Η απόρριψη του διστακτικού τρόπου με τον οποίο χειρίζεται την εξωτερική
πολιτική ο Μπαράκ Ομπάμα και η επιθυμία για μια πιο αποφασιστική και
«δυναμική» συμπεριφορά της Αμερικής στη διεθνή σκηνή, είναι ένα από τα
μηνύματα που προκύπτουν από τις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο, και
αυτό που ενδιαφέρει τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Μπαράκ Ομπάμα χρεώνεται την
αδυναμία να αποτρέψει αρνητικές εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή,
αλλά και στην Ουκρανία, όπου η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία
αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για τη Δύση και προκάλεσε ενόχληση και δυσφορία
στην αμερικανική κοινή γνώμη.
Από την άλλη, οι φιλελεύθερες δυνάμεις, που αποτελούν τους πιο σθεναρούς υποστηρικτές του Δημοκρατικού προέδρου, δεν έχουν κρύψει την απογοήτευσή τους για εξελίξεις όπως είναι η αυξανόμενη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών, η συνεχιζόμενη λειτουργία του στρατοπέδου κράτησης του Γκουαντάναμο, οι εκτεταμένες παρακολουθήσεις από τις μυστικές υπηρεσίες κ.λπ.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, αποτελεί πλήγμα -ιδιαίτερα στη σημερινή ευαίσθητη συγκυρία στην κυπριακή ΑΟΖ- η απώλεια της προεδρίας της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας από τον Δημοκρατικό Ρόμπερτ Μενέντεζ. Θα περάσει στον Ρεπουμπλικανό Μπομπ Κόρκερ από τη μέχρι τώρα στάση του οποίου προκύπτει ότι δεν θα είναι επικριτικός έναντι της Τουρκίας.
Οι νέοι συσχετισμοί στο Κογκρέσο αναμένεται να συμβάλουν ώστε να υπάρξει πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση για τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου καθώς οι Ρεπουμπλικανοί στη Γερουσία και τη Βουλή προσεγγίζουν πιο θετικά το συγκεκριμένο εγχείρημα στο πλαίσιο της απελευθέρωσης των αγορών, σε αντίθεση με αρκετούς Δημοκρατικούς νομοθέτες που ανησυχούσαν ότι θα οδηγούσε σε απώλεια θέσεων εργασίας για Αμερικανούς εργαζομένους.
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό, το αποτέλεσμα είναι απόρροια της απογοήτευσης που νιώθει μεγάλο τμήμα της κοινωνίας για το γεγονός ότι παρότι η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται με ενθαρρυντικούς ρυθμούς και βρίσκεται σε σαφώς καλύτερη κατάσταση από αυτήν της Ευρωζώνης και άλλων σημαντικών χωρών, η ανάκαμψη που καταγράφεται είναι άνιση. Η πραγματικότητα αυτή κόστισε στον Δημοκρατικό πρόεδρο, από τον οποίο τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα είχαν μεγάλες προσδοκίες και απαιτήσεις. Φυσικά, δύσκολα μπορεί να δει κανείς πώς η παντοδυναμία των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία και τη Βουλή θα συμβάλει σε μια πιο δίκαια διάχυση των οφειλών από τη θετική πορεία της οικονομίας, αλλά η συμπεριφορά στην κάλπη δεν κινείται πάντα με βάση τη λογική, αλλά συχνά είναι μια ενστικτώδης αντίδραση ή και απόρροια μιας γενικότερης αίσθησης.
Οι Ρεπουμπλικανοί έχουν υποσχεθεί μειώσεις φόρων, ενώ έχουν δώσει έμφαση στην ανατροπή της μεγάλης μεταρρύθμισης του συστήματος ιατρικής ασφάλισης που εισήγαγε ο κ. Ομπάμα. Ομως, η σχετικά μικρή πλειοψηφία που θα έχουν στη Γερουσία δεν θα επιτρέψει τέτοιες αλλαγές. Αντιμέτωπος με ένα «εχθρικό» Κογκρέσο, ο Μπαράκ Ομπάμα θα κάνει συχνή χρήση του προεδρικού βέτο.
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος θα αναζητήσει διακομματική συνεργασία, αλλά δύσκολα θα την εξασφαλίσει, κυρίως λόγω των αποστάσεων που αναμένεται να τηρήσουν οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευθούν τη δυναμική της νίκης τους.
Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη διετία θα αφορά λιγότερο τον νυν πρόεδρο και περισσότερο τη μάχη για την ανάδειξη του ανθρώπου που θα τον αντικαταστήσει. Με αυτό το σκεπτικό θα κινηθούν οι περισσότεροι σύμμαχοι και εταίροι της Ουάσιγκτον, αλλά και οι «αντίπαλοί» της, χωρίς φυσικά να σημαίνει αυτό ότι έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν επί μια διετία τον ηγέτη της ισχυρότερης χώρας του κόσμου.
Από την άλλη, οι φιλελεύθερες δυνάμεις, που αποτελούν τους πιο σθεναρούς υποστηρικτές του Δημοκρατικού προέδρου, δεν έχουν κρύψει την απογοήτευσή τους για εξελίξεις όπως είναι η αυξανόμενη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών, η συνεχιζόμενη λειτουργία του στρατοπέδου κράτησης του Γκουαντάναμο, οι εκτεταμένες παρακολουθήσεις από τις μυστικές υπηρεσίες κ.λπ.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, αποτελεί πλήγμα -ιδιαίτερα στη σημερινή ευαίσθητη συγκυρία στην κυπριακή ΑΟΖ- η απώλεια της προεδρίας της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας από τον Δημοκρατικό Ρόμπερτ Μενέντεζ. Θα περάσει στον Ρεπουμπλικανό Μπομπ Κόρκερ από τη μέχρι τώρα στάση του οποίου προκύπτει ότι δεν θα είναι επικριτικός έναντι της Τουρκίας.
Οι νέοι συσχετισμοί στο Κογκρέσο αναμένεται να συμβάλουν ώστε να υπάρξει πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση για τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου καθώς οι Ρεπουμπλικανοί στη Γερουσία και τη Βουλή προσεγγίζουν πιο θετικά το συγκεκριμένο εγχείρημα στο πλαίσιο της απελευθέρωσης των αγορών, σε αντίθεση με αρκετούς Δημοκρατικούς νομοθέτες που ανησυχούσαν ότι θα οδηγούσε σε απώλεια θέσεων εργασίας για Αμερικανούς εργαζομένους.
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό, το αποτέλεσμα είναι απόρροια της απογοήτευσης που νιώθει μεγάλο τμήμα της κοινωνίας για το γεγονός ότι παρότι η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται με ενθαρρυντικούς ρυθμούς και βρίσκεται σε σαφώς καλύτερη κατάσταση από αυτήν της Ευρωζώνης και άλλων σημαντικών χωρών, η ανάκαμψη που καταγράφεται είναι άνιση. Η πραγματικότητα αυτή κόστισε στον Δημοκρατικό πρόεδρο, από τον οποίο τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα είχαν μεγάλες προσδοκίες και απαιτήσεις. Φυσικά, δύσκολα μπορεί να δει κανείς πώς η παντοδυναμία των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία και τη Βουλή θα συμβάλει σε μια πιο δίκαια διάχυση των οφειλών από τη θετική πορεία της οικονομίας, αλλά η συμπεριφορά στην κάλπη δεν κινείται πάντα με βάση τη λογική, αλλά συχνά είναι μια ενστικτώδης αντίδραση ή και απόρροια μιας γενικότερης αίσθησης.
Οι Ρεπουμπλικανοί έχουν υποσχεθεί μειώσεις φόρων, ενώ έχουν δώσει έμφαση στην ανατροπή της μεγάλης μεταρρύθμισης του συστήματος ιατρικής ασφάλισης που εισήγαγε ο κ. Ομπάμα. Ομως, η σχετικά μικρή πλειοψηφία που θα έχουν στη Γερουσία δεν θα επιτρέψει τέτοιες αλλαγές. Αντιμέτωπος με ένα «εχθρικό» Κογκρέσο, ο Μπαράκ Ομπάμα θα κάνει συχνή χρήση του προεδρικού βέτο.
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος θα αναζητήσει διακομματική συνεργασία, αλλά δύσκολα θα την εξασφαλίσει, κυρίως λόγω των αποστάσεων που αναμένεται να τηρήσουν οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευθούν τη δυναμική της νίκης τους.
Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη διετία θα αφορά λιγότερο τον νυν πρόεδρο και περισσότερο τη μάχη για την ανάδειξη του ανθρώπου που θα τον αντικαταστήσει. Με αυτό το σκεπτικό θα κινηθούν οι περισσότεροι σύμμαχοι και εταίροι της Ουάσιγκτον, αλλά και οι «αντίπαλοί» της, χωρίς φυσικά να σημαίνει αυτό ότι έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν επί μια διετία τον ηγέτη της ισχυρότερης χώρας του κόσμου.