Οτι η τηλεόραση ειδικώς και τα
Μέσα γενικώς αγνοούν, συχνά ανερυθρίαστα, την πραγματικότητα την οποία
υποτίθεται φωτίζουν είναι βέβαια κοινός τόπος. Τόσο πολύ, που στα
αγαπημένα μου κόμικς του Μπαρκς και των άλλων ομοτέχνων του για τον
Ντόναλντ, επανέρχεται σε παραλλαγές η μορφή των παντός καιρού χαρωπών
παρουσιαστών, που σε ύφος «τρία πουλάκια κάθονται» αναγγέλλουν σεισμούς,
πνιγμούς και καταποντισμούς με αβύθιστο μπρίο, είτε τους αποκρύπτουν
υμνολογώντας άλλ’ αντ’ άλλων.Οι διάφοροι χαρωποί και χαρωπές αστέρες των πρωινών εκπομπών και οι
αντίστοιχοι/ες, σοβαρότεροι/ες, των βραδινάδικων στην Ελλάδα
επιβεβαίωσαν ακόμη περισσότερο τον ήδη ακλόνητο αυτόν κανόνα. Τα
τελευταία μάλιστα χρόνια, όσο ο ζόφος έπνιγε όλο και περισσότερο τη
χώρα, το μπρίο τους, αντί να μειώνεται, αυξανόταν. Τα ευφυολογήματα, οι
αποκλειστικές πληροφορίες περί του τίποτε, οι αποκλειστικές συνεντεύξεις
με όσους αμετανόητα «έσωζαν» τη χώρα, έδιναν κι έπαιρναν.
Προφανώς, οικοδεσπότες και καλεσμένοι στα τηλεοπτικά κυρίως αλλά και τα ραδιοφωνικά ανάκτορα, ζούσαν σε μια χώρα που απείχε πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα από αυτή τη χώρα του ενάμισι και περισσότερο εκατομμυρίου ανέργων, των απόκληρων και των άστεγων, των χιλιάδων αυτόχειρων που δεν θα μάθουμε ποτέ τον πραγματικό αριθμό τους, των ολοένα περισσότερο κατεστραμμένων επιχειρήσεων, της έλλειψης διεξόδου για χιλιάδες νέους με πολλά προσόντα και της αμετάκλητης πορείας προς μια όλο και μεγαλύτερη υποτέλεια και εξαθλίωση. Και, το χειρότερο, υπογράμμιζαν συνεχώς ότι για όλα τα πάθη τους έφταιγαν οι ίδιοι.
Και ξαφνικά, εντελώς πρόσφατα, η φωτεινή αυτή τηλεοπτική και μεντιατική ατμόσφαιρα κάπου χάλασε. Ανησύχησα και σκέφτηκα μήπως επρόκειτο για κάποια επίβουλη ίωση, από αυτές που λυμαίνονται τελευταία τον τόπο, και η οποία είχε διαλέξει να βασανίσει ιδιαίτερα τους παρουσιαστές μας των δύο φύλων. Να τους χαλάσει το λουκ, να τους σκάψει κύκλους γύρω από τα μάτια, να τους θαμπώσει την επιδερμίδα και να τους βραχνιάσει τη φωνή. Ομως όχι. Δεν ήταν αυτό. Ηταν κάτι χειρότερο.
Ηταν η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, η συνεργασία του, αν είναι δυνατόν, με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, η απαράδεκτη άνοδος του κατώτατου ορίου μισθών και συντάξεων και τα υπόλοιπα εσωτερικά μέτρα της κυβέρνησης, αλλά κυρίως η αναίδεια, η προπέτεια, ο τουπές με τον οποίο, ποιοι, εμείς, οι τελευταίοι των τελευταίων, μιλάμε στους εταίρους μας, τολμώντας να συζητάμε τους όρους τους. Και μαζί μ’ αυτά, το χαμόγελο του κόσμου που δειλά δειλά έχει αρχίσει να επιστρέφει.
Είναι τετριμμένος ο παραλληλισμός του πλατωνικού σπηλαίου της «Πολιτείας» με το τηλεοπτικό κουτί και των δεσμωτών του σπηλαίου με τον σύγχρονο τηλεθεατή, δέσμιο της εξουσιαστικής παραπληροφόρησης. Αλλά, ίσως γιατί καναλάρχες και καναλοπεριφερόμενοι δεν διατηρούν πολλές σχέσεις με τον μπαμπά Πλάτωνα, κανείς τους δεν θέλει να ξέρει ή να θυμάται ότι στο φινάλε του πλατωνικού μύθου ο δεσμώτης δραπετεύει προς το φως από το οποίο θα επανέλθει διψώντας για δικαιοσύνη. Τι να κάνουμε όμως; Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν, καιρός του μανθάνειν, έστω και με το ζόρι. Ναι, η κατάσταση είναι δύσκολη. Ναι, τα ντόπια και τα ξένα αφεντικά ήταν μαθημένα σε άλλα. Ναι, το μέλλον είναι άδηλον. Αλλά, αγαπητοί και αγαπητές «άνθρωποι και ανθρωπίνες του (τηλεοπτικού) σπηλαίου», δεν κλαίτε γι’ αυτό. Σας σκοτώνει η ιδέα ότι ο δεσμώτης που είχατε αλυσοδεμένο τόλμησε, όσο τόλμησε, να δραπετεύσει.
Προφανώς, οικοδεσπότες και καλεσμένοι στα τηλεοπτικά κυρίως αλλά και τα ραδιοφωνικά ανάκτορα, ζούσαν σε μια χώρα που απείχε πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα από αυτή τη χώρα του ενάμισι και περισσότερο εκατομμυρίου ανέργων, των απόκληρων και των άστεγων, των χιλιάδων αυτόχειρων που δεν θα μάθουμε ποτέ τον πραγματικό αριθμό τους, των ολοένα περισσότερο κατεστραμμένων επιχειρήσεων, της έλλειψης διεξόδου για χιλιάδες νέους με πολλά προσόντα και της αμετάκλητης πορείας προς μια όλο και μεγαλύτερη υποτέλεια και εξαθλίωση. Και, το χειρότερο, υπογράμμιζαν συνεχώς ότι για όλα τα πάθη τους έφταιγαν οι ίδιοι.
Και ξαφνικά, εντελώς πρόσφατα, η φωτεινή αυτή τηλεοπτική και μεντιατική ατμόσφαιρα κάπου χάλασε. Ανησύχησα και σκέφτηκα μήπως επρόκειτο για κάποια επίβουλη ίωση, από αυτές που λυμαίνονται τελευταία τον τόπο, και η οποία είχε διαλέξει να βασανίσει ιδιαίτερα τους παρουσιαστές μας των δύο φύλων. Να τους χαλάσει το λουκ, να τους σκάψει κύκλους γύρω από τα μάτια, να τους θαμπώσει την επιδερμίδα και να τους βραχνιάσει τη φωνή. Ομως όχι. Δεν ήταν αυτό. Ηταν κάτι χειρότερο.
Ηταν η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, η συνεργασία του, αν είναι δυνατόν, με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, η απαράδεκτη άνοδος του κατώτατου ορίου μισθών και συντάξεων και τα υπόλοιπα εσωτερικά μέτρα της κυβέρνησης, αλλά κυρίως η αναίδεια, η προπέτεια, ο τουπές με τον οποίο, ποιοι, εμείς, οι τελευταίοι των τελευταίων, μιλάμε στους εταίρους μας, τολμώντας να συζητάμε τους όρους τους. Και μαζί μ’ αυτά, το χαμόγελο του κόσμου που δειλά δειλά έχει αρχίσει να επιστρέφει.
Είναι τετριμμένος ο παραλληλισμός του πλατωνικού σπηλαίου της «Πολιτείας» με το τηλεοπτικό κουτί και των δεσμωτών του σπηλαίου με τον σύγχρονο τηλεθεατή, δέσμιο της εξουσιαστικής παραπληροφόρησης. Αλλά, ίσως γιατί καναλάρχες και καναλοπεριφερόμενοι δεν διατηρούν πολλές σχέσεις με τον μπαμπά Πλάτωνα, κανείς τους δεν θέλει να ξέρει ή να θυμάται ότι στο φινάλε του πλατωνικού μύθου ο δεσμώτης δραπετεύει προς το φως από το οποίο θα επανέλθει διψώντας για δικαιοσύνη. Τι να κάνουμε όμως; Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν, καιρός του μανθάνειν, έστω και με το ζόρι. Ναι, η κατάσταση είναι δύσκολη. Ναι, τα ντόπια και τα ξένα αφεντικά ήταν μαθημένα σε άλλα. Ναι, το μέλλον είναι άδηλον. Αλλά, αγαπητοί και αγαπητές «άνθρωποι και ανθρωπίνες του (τηλεοπτικού) σπηλαίου», δεν κλαίτε γι’ αυτό. Σας σκοτώνει η ιδέα ότι ο δεσμώτης που είχατε αλυσοδεμένο τόλμησε, όσο τόλμησε, να δραπετεύσει.