Παρά
την αποτυχία των συνομιλιών της Βιέννης μεταξύ του Ιράν και της ομάδας
των 5+1 να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της
Τεχεράνης, η πρόοδος που σημειώθηκε είναι εντυπωσιακή και οφείλεται, εν
πολλοίς, στη γεωπολιτική βαρύτητα του Ιράν στην υπό διαμόρφωση Μέση
Ανατολή.
Του πρεσβευτή Seyed Hossein Mousavian (ερευνητής στο Princeton’s Woodrow Wilson School, πρώην εκπρόσωπος των Ιρανών πυρηνικών διαπραγματευτών)
ΠΗΓΗ: http://www.al-monitor.com/
ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Παντελής Καρύκας
Αποτέλεσμα των τρομακτικών αλλαγών στην πολύπαθη αυτή περιοχή, τα τελευταία χρόνια είναι η αλλαγή των γεωπολιτικών όρων σε αυτήν. Μετά από 35 χρόνια πιέσεων και εναντίον του κυρώσεων, το Ιράν αναδεικνύεται σήμερα, ως η πλέον σταθερή χώρα στην περιοχή και ως περιφερειακή δύναμη, την ώρα που οι αραβικές χώρες είτε βρίσκονται εν διαλύσει, είτε απειλούνται από το εξτρεμιστικό Ισλάμ. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στην επαναπροσέγγιση Δύσης – Ιράν, παρά την αποτυχία των συνομιλιών της Βιέννης.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), στο οποίο συμμετέχουν η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δεν μπορεί να εξισορροπήσει καν το Ιράν σε μέγεθος και ισχύ. Εξάλλου οι χώρες μέλη δεν έχουν ακόμα απορροφήσει το σοκ από την Αραβική Άνοιξη και την έκρηξη του σουνιτικού εξτρεμισμού, μέσω του Ισλαμικού Κράτους. Επίσης, η παλαιά αντιπαλότητα Ιράν- Ιράκ δεν υφίσταται πλέον και λόγω των εξελίξεων έχει εξελιχθεί σε συμμαχία.
Η Αίγυπτος, η ισχυρότερη αραβική χώρα και η μόνη που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα πρωτεία του Ιράν, είναι απασχολημένη με δικά της προβλήματα. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, επίσης, το πάλαι ποτέ σύμβολο της αραβικής ενότητας και ισχύος, έχει σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει ως φορέας πολιτικής ισχύος. Την ίδια ώρα άλλωστε ο αραβικός κόσμος νιώθει την απειλή του σουνιτικού εξτρεμισμού, ενώ η διαμάχη σουνιτών – σιιτών έχει υπονομεύσει την ισχύ του.
Επίσης, η στροφή της αμερικανικής πολιτικής προς την ανατολική Ασία περιορίζει, εκ των πραγμάτων, τον ρόλο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Το γεγονός αυτό, αν συνδυαστεί με την έλλειψη περιφερειακής συνεργασίας με στόχο την εκ νέου σταθεροποίηση της περιοχής, θα δημιουργήσει ένα κενό εξουσίας που καμία χώρα δεν θα μπορεί να καλύψει. Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε χερσαίες επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή, μετά από τα μαθήματα του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Έτσι όμως κάποια συμμαχικά τους αραβικά κράτη μένουν εκτεθειμένα.
Η άνοδος του σουνιτικού εξτρεμισμού αποτελεί την υπ’ αριθμό 1 παγκόσμια απειλή ασφαλείας. Έναντι της απειλής αυτή η Τουρκία δεν είναι σύμμαχος ούτε της Δύσης, ούτε των Αράβων, στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους. Έτσι, πρακτικά σκεπτόμενη η Δύση, μπορεί να κατανοήσει ότι το Ιράν αποτελεί την πλέον κατάλληλη λύση για τον σκοπό αυτό. Μια συμμαχία των σιιτικών δυνάμεων, του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας και της Χεζμπολάχ, μαζί με τους Κούρδους Πεσμεργκά, μπορεί να αποτελέσει την κύρια δύναμη αντιμετώπισης του ΙΚ.
Αντίθετα με τις σουνιτικές αραβικές χώρες, το Ιράν δεν έχει θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς ενδοιασμούς να πολεμήσει κατά των σουνιτών σε χώρες όπως το Μπαχρέιν, το Ιράκ, την Αίγυπτο και την Υεμένη. Αυτό και μόνο είναι ίσως αρκετό για να υπαγορεύσει την επαναπροσέγγιση Δύσης–Ιράν και τη συνεργασία τους σε περιφερειακά ζητήματα.
Από την άλλη το Ιράν συνεργάζεται και με τη Ρωσία, η οποία μεταπωλεί ιρανικό πετρέλαιο και θα κατασκευάσει δύο πυρηνικούς αντιδραστήρες για λογαριασμό του. Άρα η συνέχιση των κυρώσεων δεν έχει πια λογική. Έτσι, η τελική συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, θα αποτελέσει την απαρχή μιας στενής συνεργασίας με τη Δύση με τελικό αποτέλεσμα την επανασταθεροποίηση της περιοχής.
Του πρεσβευτή Seyed Hossein Mousavian (ερευνητής στο Princeton’s Woodrow Wilson School, πρώην εκπρόσωπος των Ιρανών πυρηνικών διαπραγματευτών)
ΠΗΓΗ: http://www.al-monitor.com/
ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Παντελής Καρύκας
Αποτέλεσμα των τρομακτικών αλλαγών στην πολύπαθη αυτή περιοχή, τα τελευταία χρόνια είναι η αλλαγή των γεωπολιτικών όρων σε αυτήν. Μετά από 35 χρόνια πιέσεων και εναντίον του κυρώσεων, το Ιράν αναδεικνύεται σήμερα, ως η πλέον σταθερή χώρα στην περιοχή και ως περιφερειακή δύναμη, την ώρα που οι αραβικές χώρες είτε βρίσκονται εν διαλύσει, είτε απειλούνται από το εξτρεμιστικό Ισλάμ. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στην επαναπροσέγγιση Δύσης – Ιράν, παρά την αποτυχία των συνομιλιών της Βιέννης.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), στο οποίο συμμετέχουν η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δεν μπορεί να εξισορροπήσει καν το Ιράν σε μέγεθος και ισχύ. Εξάλλου οι χώρες μέλη δεν έχουν ακόμα απορροφήσει το σοκ από την Αραβική Άνοιξη και την έκρηξη του σουνιτικού εξτρεμισμού, μέσω του Ισλαμικού Κράτους. Επίσης, η παλαιά αντιπαλότητα Ιράν- Ιράκ δεν υφίσταται πλέον και λόγω των εξελίξεων έχει εξελιχθεί σε συμμαχία.
Η Αίγυπτος, η ισχυρότερη αραβική χώρα και η μόνη που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα πρωτεία του Ιράν, είναι απασχολημένη με δικά της προβλήματα. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, επίσης, το πάλαι ποτέ σύμβολο της αραβικής ενότητας και ισχύος, έχει σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει ως φορέας πολιτικής ισχύος. Την ίδια ώρα άλλωστε ο αραβικός κόσμος νιώθει την απειλή του σουνιτικού εξτρεμισμού, ενώ η διαμάχη σουνιτών – σιιτών έχει υπονομεύσει την ισχύ του.
Επίσης, η στροφή της αμερικανικής πολιτικής προς την ανατολική Ασία περιορίζει, εκ των πραγμάτων, τον ρόλο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Το γεγονός αυτό, αν συνδυαστεί με την έλλειψη περιφερειακής συνεργασίας με στόχο την εκ νέου σταθεροποίηση της περιοχής, θα δημιουργήσει ένα κενό εξουσίας που καμία χώρα δεν θα μπορεί να καλύψει. Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε χερσαίες επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή, μετά από τα μαθήματα του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Έτσι όμως κάποια συμμαχικά τους αραβικά κράτη μένουν εκτεθειμένα.
Η άνοδος του σουνιτικού εξτρεμισμού αποτελεί την υπ’ αριθμό 1 παγκόσμια απειλή ασφαλείας. Έναντι της απειλής αυτή η Τουρκία δεν είναι σύμμαχος ούτε της Δύσης, ούτε των Αράβων, στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους. Έτσι, πρακτικά σκεπτόμενη η Δύση, μπορεί να κατανοήσει ότι το Ιράν αποτελεί την πλέον κατάλληλη λύση για τον σκοπό αυτό. Μια συμμαχία των σιιτικών δυνάμεων, του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας και της Χεζμπολάχ, μαζί με τους Κούρδους Πεσμεργκά, μπορεί να αποτελέσει την κύρια δύναμη αντιμετώπισης του ΙΚ.
Αντίθετα με τις σουνιτικές αραβικές χώρες, το Ιράν δεν έχει θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς ενδοιασμούς να πολεμήσει κατά των σουνιτών σε χώρες όπως το Μπαχρέιν, το Ιράκ, την Αίγυπτο και την Υεμένη. Αυτό και μόνο είναι ίσως αρκετό για να υπαγορεύσει την επαναπροσέγγιση Δύσης–Ιράν και τη συνεργασία τους σε περιφερειακά ζητήματα.
Σε
επίπεδο εμπορικών σχέσεων, οι Ευρωπαίοι θέλουν να συνεργαστούν με το
Ιράν, καταργώντας τις εναντίον του κυρώσεις. Άλλωστε η ΕΕ δεν έχει και
πολλές εναλλακτικές λύσεις εξεύρεσης φυσικού αερίου, αν δεν θέλει να
εξαρτάται από τη Ρωσία. Το Ιράν θα μπορούσε να την τροφοδοτήσει με
φυσικό αέριο.
Από την άλλη το Ιράν συνεργάζεται και με τη Ρωσία, η οποία μεταπωλεί ιρανικό πετρέλαιο και θα κατασκευάσει δύο πυρηνικούς αντιδραστήρες για λογαριασμό του. Άρα η συνέχιση των κυρώσεων δεν έχει πια λογική. Έτσι, η τελική συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, θα αποτελέσει την απαρχή μιας στενής συνεργασίας με τη Δύση με τελικό αποτέλεσμα την επανασταθεροποίηση της περιοχής.