Ανάλογο αίτημα είχε εκφράσει λίγες ώρες νωρίτερα και ο πρωθυπουργός Αμπντάλα Αλ Θίνι, επισημαίνοντας τον κίνδυνο από την αυξανόμενη παρουσία και δράση των ισλαμικών οργανώσεων στη χώρα του. Βεβαίως, το εν λόγω αίτημα, που αφορά συντονισμένη διεθνή στρατιωτική επιχείρηση, έχει για την πλευρά του Αλ Θίνι ιδιαίτερη σημασία.
Οι κυβερνήσεις της Λιβύης
Κατ' αρχάς, η κυβέρνηση της χώρας είναι διαιρεμένη σε δύο κέντρα λήψης αποφάσεων: την Τρίπολη και το Τομπρούκ. Μετά τις εκλογές του 2014 και την εκλογή του Συμβουλίου των Αντιπροσώπων, υπήρξαν τα πρώτα σημάδια επίσημης διχοτόμησης. Το ανώτατο δικαστήριο της Λιβύης έκρινε αντισυνταγματική την εκλογή του Σώματος, με αποτέλεσμα η αντίπαλη ομάδα, που εμφανίστηκε ως διάδοχο σχήμα του προηγούμενου Γενικού Εθνικού Κογκρέσου, να σχηματίσει δική της κυβέρνηση με έδρα την Τρίπολη και πρωθυπουργό τον Ομάρ Αλ Χάσι.Το κυβερνητικό σχήμα υπό τον πρωθυπουργό Αλ Θίνι παρέμεινε στο προσκήνιο με την παρότρυνση δυτικών χωρών και μετακόμισε στο Τομπρούκ, απ' όπου ασκεί τα καθήκοντα διακυβέρνησης. Αυτό, βεβαίως, ισχύει σε επίπεδο θεωρίας. Επί του πρακτέου, ουδείς ελέγχει απόλυτα κάποιο τμήμα της χώρας και καμία από τις δύο κυβερνήσεις δεν αποτελεί αξιόπιστο συνομιλητή. Στην πραγματικότητα, η Λιβύη βρίσκεται για ακόμα μια φορά στο σημείο αναζήτησης συμμαχιών. Όπως όταν ξεκίνησε ο ξεσηκωμός κατά του Μουαμάρ Καντάφι το 2011 και έναν μήνα αργότερα οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης στράφηκαν στη Γαλλία, την Ευρωπαική Ένωση, την Αγγλία και τις ΗΠΑ, έτσι και σήμερα, αδυνατώντας να έρθουν σε συμφωνία που θα γεφυρώνει το χάσμα και διαφορές μεταξύ των φυλών της περιοχής, στρέφονται στο εξωτερικό, ζητώντας βοήθεια ώστε να ανακτήσουν τον έλεγχο της χώρας.
Για να γίνουν κατανοητές οι διαφορές και ο βαθμός ελέγχου στη χώρα από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Λιβύης, αξίζει να επισημανθεί πως ο χάρτης αυτής είναι διαιρεμένος όχι σε δύο, αλλά σε πέντε τομείς. Τα δύο μεγαλύτερα τμήματα ελέγχονται από τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του Αλ Θίνι (εκτείνεται από τα σύνορα της Αιγύπτου μέχρι και τη Βεγγάζη), ενώ το δεύτερο μέρος είναι εκείνο που ελέγχει η Συμμαχία της Αυγής της Λιβύης (στρατιωτικό τμήμα που στηρίζει ως πρωθυπουργό τον Ομάρ Αλ Χάσι στην Τρίπολη).
Αν και το μεγαλύτερο μέρος των πετρελαιοπηγών της χώρας βρίσκεται εντός των εδαφών που ελέγχουν οι δύο προαναφερθείσες ομάδες, υπάρχουν επιπλέον τρεις σημαντικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τις ισορροπίες στη χώρα. Πρόκειται για τους Τουαρέγκ, που ελέγχουν το δυτικό τμήμα των συνόρων με την Αλγερία και μερικώς με την Τυνησία, το ένοπλο τμήμα της φυλής των Τούμπου, που ελέγχουν τα σύνορα με τον Νίγηρα και μερικώς με την Αλγερία και, τέλος, υπάρχουν διάφορες ισλαμικές ομάδες, που έχουν μοιράσει τα εδάφη που συνορεύουν με το Τσαντ και τον Νίγηρα, ελέγχοντας το λαθρεμπόριο κάθε μορφής. Οι τρεις αυτοί παράγοντες συνολικά διατηρούν τον έλεγχο του 20% των εδαφών της Λιβύης. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί τώρα η Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος και άλλες ισλαμικές οργανώσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται εντός των εδαφών που θεωρητικά ελέγχουν η κυβέρνηση της Τρίπολης και του Τομπρούκ.
Το γεγονός ότι δύο χρόνια μετά τις πρώτες εκλογές στη Λιβύη και σχεδόν τέσσερα χρόνια από την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι η Λιβύη εξακολουθεί να βρίσκεται τεμαχισμένη σε πεδία ελέγχου πολλών και διαφορετικών ένοπλων και φυλετικών ομάδων αποδεικνύει και το μέγεθος της αδυναμίας προσέγγισης όλων αυτών από κάποια από τις υπάρχουσες προσωπικότητες του πολιτικού σκηνικού.
Η δυναμική του Ισλαμικού Κράτους στη Λιβύη
Όπως και στις περιπτώσεις του Ιράκ ή της Συρίας, έτσι και στη Λιβύη οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους εκμεταλλεύονται τη δύναμη της εικόνας για να προσελκύσουν τα φώτα της δημοσιότητας. Μια ομαδική εκτέλεση αλλόθρησκων, το κόκκινο του αίματος να παρασύρεται από το ρεύμα της θάλασσας, σε συνδυασμό με την εικόνα των υποψήφιων θυμάτων που προσεύχονται για την ύστατη σωτηρία, που ουδέποτε ήρθε, προκαλούν τον αποτροπιασμό κάθε λογικά σκεπτόμενου ανθρώπου. Η δυναμική που ασκούν αυτές οι εικόνες στα μονοπάτια της ερήμου και στις τάξεις των φυλών που ασπάζονται το Ισλάμ είναι εντελώς διαφορετική.Στην πραγματικότητα, το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο διαθέτει περιορισμένη παρουσία και ελάχιστο ανθρώπινο δυναμικό στη Λιβύη, χρησιμοποιεί δυτικές μεθόδους (τη δύναμη της εικόνας) για να διευρύνει τη δύναμη και την επιρροή του στις τάξεις των φυλών και των άλλων ισλαμικών ομάδων. Το μήνυμα που στέλνουν είναι ότι, στο πέρασμά τους, η υποταγή είναι ο μόνος δρόμος. Αν και οι περιοχές που ελέγχουν, όπως η Ντάρνα, θεωρούνται στρατηγικής σημασίας, ο έλεγχος στις άλλες πόλεις που ισχυρίζονται πως έχουν περάσει στα χέρια τους (Βεγγάζη, Σίρτη και τμήμα της Τρίπολης) είναι ιδιαίτερα περιορισμένος. Εφόσον δεν πετύχουν αύξηση της δύναμής τους μέσα από την επικοινωνιακή μέθοδο προσηλυτισμού, την οποία έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή αναζητώντας πιστούς στις τάξεις των ντόπιων, τότε το Ισλαμικό Κράτος δεν αποτελεί ούτε κατά το ελάχιστο απειλή για τα τεκταινόμενα στη Λιβύη. Αντιθέτως, ο πραγματικός κίνδυνος για τη χώρα πηγάζει από την αδυναμία συνεννόησης και προσέγγισης των πολιτικών δυνάμεων αυτής, κάτι το οποίο διευρύνει το χάσμα και τις αντιπαλότητες που άφησε πίσω της η επόμενη ημέρα της πτώσης του Καντάφι.
Η πιθανότητα ξένης στρατιωτικής εμπλοκής
Η στρατιωτική εμπλοκή της Αιγύπτου και οι αναφορές και από άλλες χώρες για την πιθανότητα συμμετοχής σε στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη δεν θα μπορούσε να δώσει λύση στα προβλήματα της χώρας. Στο ερώτημα αυτό απαντούν προηγούμενες αποτυχημένες στρατιωτικές επεμβάσεις σε άλλα μέρη του κόσμου, στα οποία σημειωτέον υπήρχαν λιγότερες παράμετροι περιπλοκότητας για ένα τέτοιο εγχείρημα.Η Αίγυπτος μπορεί να διαλαλεί την έναρξη των επιχειρήσεων από πλευράς της στη Λιβύη και να επιφυλάσσεται ακόμη και για χερσαία αποστολή δυνάμεων υπό την αιγίδα μιας απόφασης των Ηνωμένων Εθνών, ωστόσο δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από μια ρητορική από πλευράς Αλ Σίσι, που στόχο έχει την εσωτερική κατανάλωση για τη δημιουργία εντυπώσεων σχετικά με τον περιφερειακό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η χώρα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σχεδόν ένα χρόνο μετά την εμφάνιση των τζιχαντιστών σε πολυπληθείς ομάδες στη Χερσόνησο του Σινά και με δεδομένο ότι ο στρατός της Αιγύπτου έχει την πλειοψηφία των υποδομών του στο ανατολικό τμήμα της χώρας, αδυνατούν να επιβληθούν στους ισλαμιστές. Εύκολα λοιπόν μπορεί κάποιος να υποθέσει πως μια στρατιωτική εμπλοκή στο δυτικό τμήμα της Αιγύπτου θα είχε μάλλον δυσάρεστες συνέπειες για τα στρατεύματα του τέως στρατηγού και σημερινού προέδρου του Καΐρου.
Επίσης, ασχέτως των δημόσιων τοποθετήσεων Ιταλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και ΗΠΑ, ουδείς εξ αυτών συμμερίζεται τις σκέψεις για στρατιωτική δράση στη Λιβύη. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο αποτελούσε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, θα είχε τεράστιο οικονομικό κόστος για τις δυνάμεις που θα στήριζαν το εγχείρημα, με προβλεπόμενο αποτέλεσμα τη διεύρυνση του χάους και της αβεβαιότητας για τη Λιβύη.