και τα πρώτα βιώματα με τον τότε νέο Τούρκο ηγέτη οδηγεί άτομα όπως ο Ντέιβιντ Χάρις στο να μην συμφωνούν με την άποψη ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ ξεκίνησαν με την υπόθεση του πλοίου «Μαβί Μαρμαρά» ή με την επίθεση Ερντογάν εναντίον του Ισραηλινού Προέδρου Σιμόν Πέρες, αλλά είχαν «ξεκινήσει πολύ πιο πριν».
Η κατάσταση στις σχέσεις Ισραήλ και Τουρκίας δεν αναμένεται να παραμείνει ως έχει και εκτιμάται πως «μια μέρα, αργά ή γρήγορα, η Άγκυρα και η Ιερουσαλήμ θα αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους. Μπορεί να μην είναι στο ίδιο επίπεδο όπως ήταν προηγουμένως». Ο ίδιος θεωρεί ως φυσιολογική μια συνεργασία Ισραήλ και Τουρκίας σε διμερές επίπεδο. Σημειώνει την ίδια ώρα πως η πορεία των πραγμάτων, που δεν διαβλέπει να ολοκληρώνεται πολύ σύντομα, θα δείξει ξεκάθαρα το πόσο φυσιολογικές είναι οι σχέσεις των δύο χωρών.
Τεκμηριώνοντας ακόμα περισσότερο τη δική του θέση ως προς το πρόσωπο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κάνει μια σύγκριση με τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος -σημειώνει- «έκανε πάρα πολλά και είναι σε όλους γνωστά». Ωστόσο, αφήνει να διαφανεί ότι ο κεμαλισμός ήταν πολύ θετικότερος απ’ ό,τι η σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην Τουρκία. «Η εγκατάλειψη της κεμαλικής φιλοσοφίας στην Τουρκία πιστεύω προσωπικά είναι ένα πρόβλημα και πάω πέρα και πάνω από το θέμα του Ισραήλ», αναφέρει ο κ. Χάρις. Εκφράζει παράλληλα την ανησυχία του ότι ο κ. Ερντογάν προσπαθεί να θεσμοθετήσει τις αλλαγές για να δημιουργήσει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση πραγμάτων στην Τουρκία «η οποία θα διατηρηθεί ακόμα και όταν ο ίδιος θα έχει αποχωρήσει από την πολιτική».
Γράφει: Ανδρέας Πιμπίσιης
Ένας εξ αυτών που βλέπουν τον καθοριστικό ρόλο που έχει να διαδραματίσει η Κύπρος στις εξελίξεις στην περιοχή είναι και ο επικεφαλής της Αμερικανο-Εβραϊκής Επιτροπής Ντέιβιντ Χάρις, ο οποίος με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο στέλνει το μήνυμα πως «εάν παίξετε, Ισραήλ και Κύπρος, σωστά τα χαρτιά σας, τότε θα καταφέρετε να έχετε ενεργειακή ανεξαρτησία, όπως τα καταφέραμε στις ΗΠΑ».
Κατά την εδώ πρόσφατη επίσκεψή του είχε την ευκαιρία να μιλήσει σε εκδήλωση του Πανεπιστημίου Κύπρου. Σε αυτή την παρέμβασή του, ο Ντέιβιντ Χάρις μιλά για μια Μέση Ανατολή που αλλάζει και στην οποία καθοριστικό ρόλο παίζουν η Κύπρος και το Ισραήλ. Σ’ ό,τι αφορά τον ρόλο που καλείται να παίξει η Ελλάδα, ως μέρος της εξίσωσης, ο κ. Χάρις -όπως και πολλοί άλλοι στην Ουάσιγκτον- βρίσκεται σε αναμονή των δειγμάτων γραφής από τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Το μήνυμα που φτάνει από την Ουάσιγκτον -και μέσω του κ. Χάρρις- είναι πως Ισραήλ, Ελλάδα και Κύπρος «μπορούν να αποτελέσουν τη δημιουργία ενός άξονα σταθερότητας και να διαγράψουν τον άξονα της αποσταθεροποίησης».
Η ανακάλυψη του φυσικού αερίου στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου είναι, όπως γίνεται κοινώς αποδεκτό, το στοιχείο εκείνο που συνέβαλε τα μέγιστα προκειμένου να υπάρξει ραγδαία ανάπτυξη στις σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ. Αυτό που σήμερα θεωρείται λίγο ή πολύ αυτονόητο δεν ήταν πάντοτε έτσι.
Τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν τόσο εμφανές, σημειώνει ο Ντέιβιντ Χάρις, κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή των κινήσεων που είχαν γίνει επί αμερικανικού εδάφους: «Στη δεκαετία του ’80 δημιουργείται μια φιλία μεταξύ ηγετικών στελεχών της ελληνο-αμερικανικής κοινότητας και εκπροσώπων της αμερικανο-εβραϊκής κοινότητας. Αυτές οι σχέσεις αναπτύσσονται στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη, μα και σε άλλες πόλεις όπου διέμεναν οι δύο κοινότητες. Καθώς αναπτύσσεται αυτή η φιλία και σχέση, οι δύο πλευρές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως είναι αφύσικο να μην υφίστανται καλές σχέσεις στο τρίγωνο Κύπρος-Ισραήλ-Ελλάδα».
Αυτό που είχαμε στην Αμερική δεν υπήρχε εδώ, λέει ο κ. Χάρις. Και κάπου εκεί ξεκινά η όλη προσπάθεια για ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των τριών χωρών: «Ως μη κυβερνητικές οργανώσεις και με τη βοήθεια διακεκριμένων πολιτικών όπως ο Πολ Σαρμπάνης, καθίσαμε κάτω για να βρούμε τρόπους με τους φίλους μας στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στο Ισραήλ για το πώς θα αλλάξουν τα δεδομένα στις σχέσεις των τριών χωρών».
Το κλίμα ωστόσο στην περιοχή δεν ήταν και τόσο βοηθητικό. Οι τότε κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Κύπρο είχαν μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων απ’ ό,τι τα έβλεπαν στις Ηνωμένες Πολιτείες οι εκπρόσωποι της ελληνικής και της εβραϊκής κοινότητας. Η τότε κατάσταση πραγμάτων καταγράφεται από τον Ντ. Χάρρις αρκούντως κατατοπιστικά: «Πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι τα πράγματα τότε δεν ήταν τόσο απλά. Στην Αθήνα ήταν η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια θεωρείτο ‘’ένα προβληματικό παιδί’’ για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η προσέγγισή του ήταν περισσότερο προς την κατεύθυνση της Μόσχας και τον αραβικό κόσμο. Το 1982, με την επιχείρηση του Ισραήλ κατά της ΟΑΠ, ο Γιασέρ Αραφάτ, ο οποίος σημειωτέον ‘’τα είχε’’ με τις αραβικές χώρες που δεν τον υποστήριξαν, πήγε πρώτα στην Αθήνα προκειμένου να βρει στήριξη».
Και συνεχίζει περιγράφοντας τις επαφές που είχαν γίνει με τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας: «Θυμάμαι τις πρώτες μας συναντήσεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη. Δεν ήταν εύκολες συναντήσεις, για να χρησιμοποιήσω διπλωματική γλώσσα. Ήταν πολύ σκληρές συναντήσεις. Μας έλεγε χαρακτηριστικά: ‘’Φίλοι μου, δεν καταλαβαίνετε: ο κ. Άσαντ στη Συρία, ο κ. Καντάφι στη Λιβύη, ο κ. Αραφάτ δεν είναι οι εχθροί σας». Εμείς λέγαμε πως εάν δεν είναι εχθροί μας, τότε κάνουν μεγάλη προσπάθεια να εμφανίζονται ως εχθροί μας. Αυτή ήταν η κατάσταση σ’ ό,τι αφορά την Ελλάδα».
Εάν τα πράγματα με την Ελλάδα ήταν δύσκολα, στην περίπτωση της Κύπρου ήταν ακόμα δυσκολότερα. «Η Κύπρος ήταν μια πιο περίπλοκη κατάσταση», σημειώνει ο πρόεδρος της ΑΕΕ, καθώς κυριαρχούσε η «νοοτροπία του Κινήματος των Αδεσμεύτων» με την τότε κυπριακή κυβέρνηση να είναι «πολύ ευαίσθητη σε θέματα που θεωρούσε ότι μπορεί να επηρεάσει τη δική της στρατηγική θεωρία σε σχέση με ένα μοιρασμένο νησί. Αυτό που αντιλαμβανόμασταν ήταν μια απροθυμία στο να προχωρήσει αρκετά και να εμπλακεί σε διάλογο με το Ισραήλ».
Η κυπριακή θεώρηση των πραγμάτων, κατά τη δεκαετία του ’80, έλεγε πως δεν έπρεπε να διαταραχθούν οι σχέσεις με τους Άραβες, καθώς αυτό θα προκαλούσε αρνητικές επιπτώσεις στο Κυπριακό, και από την ώρα που για τους Άραβες το Ισραήλ ήταν εχθρός, οποιαδήποτε κίνηση προς την κατεύθυνση του εβραϊκού κράτους -πίστευε η Λευκωσία- θα ερμηνευόταν και ως εχθρική κίνηση κατά των αραβικών κρατών. Λαμβανόταν υπόψη και ο παράγοντας Σοβιετική Ένωση σε συνάρτηση με το Κυπριακό και οι σχέσεις της Μόσχας με τον αραβικό κόσμο.
Όμως στις ΗΠΑ οι εκπρόσωποι της εβραϊκής και της ελληνικής κοινότητας επέμεναν στην ανάπτυξη των σχέσεων στο τρίγωνο Κύπρος-Ελλάδα-Ισραήλ σε τετραμερές επίπεδο συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό που «σήμερα είναι αυτονόητο και εμφανές, τότε δεν ήταν», επαναλαμβάνει με νόημα ο Ντέιβιντ Χάρις.
Η οικοδόμηση μιας νέας Μέσης Ανατολής
Το όραμα της ανάπτυξης των σχέσεων μεταξύ των τριών χωρών, τη δεκαετία του ’80, δεν σταμάτησε. Υπήρξε πρόοδος και υπάρχει πλέον συνεργασία. «Έχουμε όραμα και το 2015», δηλώνει ο κ. Χάρις για να προσθέσει πως είναι «το ίδιο όραμα που έχει και ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης» και αφορά τα ίδια θέματα που συζητούσαν και προηγουμένως με την τέως υπουργό Εξωτερικών Ερατώ Κοζάκου Μαρκουλλή. Αυτό το όραμα δεν είναι άλλο από το «να οικοδομηθεί μια εντελώς διαφορετική Μέση Ανατολή», η οποία να απορρίπτει τη θέση πως «το σημερινό στάτους κβο θα παραμείνει έτσι για πάντα». Αυτό, σημειώνει, είναι «μια κοντόφθαλμη προσέγγιση που αδικεί τις επόμενες γενιές».
Η οδός είναι γνωστή και γι’ αυτήν μίλησε πολλές φορές ο Ιωάννης Κασουλίδης, έστω κι αν εδώ στην Κύπρο πολλοί είναι εκείνοι που δεν της δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Είναι το παράδειγμα της Ευρώπης, το οποίο όσοι θέλουν μια διαφορετική Μέση Ανατολή φαίνεται να υιοθετούν. Τουλάχιστον ο επικεφαλής της Αμερικανο-Εβραϊκής Επιτροπής το υιοθετεί: «Η δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης δεν ήταν για τον χάλυβα και τον άνθρακα. Ήταν η δημιουργία ενός οικοδομήματος προόδου και ανάπτυξης. Και το έχουν καταφέρει». Προχωρά δε ένα βήμα πιο πέρα υπογραμμίζοντας πως «αυτό που κατάφερε η Ευρώπη αποτελεί ένα μοντέλο, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλη μέρη του κόσμου όπως είναι η Μέση Ανατολή».
Η επίκληση του παραδείγματος της Ευρώπης δεν γίνεται τυχαία. Ο κ. Χάρις, ως άτομο εβραϊκής καταγωγής, ξέρει πολύ καλά την πορεία που ακολούθησε η Ευρώπη μέχρι να φτάσει στο σημείο που είναι σήμερα.
Πολλά προέκυψαν λόγω Ερντογάν
Ο Ντέιβιντ Χάρις στην αρχική του τοποθέτηση αποφεύγει να αναφερθεί στον παράγοντα Τουρκία. Όταν όμως τίθεται το ερώτημα για τις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να πει τα πράγματα με το όνομά τους και να καταδείξει την πηγή των προβλημάτων στις σχέσεις Ισραήλ και Τουρκίας.
Η δική του θέση και άποψη είναι πως πολλές από τις εξελίξεις στις σχέσεις των δύο χωρών είναι αποτέλεσμα αποφάσεων του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Κάνοντας μια παρένθεση, πάει πίσω μια δωδεκαετία και στην πρώτη συνάντηση που είχαν ως Αμερικανο-Εβραϊκή Επιτροπή με τον τότε πρωθυπουργό Ερντογάν, το 2003. Η συνάντηση κράτησε γύρω στα 90 λεπτά και «συγκρίνοντας με χιλιάδες άλλες επαφές που είχαμε, ήταν μια από τις πιο ψυχρές συναντήσεις που έζησα». Απ’ εκείνο το σημείο «αντιληφθήκαμε πως είχαμε να κάνουμε με έναν εντελώς διαφορετικό πολιτικό».
Εκείνη η συνάντηση και τα πρώτα βιώματα με τον τότε νέο Τούρκο ηγέτη οδηγεί άτομα όπως ο Ντέιβιντ Χάρις στο να μην συμφωνούν με την άποψη ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ ξεκίνησαν με την υπόθεση του πλοίου «Μαβί Μαρμαρά» ή με την επίθεση Ερντογάν εναντίον του Ισραηλινού Προέδρου Σιμόν Πέρες, αλλά είχαν «ξεκινήσει πολύ πιο πριν».
Η κατάσταση στις σχέσεις Ισραήλ και Τουρκίας δεν αναμένεται να παραμείνει ως έχει και εκτιμάται πως «μια μέρα, αργά ή γρήγορα, η Άγκυρα και η Ιερουσαλήμ θα αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους. Μπορεί να μην είναι στο ίδιο επίπεδο όπως ήταν προηγουμένως». Ο ίδιος θεωρεί ως φυσιολογική μια συνεργασία Ισραήλ και Τουρκίας σε διμερές επίπεδο. Σημειώνει την ίδια ώρα πως η πορεία των πραγμάτων, που δεν διαβλέπει να ολοκληρώνεται πολύ σύντομα, θα δείξει ξεκάθαρα το πόσο φυσιολογικές είναι οι σχέσεις των δύο χωρών.
Τεκμηριώνοντας ακόμα περισσότερο τη δική του θέση ως προς το πρόσωπο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κάνει μια σύγκριση με τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος -σημειώνει- «έκανε πάρα πολλά και είναι σε όλους γνωστά». Ωστόσο, αφήνει να διαφανεί ότι ο κεμαλισμός ήταν πολύ θετικότερος απ’ ό,τι η σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην Τουρκία. «Η εγκατάλειψη της κεμαλικής φιλοσοφίας στην Τουρκία πιστεύω προσωπικά είναι ένα πρόβλημα και πάω πέρα και πάνω από το θέμα του Ισραήλ», αναφέρει ο κ. Χάρις. Εκφράζει παράλληλα την ανησυχία του ότι ο κ. Ερντογάν προσπαθεί να θεσμοθετήσει τις αλλαγές για να δημιουργήσει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση πραγμάτων στην Τουρκία «η οποία θα διατηρηθεί ακόμα και όταν ο ίδιος θα έχει αποχωρήσει από την πολιτική».
Γράφει: Ανδρέας Πιμπίσιης