Η προέλαση του «Ισλαμικού Κράτους»
(ISIS) και ο αποτρόπαιος αποκεφαλισμός δύο Αμερικανών δημοσιογράφων
ανάγκασαν έναν εμφανώς απρόθυμο Μπαράκ Ομπάμα να επιστρέψει στο
ναρκοπέδιο που λέγεται Ιράκ. Επεκτείνοντας, την περασμένη εβδομάδα, τους
αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον των τζιχαντιστών και στη γειτονική
Συρία, ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε άλλο ένα μεγάλο άλμα προς το άγνωστο,
κάτι που αναγνωρίζουν ακόμη και οι πιο σοβαροί υποστηρικτές του. «Λάθος
επιλογή στη Συρία, χωρίς πειστικό σχέδιο», ήταν ο σχετικός τίτλος
κύριου άρθρου των New York Times, την περασμένη Τρίτη. Σε πρώτη ματιά, η
επέκταση των αμερικανικών επιχειρήσεων στη Συρία έχει νόημα. Εδώ είναι
που ανδρώθηκε το ISIS, μέσα από τον ένοπλο αγώνα εναντίον του καθεστώτος
Ασαντ (ένοπλο αγώνα, που ενισχύθηκε γενναιόδωρα από τους περιφερειακούς
συμμάχους των ΗΠΑ) και εδώ είναι που διατηρεί τις πιο σταθερές βάσεις
του.
Επομένως, το να βομβαρδίσει ή και να εκδιώξει κανείς τους τζιχαντιστές από περιοχές του Ιράκ δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα, αφού θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να φέρουν ενισχύσεις από τη γειτονική χώρα. Επιπλέον, οι σουνίτες ισλαμιστές του ISIS νιώθουν σαν το ψάρι στο νερό του όταν βρίσκονται στη Συρία, όπου άνω του 60% του πληθυσμού είναι επίσης σουνίτες, ενώ στο Ιράκ το αντίστοιχο ποσοστό είναι της τάξης του 20%.
Από εδώ και πέρα, όμως, αρχίζουν τα παράδοξα. Πρώτα απ’ όλα, ο Μπαράκ Ομπάμα, που πάσχισε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, κινδυνεύει να παγιδευτεί σε μια νέα πολεμική περιπέτεια χωρίς ξεκάθαρο στόχο και ημερομηνία λήξης. Μέχρι την περασμένη Τρίτη, ως μοναδικός στόχος της αμερικανικής εκστρατείας εμφανιζόταν το ISIS. Οπου ξαφνικά, ο Αμερικανός πρόεδρος, εν είδει ταχυδακτυλουργού που βγάζει κουνέλι από το καπέλο, εμφάνισε έναν δεύτερο, παγκοσμίως άγνωστο εχθρό, την «Οργάνωση Χορασάν». Η εν λόγω οργάνωση, για την οποία έγκυρα περιοδικά όπως το Foreing Policy αμφισβητούν όχι μόνο την επικινδυνότητα, αλλά και αυτή την ύπαρξή της, εμφανίζεται ως παρακλάδι της Αλ Κάιντα έτοιμο να χτυπήσει στόχους επί αμερικανικού εδάφους. Αραγε ξέρουν κάτι παραπάνω οι αμερικανικές υπηρεσίες ή μήπως κάποιοι κατασκευάζουν φαντάσματα για να σύρουν τον Ομπάμα σε έναν νέο μακρύ πόλεμο; Ιδωμεν.
Επειτα, οι πάντες αναγνωρίζουν ότι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να περιορίσουν προσωρινά το ISIS -αν και μέχρι στιγμής ούτε αυτό έχουν καταφέρει- αλλά δεν είναι δυνατόν να το νικήσουν τελειωτικά, κάτι που προϋποθέτει επέμβαση χερσαίων δυνάμεων. Ωστόσο, οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν ούτε στη Συρία ούτε στο Ιράκ φίλιες δυνάμεις ικανές να παίξουν αυτόν τον ρόλο, σε αντίθεση με την περίπτωση της (διαλυμένης, σήμερα) Λιβύης, όπου τον ρόλο του «πεζικού του ΝΑΤΟ» έπαιξε η ντόπια αντιπολίτευση.
Στο Ιράκ, ο κυβερνητικός στρατός είναι αξιοθρήνητος, ενώ η κατά πλειοψηφία σιιτική κυβέρνηση αποκλείει το ενδεχόμενο επέμβασης χερσαίων δυνάμεων, είτε από τους Δυτικούς είτε από τα σουνιτικά αραβικά κράτη της περιοχής. Στη Συρία, πάλι, ο φιλοδυτικός Ελεύθερος Συριακός Στρατός (FSA), που δίνει διμέτωπο αγώνα με τον Ασαντ και τους ισλαμιστές, ελάχιστη δύναμη έχει στο πεδίο της μάχης. Μάλιστα, οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί εναντίον του ISIS ενισχύουν στην πράξη το καθεστώς Ασαντ, το οποίο δράττεται της ευκαιρίας για να σταθεροποιήσει τις θέσεις του σε βάρος της ένοπλης αντιπολίτευσης, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει ως ντε φάκτο σύμμαχος της Δύσης στον αντιτρομοκρατικό αγώνα.
Με εξαίρεση τους Κούρδους Πεσμεργκά του Βορείου Ιράκ, οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις που όντως πολεμούν το ISIS είναι κακοί δαίμονες των Αμερικανών: το καθεστώς Ασαντ στη Συρία, το Ιράν, η Χεζμπολάχ και οι αριστεροί Κούρδοι του YPG, συριακού κλάδου τού υπό τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν ΡΚΚ. Τούτων δοθέντων, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του ISIS προϋποθέτει μια διεθνώς συμφωνημένη ανακωχή στον συριακό εμφύλιο και την εμπλοκή της Συρίας και του Ιράν στον κοινό αγώνα – με άλλα λόγια, ένα σημαντικό επανακαθορισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή, κάτι που δεν φαίνεται να έχει ωριμάσει ακόμη.
Επομένως, το να βομβαρδίσει ή και να εκδιώξει κανείς τους τζιχαντιστές από περιοχές του Ιράκ δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα, αφού θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να φέρουν ενισχύσεις από τη γειτονική χώρα. Επιπλέον, οι σουνίτες ισλαμιστές του ISIS νιώθουν σαν το ψάρι στο νερό του όταν βρίσκονται στη Συρία, όπου άνω του 60% του πληθυσμού είναι επίσης σουνίτες, ενώ στο Ιράκ το αντίστοιχο ποσοστό είναι της τάξης του 20%.
Από εδώ και πέρα, όμως, αρχίζουν τα παράδοξα. Πρώτα απ’ όλα, ο Μπαράκ Ομπάμα, που πάσχισε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, κινδυνεύει να παγιδευτεί σε μια νέα πολεμική περιπέτεια χωρίς ξεκάθαρο στόχο και ημερομηνία λήξης. Μέχρι την περασμένη Τρίτη, ως μοναδικός στόχος της αμερικανικής εκστρατείας εμφανιζόταν το ISIS. Οπου ξαφνικά, ο Αμερικανός πρόεδρος, εν είδει ταχυδακτυλουργού που βγάζει κουνέλι από το καπέλο, εμφάνισε έναν δεύτερο, παγκοσμίως άγνωστο εχθρό, την «Οργάνωση Χορασάν». Η εν λόγω οργάνωση, για την οποία έγκυρα περιοδικά όπως το Foreing Policy αμφισβητούν όχι μόνο την επικινδυνότητα, αλλά και αυτή την ύπαρξή της, εμφανίζεται ως παρακλάδι της Αλ Κάιντα έτοιμο να χτυπήσει στόχους επί αμερικανικού εδάφους. Αραγε ξέρουν κάτι παραπάνω οι αμερικανικές υπηρεσίες ή μήπως κάποιοι κατασκευάζουν φαντάσματα για να σύρουν τον Ομπάμα σε έναν νέο μακρύ πόλεμο; Ιδωμεν.
Επειτα, οι πάντες αναγνωρίζουν ότι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να περιορίσουν προσωρινά το ISIS -αν και μέχρι στιγμής ούτε αυτό έχουν καταφέρει- αλλά δεν είναι δυνατόν να το νικήσουν τελειωτικά, κάτι που προϋποθέτει επέμβαση χερσαίων δυνάμεων. Ωστόσο, οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν ούτε στη Συρία ούτε στο Ιράκ φίλιες δυνάμεις ικανές να παίξουν αυτόν τον ρόλο, σε αντίθεση με την περίπτωση της (διαλυμένης, σήμερα) Λιβύης, όπου τον ρόλο του «πεζικού του ΝΑΤΟ» έπαιξε η ντόπια αντιπολίτευση.
Στο Ιράκ, ο κυβερνητικός στρατός είναι αξιοθρήνητος, ενώ η κατά πλειοψηφία σιιτική κυβέρνηση αποκλείει το ενδεχόμενο επέμβασης χερσαίων δυνάμεων, είτε από τους Δυτικούς είτε από τα σουνιτικά αραβικά κράτη της περιοχής. Στη Συρία, πάλι, ο φιλοδυτικός Ελεύθερος Συριακός Στρατός (FSA), που δίνει διμέτωπο αγώνα με τον Ασαντ και τους ισλαμιστές, ελάχιστη δύναμη έχει στο πεδίο της μάχης. Μάλιστα, οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί εναντίον του ISIS ενισχύουν στην πράξη το καθεστώς Ασαντ, το οποίο δράττεται της ευκαιρίας για να σταθεροποιήσει τις θέσεις του σε βάρος της ένοπλης αντιπολίτευσης, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει ως ντε φάκτο σύμμαχος της Δύσης στον αντιτρομοκρατικό αγώνα.
Με εξαίρεση τους Κούρδους Πεσμεργκά του Βορείου Ιράκ, οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις που όντως πολεμούν το ISIS είναι κακοί δαίμονες των Αμερικανών: το καθεστώς Ασαντ στη Συρία, το Ιράν, η Χεζμπολάχ και οι αριστεροί Κούρδοι του YPG, συριακού κλάδου τού υπό τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν ΡΚΚ. Τούτων δοθέντων, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του ISIS προϋποθέτει μια διεθνώς συμφωνημένη ανακωχή στον συριακό εμφύλιο και την εμπλοκή της Συρίας και του Ιράν στον κοινό αγώνα – με άλλα λόγια, ένα σημαντικό επανακαθορισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή, κάτι που δεν φαίνεται να έχει ωριμάσει ακόμη.