Σε μια διαπραγμάτευση τα δύο μέρη είθισται να έχουν ως σημείο εκκίνησης
μαξιμαλιστικές θέσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να οικοδομήσει στη
νομιμοποίηση που απορρέει από τη νωπή λαϊκή εντολή, αλλά αυτό δεν
σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται πως θα χρειασθεί να προβεί σε σημαντικές
υποχωρήσεις από τις προεκλογικές του εξαγγελίες.
Ομως, και η Αγκελα Μέρκελ θα μπορούσε να είναι λιγότερο απόλυτη. Λίγο
πριν από τη σημερινή συνάντηση Σόιμπλε - Βαρουφάκη, υπάρχει η αίσθηση
ότι το Βερολίνο προσέρχεται με τιμωρητικές διαθέσεις. Θυμίζει την
ανάλογη προσέγγιση που υπήρξε την άνοιξη του ’10, όταν για να τιμωρηθεί η
Ελλάδα για τα παραποιημένα στατιστικά στοιχεία που έστελνε στην
Κομισιόν, η κ. Μέρκελ επέμεινε σε τιμωρητικά επιτόκια (5,5%), τα οποία
το μόνο που κατάφεραν ήταν να δυσχεράνουν το όλο εγχείρημα και όχι να το
διευκολύνουν.
Η έστω και δύσκολη επίτευξη συμφωνίας είναι προτιμητέα από τη μετωπική σύγκρουση. Δεν υπηρετείται ο κοινός στόχος της διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας της Ευρωζώνης όταν η σημαντικότερη χώρα της Ενωσης επιλέγει μια μαξιμαλιστική ρητορική που δείχνει να έχει ως στόχο να «γονατίσει» τον Ελληνα πρωθυπουργό. Η αυστηρότητα αποτελεί προφανώς αντίδραση στην προεκλογική ρητορική του κ. Τσίπρα. Ομως, οι εκλογές τελείωσαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και ο κ. Τσίπρας εξελέγη πρωθυπουργός. Υπό το πρίσμα αυτής της «νέας πραγματικότητας», και με δεδομένη τη σημερινή αβέβαιη συγκυρία στην Ευρωζώνη, το Βερολίνο πρέπει να εκπέμψει διάθεση διαβούλευσης, όχι απολυτότητας και εκ των προτέρων απόρριψης κάθε είδους συζήτησης.
Και ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, έχει σοβαρές διαφωνίες με τον κ. Τσίπρα και δεν το έκρυψε. Ομως, ήταν σοφή η χθεσινή επισήμανσή του ότι «ένας πρωθυπουργός που ταξιδεύει στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένας πρωθυπουργός που μάχεται για τη συνεργασία, όχι για τον διαχωρισμό. Η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή».
Σε έγγραφο για τις γερμανικές θέσεις ενόψει του σημερινού Euroworking Group, ο κ. Σόιμπλε εμφανίζεται απόλυτος και απρόθυμος να υποχωρήσει ούτε σπιθαμή από όσα προβλέπονται στο Μνημόνιο. Είναι λογικό να ζητεί από τη νέα ελληνική κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι θα αποπληρώσει τα χρέη της προς τις χώρες της Ευρωζώνης, την ΕΚΤ, τον ΕFSF και το ΔΝΤ, όπως και ότι θα σεβασθεί την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος, του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που είναι ο πυλώνας προστασίας των ελληνικών τραπεζών, καθώς και των φορολογικών και στατιστικών αρχών.
Ομως, βγαίνει πολύ επιθετικός απαιτώντας «σαφή και εμπροσθοβαρή δέσμευση» από την Ελλάδα που να διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή των πάντων.
Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ελλάδας έχει δικαίωμα να διαμορφώσει το πρόγραμμά της, από τη στιγμή μάλιστα που δεσμεύεται σε όλους τους τόνους να το υλοποιήσει στο πλαίσιο ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού που θα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα. Ισως μικρότερα από αυτά που προέβλεπε το Μνημόνιο, αλλά ο καλοπροαίρετος συνομιλητής οφείλει να σεβασθεί τη συγκεκριμένη αφετηρία που επιτρέπει έναν λογικό συμβιβασμό.
Οπως και για το ύψος του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος, δεν είναι παράλογο να ζητεί η Αθήνα να χαμηλώσει ο πήχυς του 4,5% που οι περισσότεροι θεωρούν υπεραισιόδοξο, ενδεχομένως ανέφικτο, και μάλλον αντιπαραγωγικό αν στόχος είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης.
Επίσης, είναι γεγονός ότι δεν αποφασίζουν οι ΗΠΑ για τη λειτουργία της Ευρωζώνης, ούτε έχουν δανείσει αυτές την Ελλάδα, αλλά καλό θα ήταν η Γερμανία να μην αγνοεί πλήρως τις παροτρύνσεις του ηγέτη της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου και σημαντικότερου εμπορικού εταίρου της Ευρωζώνης.
Αν στόχος του κ. Σόιμπλε είναι να μην αφήσει κανένα περιθώριο ελιγμών στον κ. Τσίπρα, ορθώς έπραξε και έστειλε το συγκεκριμένο έγγραφο. Αν, αντίθετα, επιθυμεί μια λειτουργική συμφωνία που στοχεύει να διασφαλίσει τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, αλλά και να αποτρέπει πιθανές αναταράξεις, τότε καλό θα ήταν να ξεκινά όχι με τιμωρητικές διαθέσεις, αλλά με διάθεση συνεργασίας. Οπως έκαναν οι ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε μια ηγέτιδα δύναμη δεν πρέπουν τέτοιες συμπεριφορές.
Η έστω και δύσκολη επίτευξη συμφωνίας είναι προτιμητέα από τη μετωπική σύγκρουση. Δεν υπηρετείται ο κοινός στόχος της διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας της Ευρωζώνης όταν η σημαντικότερη χώρα της Ενωσης επιλέγει μια μαξιμαλιστική ρητορική που δείχνει να έχει ως στόχο να «γονατίσει» τον Ελληνα πρωθυπουργό. Η αυστηρότητα αποτελεί προφανώς αντίδραση στην προεκλογική ρητορική του κ. Τσίπρα. Ομως, οι εκλογές τελείωσαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και ο κ. Τσίπρας εξελέγη πρωθυπουργός. Υπό το πρίσμα αυτής της «νέας πραγματικότητας», και με δεδομένη τη σημερινή αβέβαιη συγκυρία στην Ευρωζώνη, το Βερολίνο πρέπει να εκπέμψει διάθεση διαβούλευσης, όχι απολυτότητας και εκ των προτέρων απόρριψης κάθε είδους συζήτησης.
Και ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, έχει σοβαρές διαφωνίες με τον κ. Τσίπρα και δεν το έκρυψε. Ομως, ήταν σοφή η χθεσινή επισήμανσή του ότι «ένας πρωθυπουργός που ταξιδεύει στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένας πρωθυπουργός που μάχεται για τη συνεργασία, όχι για τον διαχωρισμό. Η πόρτα μου θα είναι πάντα ανοιχτή».
Σε έγγραφο για τις γερμανικές θέσεις ενόψει του σημερινού Euroworking Group, ο κ. Σόιμπλε εμφανίζεται απόλυτος και απρόθυμος να υποχωρήσει ούτε σπιθαμή από όσα προβλέπονται στο Μνημόνιο. Είναι λογικό να ζητεί από τη νέα ελληνική κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι θα αποπληρώσει τα χρέη της προς τις χώρες της Ευρωζώνης, την ΕΚΤ, τον ΕFSF και το ΔΝΤ, όπως και ότι θα σεβασθεί την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος, του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που είναι ο πυλώνας προστασίας των ελληνικών τραπεζών, καθώς και των φορολογικών και στατιστικών αρχών.
Ομως, βγαίνει πολύ επιθετικός απαιτώντας «σαφή και εμπροσθοβαρή δέσμευση» από την Ελλάδα που να διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή των πάντων.
Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ελλάδας έχει δικαίωμα να διαμορφώσει το πρόγραμμά της, από τη στιγμή μάλιστα που δεσμεύεται σε όλους τους τόνους να το υλοποιήσει στο πλαίσιο ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού που θα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα. Ισως μικρότερα από αυτά που προέβλεπε το Μνημόνιο, αλλά ο καλοπροαίρετος συνομιλητής οφείλει να σεβασθεί τη συγκεκριμένη αφετηρία που επιτρέπει έναν λογικό συμβιβασμό.
Οπως και για το ύψος του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος, δεν είναι παράλογο να ζητεί η Αθήνα να χαμηλώσει ο πήχυς του 4,5% που οι περισσότεροι θεωρούν υπεραισιόδοξο, ενδεχομένως ανέφικτο, και μάλλον αντιπαραγωγικό αν στόχος είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης.
Επίσης, είναι γεγονός ότι δεν αποφασίζουν οι ΗΠΑ για τη λειτουργία της Ευρωζώνης, ούτε έχουν δανείσει αυτές την Ελλάδα, αλλά καλό θα ήταν η Γερμανία να μην αγνοεί πλήρως τις παροτρύνσεις του ηγέτη της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου και σημαντικότερου εμπορικού εταίρου της Ευρωζώνης.
Αν στόχος του κ. Σόιμπλε είναι να μην αφήσει κανένα περιθώριο ελιγμών στον κ. Τσίπρα, ορθώς έπραξε και έστειλε το συγκεκριμένο έγγραφο. Αν, αντίθετα, επιθυμεί μια λειτουργική συμφωνία που στοχεύει να διασφαλίσει τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, αλλά και να αποτρέπει πιθανές αναταράξεις, τότε καλό θα ήταν να ξεκινά όχι με τιμωρητικές διαθέσεις, αλλά με διάθεση συνεργασίας. Οπως έκαναν οι ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε μια ηγέτιδα δύναμη δεν πρέπουν τέτοιες συμπεριφορές.