Η πολιτική διαχείριση των επιπτώσεων της διεθνούς οικονομικής κρίσης στη
γερμανική οικονομία οδήγησε στις αλυσιδωτές αντιδράσεις που έφεραν τον Χίτλερ
στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933. Η πλειονότητα των πολιτικών κομμάτων και
των οικονομικών παραγόντων δεν μπορούσε να συλλάβει άλλον τρόπο για την
αντιμετώπιση της κρίσης από αυτόν που υπαγόρευε η οικονομική ορθοδοξία, δηλαδή
τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών και την περικοπή μισθών, συντάξεων και όλων
των κοινωνικών παροχών. Οι εχθροί της δημοκρατίας ήταν φυσικό να δουν στην κρίση
μια ευκαιρία για να ανατραπεί η κοινωνική πολιτική της πρώτης περιόδου της
δημοκρατίας και να αλλάξουν προς όφελος τους οι πολιτικοί συσχετισμοί. Σε αυτή
τη συγκυρία ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας υπήρξε καθοριστικός. Σε κατ'
ιδίαν συνομιλία με αντιδημοκρατικό πολιτικό, ο στρατάρχης Χίντενμπουργκ, που
είχε εκλεγεί πρόεδρος το 1925, φέρεται να είπε ότι η κρίση ήταν ευκαιρία για να
διοριστεί «μια αντικοινοβουλευτική και αντιμαρξιστική κυβέρνηση».
Οι Σοσιαλδημοκράτες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους ήταν ακόμα μαρξιστικό
κόμμα, αποτελούσαν τον κύριο εταίρο του κυβερνητικού συνασπισμού όταν ξέσπασε η
κρίση. Είχαν ενδοιασμούς να αποδεχτούν τις επιθυμίες της εργοδοσίας και να
ακολουθήσουν μια πολιτική που θα επέρριπτε όλο το βάρος των προσαρμογών στους
εργαζόμενους, χωρίς όμως να διαθέτουν μια εναλλακτική πολιτική σε αυτήν που
υπαγόρευε η κρατούσα οικονομική ορθοδοξία. Οι αμφιταλαντεύσεις τους, η διάβρωση
της κοινωνικής τους βάσης και η αδιαλλαξία των δεξιών κομμάτων του κυβερνητικού
συνασπισμού οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης συνασπισμού του τελευταίου
Σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το Μάρτιο του 1930. Τον
διαδέχτηκε ο επικεφαλής του καθολικού Κόμματος του Κέντρου Χάινριχ Μρίνινγκ, που
έμεινε δύο χρόνια στην εξουσία κυβερνώντας χωρίς πλειοψηφία και νομοθετώντας με
διατάγματα, με βάση τη σχετική εξουσία που παρείχε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
το άρθρο 48 του Συντάγματος. Ένας πίνακας που παραθέτει ο Βέλερ στο βιβλίο του
δείχνει την προοδευτική κατάλυση της δημοκρατίας κατά την περίοδο των προεδρικών
κυβερνήσεων. Το 193Π 1 το Ράιχσταγκ ψήφισε 98 νόμους, το 1931 34 και το 1932
μόνο 5 1 Το 1930 εκδόθηκαν 5 αναγκαστικά διατάγματα, το 1931 44 και ] το 1932
66. Τη νομοθετική του εργασία και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο το Ράιχσταγκ τα
άσκησε το 1930 σε 94 συνεδριάσεις, το 1931 σε 41, ενώ το 1932 συνεδρίασε 13 μόνο
φορές.
Η πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση Μρίνινγκ στα δύο χρόνια που παρέμεινε στην
εξουσία χαρακτηρίστηκε από τον Βέλερ ως αμόκ. Περιλάμβανε επανειλημμένες
αυξήσεις των φόρων, περικοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, επιβολή
έκτακτων εισφορών στους μισθωτούς, αύξηση των εισφορών των εργαζομένων στα
ασφαλιστικά ταμεία και περικοπή των κοινωνικών παροχών. Δίπλα όμως σε αυτά τα
ταμειακά μέτρα αποφασίζονταν και ρυθμίσεις που ακύρωναν διατάξεις του
υφιστάμενου εργατικού δικαίου. Η πολιτική αυτή διακηρυσσόταν ότι είχε στόχο τη
μείωση των δημοσίων δαπανών και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής
οικονομίας μέσω της μείωσης του κόστους της εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η
εκτόξευση της ανεργίας στο 40% του ενεργού πληθυσμού το 1932 χωρίς αξιόλογα
αποτελέσματα στο επίπεδο των εξαγωγών, γιατί η γερμανική οικονομία δεν υπέφερε
από μειωμένη ανταγωνιστικότητα, αλλά από τη στενότητα της διεθνούς αγοράς λόγω
των προστατευτικών πολιτικών στα διάφορα κράτη.
Έχει υπολογιστεί ότι οι πραγματικοί μισθοί στο Μεσοπόλεμο παρέμειναν κάτω από το
επίπεδο του 1913. Εντούτοις, στη δεκαετία του 1980, μέσα στο περιρρέον κλίμα της
αναβίωσης του οικονομικού φιλελευθερισμού διεθνώς και της αμφισβήτησης των
κεϊνσιανών πολιτικών, αναδύθηκαν προσεγγίσεις που επιχείρησαν να δείξουν ότι ο
Μπρίνινγκ δεν είχε περιθώριο να ασκήσει διαφορετική πολιτική.15 Έχω την εντύπωση
ότι παρόμοιες απόψεις υποτιμούν τον ιδεολογικό παράγοντα και την ταξική
στοχοθεσία στην πολιτική του Μπρίνινγκ. Σε υπουργικό συμβούλιο τον Ιανουάριο του
1932, ο Μπρίνινγκ, απορρίπτοντας σχέδια αναθέρμανσης της οικονομίας, είχε
δηλώσει χαρακτηριστικά: «Δεν θα καταστεί δυνατό να προωθήσουμε κοινωνικές
μεταρρυθμίσεις, εάν οι εργαζόμενοι πιστέψουν ότι με μια τεχνητή απορρόφηση
πιστώσεων ύψους 2 δισεκατομμυρίων μάρκων θα επιτευχθεί βελτίωση της κατάστασης».
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, παρότι είχε εξοβελιστεί από την κυβέρνηση με τους
χειρισμούς της καμαρίλας γύρω από τον Χίντεμπουργκ ακριβώς για να μπορέσει να
εφαρμοστεί αυτή η πολιτική λιτότητας, στις κρίσιμες περιστάσεις παρείχε ψήφο
ανοχής στην κυβέρνηση Μπρίνινγκ, με τη δικαιολογία ότι έτσι αποτρεπόταν η
κατάλυση της δημοκρατίας. Την άνοιξη μάλιστα του 1932 υποστήριξε την επανεκλογή
του Χίντεμπουργκ στην Προεδρία της Δημοκρατίας, με κύριο ανθυποψήφιο τον Χίτλερ.
Εκτός από τις γενικότερες πολιτικές εκτιμήσεις, η στάση αυτή του SPD
υπαγορεύθηκε επίσης από την προσκόλληση της ηγεσίας του στην οικονομική
ορθοδοξία. Κάτι ανάλογο συνέβαινε την ίδια εποχή με το Εργατικό Κόμμα στην
Αγγλία, που συνδύαζε τον απώτερο στόχο της ανατροπής του καπιταλιστικού
συστήματος με τη εμμονή στην κρατούσα οικονομική ορθοδοξία σε ό,τι αφορούσε τη
βραχυπρόθεσμη πολιτική.17 Ας σημειωθεί ότι την ίδια στιγμή ομάδες εργασίας στη
δημόσια διοίκηση και στα συνδικάτα είχαν αρχίσει να εκπονούν σχέδια στην
κατεύθυνση μιας πολιτικής τόνωσης της απασχόλησης και της εγχώριας παραγωγής που
θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κεϊνσιανή». Για να δικαιολογήσει τις αντιφάσεις
της πολιτικής της, η ηγεσία του SPD κατέφευγε σε όλο και μεγαλύτερες φραστικές
και λογικές ακροβασίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς η κοινωνική βάση του
κόμματος συνέχισε να συρρικνώνεται, όπως φάνηκε στις εκλογές του Ιουλίου του
1932 που προκηρύχθηκαν μετά την πτώση του Μπρίνινγκ.
Τις εκλογές διεξήγαγε μια νέα προεδρική κυβέρνηση υπό τον Φραντς φον Πάπεν, που
διορίστηκε με στόχο να στρέψει ακόμα προς τα δεξιότερα την κυβερνητική πολιτική.
Ο Πάπεν διέθετε ελάχιστη προσωπική πολιτική απήχηση, αλλά στηριζόταν από κύκλους
της βαριάς βιομηχανίας και τους Γούνκερς, τα συμφέροντα των οποίων προωθούσε.
Την παραμονή των εκλογών, στις 30 Ιουλίου 1932, η κεντρική κυβέρνηση του Ράιχ
κατάργησε την τοπική κυβέρνηση στην Πρωσία και ανέλαβε άμεσα τη διοίκηση του
μεγαλύτερου και οικονομικά ισχυρότερου ομόσπονδου κράτους του Ράιχ. Με την πράξη
αυτή οι Σοσιαλδημοκράτες έχασαν το τελευταίο σημαντικό πολιτικό οχυρό τους και
κυρίως τον έλεγχο της πρωσικής αστυνομίας, με την οποία προσπαθούσαν να ελέγξουν
τις βιαιοπραγίες των SA και των SS, των οποίων την απαγόρευση είχε άρει
προηγουμένως η κυβέρνηση Πάπεν. Παρά τη βαρύτητα του πλήγματος, αντιλαμβανόμενοι
τη διάβρωση της βάσης τους που είχε επέλθει και παγιδευμένοι από την τακτική της
ανοχής της προηγούμενης περιόδου, οι Σοσιαλδημοκράτες περιορίστηκαν στο να
προσφύγουν στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο και δεν αντέδρασαν με δυναμικό
τρόπο.
Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 το Ναζιστικό Κόμμα είχε έρθει πρώτο με 37,3%
των ψήφων και με μεγάλη απόσταση από τους δεύτερους Σοσιαλδημοκράτες, που
σημείωσαν νέα πτώση, αποσπώντας μόνο το 21,6% των ψήφων. Το Κόμμα του Κέντρου
συγκέντρωσε 15,7% και οι ψήφοι των Κομμουνιστών ανέβηκαν στο 14,3%. Το νέο
Ράιχσταγκ συνήλθε για να διαλυθεί αμέσως ξανά και να προκηρυχθούν νέες εκλογές
για τις 6 Νοεμβρίου 1932. Σε αυτές επιβεβαιώθηκε η υπεροχή των Ναζί, παρότι το
ποσοστό του NSDAP έπεσε στο 33,1%. Η πτώση του SPD συνεχίστηκε, ενώ το
Κομμουνιστικό Κόμμα συνέχισε την άνοδο του, φτάνοντας το 16,9%.
Μεταξύ των δύο εκλογών η πολιτική βία των παραστρατιωτικών και οι επιθέσεις της
κυβέρνησης εναντίον της μισθωτής εργασίας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Στις 4
Σεπτεμβρίου με αναγκαστικό διάταγμα καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις
(Αναγκαστικό διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ για την αναζωογόνηση της οικονομίας)
και τις επόμενες μέρες με νέα αναγκαστικά διατάγματα έμπαιναν οι βάσεις για μια
κορπορατιστική οικονομία κάτω από ένα απροκάλυπτα δικτατορικό καθεστώς.19 Προς
τα εκεί συνέκλιναν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, η στρατιωτική ηγεσία και τα
αντιπροσωπευτικά όργανα των βιομηχάνων και των γαιοκτημόνων. Διαφωνίες υπήρχαν
μόνο ως προς το ποιος θα ήταν ο δικτάτορας και ποια θα ήταν ακριβώς η θέση του
Χίτλερ και του Ναζιστικού Κόμματος στον νέο συνασπισμό εξουσίας, γιατί ως προς
τη συμμετοχή τους στην εξουσία δεν υφίστατο καμιά αμφιβολία.
Στο στρατόπεδο του εργατικού κινήματος τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες όσο και οι
Κομμουνιστές συνέχιζαν τον διμέτωπο αγώνα εναντίον αλλήλων και κατά των
Ναζιστών. Η βιβλιογραφία δέχεται ότι τα δύο κόμματα απευθύνονταν σε δύο
διακριτές μερίδες των γερμανών εργατών. To SPD και τα συνδικάτα που συνδέονταν
μαζί του είχαν απήχηση στους ειδικευμένους και σχετικά καλύτερα αμειβόμενους
εργάτες, ενώ το KPD στηριζόταν στους ανειδίκευτους και τους άνεργους. Όπως όλες
οι γενικεύσεις έτσι και αυτή συγκαλύπτει μια ποικιλία ιδιαίτερων περιπτώσεων.
Δεν πρέπει επίσης να αγνοήσουμε το ενδεχόμενο η ιστοριογραφία που αντλεί από τα
κομματικά έντυπα, και ιδιαίτερα από το σοσιαλδημοκρατικό «Vorwarts», να
αναπαράγει την αυτοεικόνα των Σοσιαλδημοκρατών.
Με αυτή την εσωτερική διαφοροποίηση στην εργατική τάξη ερμηνεύεται, πάντως, η
διαφορετική πολιτική των δύο κομμάτων. Οι εργάτες που στήριζαν τη
σοσιαλδημοκρατία είχαν συμφέρον να διατηρηθεί η τάξη, έστω και αν οι
εφαρμοζόμενες πολιτικές έθιγαν και τα δικά τους συμφέροντα, ενώ οι άνεργοι και
εκείνοι με ευκαιριακή απασχόληση επιθυμούσαν τη ριζική ανατροπή της πολιτικής
και οικονομικής κατάστασης. Οι Ναζί, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από τις
εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων στα συμβούλια των επιχειρήσεων, είχαν πολύ
περιορισμένη απήχηση ανάμεσα στους εργάτες. To SPD ανέλαβε το ρόλο του
τελευταίου υπερασπιστή της συνταγματικής νομιμότητας, παρότι πλήθαιναν οι φωνές
στις τάξεις του που διακήρυσσαν ότι το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ήταν πλέον νεκρό
γράμμα και ζητούσαν μια συνταγματική μεταρρύθμιση.20 Η προσκόλληση της ηγεσίας
του κόμματος στην υπεράσπιση μιας συνταγματικής νομιμότητας που δεν υφίστατο
πλέον αντικατόπτριζε την αδυναμία στην οποία είχε περιέλθει το κόμμα. Παρά την
πιο ριζοσπαστική του γλώσσα, το Κομμουνιστικό Κόμμα ακολουθούσε στην πράξη
παρόμοια πολιτική. Στις 22 Ιανουαρίου 1933, παραμονές της παράδοσης της εξουσίας
στον Χίτλερ και ενώ στο Βερολίνο οργίαζαν οι φήμες για επικείμενη δικτατορία, το
KPD αντέδρασε παθητικά σε μεγάλη συγκέντρωση των ναζιστικών SA μπροστά στην έδρα
του. «Η αποφυγή της πρόκλησης» ήταν όμως ταυτόχρονα απόδειξη της αδυναμίας του
κόμματος και έδειχνε ότι η επαναστατική κατάληψη της εξουσίας είχε αναβληθεί για
ένα αόριστο μέλλον.
Παρά την αυτοσυγκράτηση του KPD σε εκείνες τις δραματικές συνθήκες, η θεωρία που
επιμένει να αποδίδει στα «άκρα» την ευθύνη για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία
προβάλλει την εξής ερμηνεία: «Όσο κι αν ακούγεται παράλογο, εκείνο που τον
βοήθησε (σ.σ. τον Χίτλερ) στα τέλη του 1932 ήταν η άνοδος των κομμουνιστών από
το 14,5% στο 16,5%, μόλις 3,5 εκατοστιαίες μονάδες πίσω από τους
σοσιαλδημοκράτες. Τα εκλογικά κέρδη των κομμουνιστών αναζωπύρωσαν το φόβο του
εμφυλίου. Αυτός ο φόβος στάθηκε ο σημαντικότερος σύμμαχος του Χίτλερ, αφού
συνέτεινε ώστε ένα μέρος της παραδοσιακής δεξιάς να απέχει από κάθε προσπάθεια
εγκαθίδρυσης απολυταρχικού καθεστώτος, το οποίο (προφανώς) θα έδινε το σύνθημα
για την έκρηξη του εμφυλίου».
Το νόημα αυτής της φράσης είναι ότι το γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν
ευθύνεται ακριβώς για την κατάλυση της δημοκρατίας, αλλά γιατί εμπόδισε την
κήρυξη της «καλής» δικτατορίας με τη στήριξη των αστικών κομμάτων, με αποτέλεσμα
να έρθει η «κακή» δικτατορία με τον Χίτλερ. Στο κυρίως κείμενο ο Βίνκλερ
μέμφεται το Κόμμα του Κέντρου και το SPD γιατί δεν συναίνεσαν στη δικτατορία του
στρατηγού Σλάιχερ, του τελευταίου καγκελάριου της Βαϊμάρης, που θα εγκαθιδρυόταν
με την αντισυνταγματική αναβολή των εκλογών για αόριστο χρονικό διάστημα, και
την επίσης αντισυνταγματική αναθεώρηση του συντάγματος, προκειμένου να εισαχθεί
ο θεσμός της θετικής ψήφου δυσπιστίας (konstruktives mis-strauensvotum).
Κατηγορεί τα δύο κόμματα επειδή πίστευαν ότι «η παραβίαση ενός μόνον άρθρου του
Συντάγματος της Βαϊμάρης ενείχε μεγαλύτερους κινδύνους από τη συνολική κατάργηση
του».
Οι κριτικές αυτές, εκτός από τις προφανείς λογικές αντιφάσεις που περιέχουν,
έρχονται σε αντίθεση με την αφήγηση των πολιτικών εξελίξεων κατά τα τρία
τελευταία χρόνια της Βαϊμάρης, κατά τα οποία το σύνολο των αστικών κομμάτων
αναζητούσε την προσφορότερη για το κοινωνικό καθεστώς αυταρχική λύση.
Παραβλέπουν επίσης ότι την ανάθεση της εξουσίας στον Χίτλερ την είχε εισηγηθεί
μια ομάδα επιχειρηματιών με επιστολή τους προς τον Χίντεμπουργκ και ότι με την
πρόταση αυτή συμφώνησαν όλα τα αστικά κόμματα εκτός από το Κόμμα του Κέντρου.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 23 Μαρτίου, και αφού μεσολάβησαν στις 5
Μαρτίου, μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και με καταργημένα τα βασικά πολιτικά
δικαιώματα, οι τελευταίες εκλογές του Μεσοπολέμου, όλα τα κόμματα πλην του SPD
υπερψήφισαν το νόμο που μετέφερε όλη τη νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση. Οι
βουλευτές του KPD είτε είχαν συλληφθεί είτε είχαν περάσει στην παρανομία.
Η στήριξη λοιπόν στον Χίτλερ δεν αποτελούσε αμυντική κίνηση των αστικών,
μετριοπαθών και μη μετριοπαθών κόμματων, αλλά επιθετική. Ο λόγος της εποχής
εκείνης αναφερόταν στην ανάγκη για μία Kampfregierung, που νομίζω ότι εσφαλμένα
έχει αποδοθεί κατά λέξη στα ελληνικά ως «κυβέρνηση αγώνα». Νομίζω ότι ορθότερη
απόδοση θα ήταν «πολεμική κυβέρνηση», γιατί δεν επρόκειτο για τον αγώνα τον
καλό, αλλά για εσωτερικό πόλεμο, για μια δικτατορία που θα κήρυσσε τον πόλεμο
στην εργατική τάξη.
Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η απειλή των «άκρων»: Το
ατελέσφορο των ιστορικών «αναλογιών». Στο Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι
σημερινές «αναβιώσεις» της, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς – Η Αυγή, 2012, σ. 32-42