07 Φεβρουαρίου 2015

Το τέλος ή προς το τέλος;

Η εσωστρέφεια των εκλογών πριν και μετά τις 25/1 δεν μας επέτρεψε να αφομοιώσουμε πλήρως τη μεγάλη ανατροπή που συνιστά η απόφαση της ΕΚΤ στις 22/1 να προχωρήσει στην ποσοτική χαλάρωση. Σχεδόν ταυτόχρονα με την εξαγγελία Ντράγκι λύθηκε αθόρυβα και διακριτικά και το ψυχόδραμα των παραβατικών προϋπολογισμών Γαλλίας - Ιταλίας για το 2015, καθώς η προσμέτρηση ρήτρας ανάπτυξης τους καθιστά αυτόματα κανονικούς.Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω αθροιστικά; Οτι το Βερολίνο, πέραν της ανοχής στο τύπωμα χρήματος, κατανοεί και το αυτονόητο, ότι η ρευστότητα της ΕΚΤ δεν θα οδηγήσει στην ανάπτυξη αν δεν χαλαρώσει η λιτότητα. Ετσι προκύπτει το δίπτυχο σεβασμός των συνθηκών (pacta sunt servanda), που εξυπηρετεί τους Μέρκελ - Γκάμπριελ στο εσωτερικό ακροατήριο, και ταυτόχρονα de facto αποδοχή είτε διορθωτικής ρήτρας, είτε διασταλτικής ερμηνείας και παρερμηνείας, που δεν εξυπηρετεί μόνον τον Νότο συν τη Γαλλία, αλλά είναι και ο μόνος τρόπος το πακέτο Ντράγκι να αποτρέψει τον εγκλωβισμό της Ευρωζώνης σε σπιράλ αποπληθωρισμού. Ολα τα παραπάνω ήταν μία διαμορφωμένη χορογραφία, στο πλαίσιο της οποίας κινήθηκαν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών στις διαβουλεύσεις τους σε Ρώμη, Παρίσι, Βρυξέλλες, Λονδίνο και Βερολίνο.

Η εν διαμορφώσει αυτή επανεξισορρόπηση είναι η τελευταία δυνατότητα της Γερμανίας και των δύο ισχυρών εταίρων της, της Γαλλίας και Ιταλίας, να ελέγξουν με ήπια προσαρμογή μία πίεση προς αλλαγή ή ακόμη και προς ανατροπή, όπως αυτή εκφράζεται στις περισσότερες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης: στη Γαλλία με την ακροδεξιά της Λεπέν και στην Ιταλία με τους Μπερλουσκόνι, Γκρίλο και Λέγκα και με αριστερή αντίστιξη το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα και τη δυναμική του Podemos στην Ισπανία. Ετσι δεν προκαλεί έκπληξη, ούτε μπορεί να καταγραφεί ως υπερβολή το εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του γαλλικού περιοδικού «Courrier International» με τίτλο «Το τέλος της γερμανικής Ευρώπης;». Διολίσθηση στον αποπληθωρισμό και καταγραφή ακραίας κοινωνικής δυσαρέσκειας είναι δύο σημαντικές συνιστώσες τής εν εξελίξει αλλαγής στην Ευρωζώνη.

Υπάρχει, όμως, και μία τρίτη συνιστώσα, η πιο βαρύνουσα: τόσο το Βερολίνο όσο και το Παρίσι και η Ρώμη δεν έχουν σχέδιο β', δεν μπορούν καν να διατυπώσουν ούτε ένα σχέδιο κατεπείγουσας διαχείρισης μίας ενδεχόμενης ασύντακτης διάλυσης της Ευρωζώνης. Ετσι προκύπτει ο συμβιβασμός της de jure ακινησίας και της ταυτόχρονης de facto χαλάρωσης της γερμανικής λιτότητας.
 ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ