Λευκωσία και Αθήνα επέλεξαν να
αποκρούσουν την απόπειρα στρατιωτικο-ποίησης των εξελίξεων και να
αντεπιτεθούν στον πολιτικό και διπλω-ματικό τομέα
Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό
πως η Αγκυρα επιχειρούσε να προκαλέσει ένταση και να επιβάλει κάτω από
έκτακτες πολεμικές συνθήκες τις αξιώσεις που επίμονα πρόβαλλε ώς τότε
και σταθερά απέκρουε η Λευκωσία. Θεωρούσε, προφανώς, πως φέρνοντας τα
πράγματα στα άκρα, θα μπορούσε να εκβιάσει τους Δυτικούς που τη
χρειάζονται στον πόλεμο ενάντια στους τζιχαντιστές και να απαιτήσει
ανταλλάγματα εις βάρος του Ελληνισμού.
Φιλοδοξούσε, ίσως, να παρασύρει τον Ελληνισμό στο ταμπλό του
πολέμου, εκεί που τον θεωρεί αδύναμο, και να τον απομακρύνει από το
Διεθνές Δίκαιο που είναι παντοδύναμος. Προσδοκούσε, ενδεχομένως, να
επαναλάβει το σκηνικό που έστησε τον Μάρτη του 1987, όταν προκαλώντας
συνθήκες άμεσης πολεμικής εμπλοκής, εξανάγκασε την Αθήνα να δεσμευτεί
πως θα απέχει από κάθε έρευνα και γεώτρηση σε ολόκληρη την αιγαιακή
υφαλοκρηπίδα.Εκτιμούσε, μάλλον, πως με την πειρατική εισβολή της στην κυπριακή ΑΟΖ θα εξανάγκαζε την ελληνοκυπριακή πλευρά αρχικά να διακόψει τις ενδοκυπριακές συνομιλίες και στη συνέχεα να γυρίσει αποδεχόμενη τις αξιώσεις της. Είτε εγκαταλείποντας, δηλαδή, κάθε διαδικασία εξόρυξης φυσικού αερίου είτε αποδεχόμενη την ισότιμη συμμετοχή του ψευδοκράτους στο μοίρασμα και τη λήψη των αποφάσεων.
Φαίνεται, τώρα, ιδίως μετά τη συμφωνία να συγκληθεί, στις αρχές του Δεκέμβρη, το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας, πως τόσο η Λευκωσία όσο και η Αθήνα επέλεξαν να αποκρούσουν την απόπειρα στρατιωτικοποίησης των εξελίξεων και να αντεπιτεθούν στον πολιτικό και διπλωματικό τομέα. Οτι δεν παρασύρθηκαν ούτε από κραυγές πολεμοκάπηλων ούτε από τη μανιώδη προσπάθεια της Αγκυρας να στρατιωτικοποιήσει το ζήτημα του φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Και ότι δεν μπόρεσαν ούτε η δήλωση του Τούρκου προέδρου πως δεν κάνει βήμα πίσω ούτε η έμμεση απειλή του αρχηγού του τουρκικού στόλου για ετοιμότητα πολεμικής εμπλοκής, να προκαλέσουν σπασμωδικές αντιδράσεις. Μπροστά στην εμμονική προσπάθεια της Αγκυρας να προκαλέσει τον Ελληνισμό, αποφασίστηκε να αποφευχθούν κινήσεις που θα έφερναν αδιέξοδο και θα προκαλούσαν πιεστικές διεθνείς παρεμβάσεις αποκλιμάκωσης.
Φαίνεται τελικά ότι Αθήνα και Λευκωσία, μπροστά στην τυχοδιωκτική τακτική της Αγκυρας, έδωσαν ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στη θεμελίωση ισχυρών στρατηγικών αξόνων με την Αίγυπτο και το Ισραήλ και βγήκαν μπροστά από τις εξελίξεις. Με τη διακήρυξη του Καΐρου, την οποία ο τουρκικός Τύπος χαρακτηρίζει «βρόμικη συμμαχία», άνοιξαν το δρόμο όχι μόνο για την επιτάχυνση των συνομιλιών οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, αλλά και για τη θεμελίωση μιας νέας τριμερούς συμμαχίας, δίπλα σε εκείνη που έχει ήδη αναπτυχθεί με το Ισραήλ. Και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι, από την επομένη κιόλας, Αθήνα και Λευκωσία άνοιξαν νέο κύκλο διαλόγου με το Τελ Αβίβ και εργάζονται για μία ακόμη τριμερή συνάντηση κορυφής, αυτή τη φορά με το Ισραήλ.
Βεβαίως πολλά μπορεί να συμβούν ώς τις αρχές του Δεκέμβρη που ορίστηκε η σύγκληση στην Αθήνα του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας. Κάπου εκεί, άλλωστε, θα είναι και η συνεδρίαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο οποίο θα εκδηλωθεί και η τελική απόφαση της Λευκωσίας ως προς τη συνέχιση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Εκτιμάται, ωστόσο, πως θα φανεί μέχρι τότε τι μπορεί να γίνει ως προς την αποχώρηση του «Μπαρμπαρός» και την επανάληψη των ενδοκυπριακών συνομιλιών. Και βέβαια δεν αποκλείονται ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις της Αγκυρας, είτε προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης είτε προς την επέκταση και τη μεταφορά της κρίσης σε θαλάσσιες περιοχές της Αν. Μεσογείου και του Αιγαίου. Αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η γειτονική χώρα ακολουθεί σταθερή πολιτική, βάζει στόχους και τους πετυχαίνει, δεν επιβεβαιώνονται ούτε από την ιστορική εμπειρία ούτε από τις τελευταίες κινήσεις της στα πολλά και ανοικτά μέτωπα γύρω της.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ