ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ* Η παρουσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας θα προσέδιδε κύρος και θα
αποτελούσε ιδανική ευκαιρία για την προώθηση των τουρκικών θέσεων σε
μια σειρά προβλημάτων περιφερειακής και παγκόσμιας ασφαλείας.
Μία είδηση από τη Νέα Υόρκη ήλθε να
αναζωπυρώσει τη συζήτηση για την πορεία και την αποτελεσματικότητα της
τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η αποτυχία της Τουρκίας να εκλεγεί ως μη
μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας στη σχετική ψηφοφορία στη Γενική
Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) δεν θα ήταν τόσο
σημαντική, αν η ίδια η χώρα δεν είχε επενδύσει σημαντικούς πόρους στον
στόχο αυτό. Η παρουσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας θα προσέδιδε κύρος και θα
αποτελούσε ιδανική ευκαιρία για την προώθηση των τουρκικών θέσεων σε
μια σειρά προβλημάτων περιφερειακής και παγκόσμιας ασφαλείας. Τούτο
αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία ενόψει και της προσπάθειας απογαλακτισμού
της τουρκικής στρατηγικής από τις δυτικές και αμερικανικές στρατηγικές
επιλογές.
Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών υπολόγιζε ότι η αυξημένη οικονομική και διπλωματική παρουσία της Τουρκίας στην υποσαχάρια Αφρική και στη Λατινική Αμερική θα συνεισέφερε αποφασιστικώς στην επιτυχία. Ωστόσο, οι αισιόδοξες προβλέψεις διεψεύσθησαν. Η άνετη επικράτηση της Ισπανίας στον τελικό γύρο της ψηφοφορίας (132 ψήφοι έναντι 60) είναι ενδεικτική της φθίνουσας δημοφιλίας της Τουρκίας και εκτός του δυτικού κόσμου, καθώς και του προβληματισμού που προκαλεί η τουρκική εξωτερική πολιτική εντός και εκτός της Μέσης Ανατολής.
Ο ελάχιστος αριθμός ακροατών κατά την προ μερικών εβδομάδων ομιλία του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο πλαίσιο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ υπήρξε προάγγελος αυτής της αποτυχίας. Η εικόνα των κενών εδράνων ήταν τόσο απογοητευτική, που μερικές από τις συμπολιτευόμενες εφημερίδες της Τουρκίας προτίμησαν να «διορθώσουν» τη φωτογραφία με τη χρήση φωτογραφικού λογισμικού. Ηταν αδύνατο να συμβιβάσει κανείς την παρουσίαση του Τούρκου προέδρου ως «δυναμικού εκπροσώπου των αδικημένων του πλανήτη» με την παγερή αδιαφορία των εκπροσώπων ακόμη και των ισλαμικών χωρών ή του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Πριν από μερικά χρόνια η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική. Η Τουρκία διέθετε επιτυχίες οικονομικές και φιλόδοξο πρόγραμμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και παρουσιαζόταν ως η ανερχόμενη δύναμη της Μέσης Ανατολής. Διατηρούσε διαύλους επικοινωνίας με όλα τα αντιμαχόμενα μέρη σε μία από τις πιο εύφλεκτες και ασταθείς περιοχές του πλανήτη. Το κυριότερο, εμφανιζόταν ικανή να λειτουργήσει ως περιφερειακό πρότυπο και να συμβάλει καταλυτικά στην επίλυση των περιφερειακών συγκρούσεων.
Σήμερα η Τουρκία έχει πλέον σπαταλήσει όλο σχεδόν το διπλωματικό κεφάλαιο που με κόπους είχε συσσωρεύσει και φαντάζει πλέον μέρος του προβλήματος στη Μέση Ανατολή. Για διαφόρους λόγους έχει υποβαθμισμένη ή ανύπαρκτη διπλωματική παρουσία σε Αίγυπτο, Ισραήλ και Συρία, ενώ οι σχέσεις της με το Ιράκ και το Ιράν είναι κάθε άλλο παρά αγαστές. Με την εξαίρεση της κυβερνήσεως της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας και –ίσως– της Κουρδικής Αυτονόμου Κυβερνήσεως του βορείου Ιράκ, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι η Τουρκία διάγει περίοδο πρωτοφανούς απομονώσεως στη Μέση Ανατολή.
Οι στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις περί την πολιορκία του Κομπάνι στη βόρεια Συρία κατέδειξαν εκ νέου τις αστοχίες αλλά και την απομόνωση της τουρκικής διπλωματίας. Οι αμφίσημες δηλώσεις και οι διατυπωθέντες όροι σχετικά με τη συμμετοχή της Τουρκίας στη διεθνή συμμαχία εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους» δεν ενθουσίασαν ούτε τους δυτικούς ούτε τους Αραβες εταίρους της Τουρκίας. Η απόφαση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση Κούρδων μαχητών προς το Κομπάνι ελήφθη μόνον μετά την αμερικανική απόφαση από αέρος ενισχύσεως των Κούρδων υπερασπιστών της πόλεως. Αντί να κατευθύνει τις εξελίξεις, η τουρκική εξωτερική πολιτική μάλλον σύρεται από αυτές.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών υπολόγιζε ότι η αυξημένη οικονομική και διπλωματική παρουσία της Τουρκίας στην υποσαχάρια Αφρική και στη Λατινική Αμερική θα συνεισέφερε αποφασιστικώς στην επιτυχία. Ωστόσο, οι αισιόδοξες προβλέψεις διεψεύσθησαν. Η άνετη επικράτηση της Ισπανίας στον τελικό γύρο της ψηφοφορίας (132 ψήφοι έναντι 60) είναι ενδεικτική της φθίνουσας δημοφιλίας της Τουρκίας και εκτός του δυτικού κόσμου, καθώς και του προβληματισμού που προκαλεί η τουρκική εξωτερική πολιτική εντός και εκτός της Μέσης Ανατολής.
Ο ελάχιστος αριθμός ακροατών κατά την προ μερικών εβδομάδων ομιλία του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο πλαίσιο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ υπήρξε προάγγελος αυτής της αποτυχίας. Η εικόνα των κενών εδράνων ήταν τόσο απογοητευτική, που μερικές από τις συμπολιτευόμενες εφημερίδες της Τουρκίας προτίμησαν να «διορθώσουν» τη φωτογραφία με τη χρήση φωτογραφικού λογισμικού. Ηταν αδύνατο να συμβιβάσει κανείς την παρουσίαση του Τούρκου προέδρου ως «δυναμικού εκπροσώπου των αδικημένων του πλανήτη» με την παγερή αδιαφορία των εκπροσώπων ακόμη και των ισλαμικών χωρών ή του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Πριν από μερικά χρόνια η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική. Η Τουρκία διέθετε επιτυχίες οικονομικές και φιλόδοξο πρόγραμμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και παρουσιαζόταν ως η ανερχόμενη δύναμη της Μέσης Ανατολής. Διατηρούσε διαύλους επικοινωνίας με όλα τα αντιμαχόμενα μέρη σε μία από τις πιο εύφλεκτες και ασταθείς περιοχές του πλανήτη. Το κυριότερο, εμφανιζόταν ικανή να λειτουργήσει ως περιφερειακό πρότυπο και να συμβάλει καταλυτικά στην επίλυση των περιφερειακών συγκρούσεων.
Σήμερα η Τουρκία έχει πλέον σπαταλήσει όλο σχεδόν το διπλωματικό κεφάλαιο που με κόπους είχε συσσωρεύσει και φαντάζει πλέον μέρος του προβλήματος στη Μέση Ανατολή. Για διαφόρους λόγους έχει υποβαθμισμένη ή ανύπαρκτη διπλωματική παρουσία σε Αίγυπτο, Ισραήλ και Συρία, ενώ οι σχέσεις της με το Ιράκ και το Ιράν είναι κάθε άλλο παρά αγαστές. Με την εξαίρεση της κυβερνήσεως της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας και –ίσως– της Κουρδικής Αυτονόμου Κυβερνήσεως του βορείου Ιράκ, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι η Τουρκία διάγει περίοδο πρωτοφανούς απομονώσεως στη Μέση Ανατολή.
Οι στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις περί την πολιορκία του Κομπάνι στη βόρεια Συρία κατέδειξαν εκ νέου τις αστοχίες αλλά και την απομόνωση της τουρκικής διπλωματίας. Οι αμφίσημες δηλώσεις και οι διατυπωθέντες όροι σχετικά με τη συμμετοχή της Τουρκίας στη διεθνή συμμαχία εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους» δεν ενθουσίασαν ούτε τους δυτικούς ούτε τους Αραβες εταίρους της Τουρκίας. Η απόφαση της Τουρκίας να επιτρέψει τη διέλευση Κούρδων μαχητών προς το Κομπάνι ελήφθη μόνον μετά την αμερικανική απόφαση από αέρος ενισχύσεως των Κούρδων υπερασπιστών της πόλεως. Αντί να κατευθύνει τις εξελίξεις, η τουρκική εξωτερική πολιτική μάλλον σύρεται από αυτές.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.