Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ* Παρατηρούμε ότι η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει την ένταση
σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις της στους θαλασσίους χώρους του Αιγαίου
και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η συμπεριφορά υπαγορεύεται από τη
στρατηγική προτεραιότητα της Τουρκίας να αυξήσει τη θαλασσία της ισχύ,
κάτι που θα της επιτρέψει να διευρύνει ακόμη περισσότερο την θεμελιακή
έννοια για την εξωτερική της πολιτική, αυτή δηλαδή του στρατηγικού
βάθους.Το ερώτημα στρατηγικής που εγείρεται από τις διεκδικήσεις της Άγκυρας
στο δεδομένο θέμα είναι: γιατί η Τουρκία επιδεικνύει τόση ευαισθησία
για το θαλάσσιο χώρο της Ελλάδος και της Κύπρου, την οποία συνοδεύει
μάλιστα και με ανοικτές απειλές;
Η πολυσύνθετη έννοια της θαλασσίας ισχύος αναλύθηκε για πρώτη φορά από τον κορυφαίο θεωρητικό της γεωπολιτικής του θαλασσίου χώρου, τον αμερικανό Άλφρεντ Μάχαν (1840-1914), από τον οποίο επηρεάστηκε και ο Νταβούτογλου και ο οποίος προσδιορίζει τη θαλασσία ισχύ ως τη δυνατότητα ελέγχου των θαλασσίων οδών καθώς επίσης και της νομής και κατοχής των θαλασσίων πόρων, οι οποίοι προσδίδουν πολιτική δύναμη και οικονομική ευρωστία στα κράτη. Ο Μάχαν, αφού αφιέρωσε χρόνια μελέτης στην ιστορία της ανόδου της Μεγάλης Βρετανίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δυνάμεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θαλασσία ισχύς μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετατροπή ενός κράτους σε ισχυρό, αν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
Αν διαθέτει κατάλληλη γεωγραφική θέση, όπως για παράδειγμα να γειτνιάζει με σημαντικές θαλάσσιες διόδους. Αν η φυσική διαμόρφωση των ακτογραμμών του τού παρέχει πρόσθετα πλεονεκτήματα όπως νησιά και φυσικά λιμάνια. Αν διαθέτει μεγάλη έκταση ακτογραμμής σε σχέση με τον πληθυσμό του. Αν έχει ψηλό ποσοστό πληθυσμού το οποίο στρέφεται προς τη θάλασσα (αλιεία, εμπορικό ναυτικό, ισχυρό πολεμικό ναυτικό). Αν η πολιτική της κυβέρνησης παρέχει συστηματική και ευφυή καθοδήγηση με στόχο την ανάπτυξη της θαλασσίας ισχύος.
Αυτό που σήμερα περιορίζει την ανάπτυξη της τουρκικής θαλασσίας ισχύος, σε σχέση με τις πέντε προαναφερθείσες προϋποθέσεις, είναι το μειονέκτημα που προσδιορίζεται από την ανισορροπία που προκαλείται από την ύπαρξη σε μεγάλη έκταση ακτογραμμής της χώρας χωρίς όμως να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε ανοικτή θάλασσα, τόσο στο Αιγαίο, λόγω του ελλαδικού πλεονεκτήματος, όσο στην Α. Μεσόγειο, λόγω της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή η πραγματικότητα επιβάλει στην Τουρκία το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών», τη μειονεκτική γεωπολιτική θέση δηλαδή ότι είναι εγκλωβισμένη στα δικά της χωρικά ύδατα λόγω του ότι τρία βασικά της λιμάνια (Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης και Μερσίνας) είναι από θαλάσσης αποκλεισμένα καθώς επίσης παραμένει χωρίς πρόσβαση στις ναυτικές οδούς που εξασφαλίζουν διασύνδεση της Τουρκίας με το δυτικό κόσμο και τη Μέση Ανατολή. Ως εκ τούτου η Τουρκία παραμένει κράτος ξηράς, όπως επέβαλαν οι δυτικές δυνάμεις με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920.
Με το νέο στρατηγικό σχεδιασμό των ισλαμιστών όπου η Τουρκία θα πρέπει να αναδυθεί, μέχρι τα μέσα του τρέχοντος αιώνος, με πλανητικούς όρους, σε δύναμη διεθνούς εμβέλειας, το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών» περιορίζει την Τουρκία από το ζωτικό χώρο της εγγύς θαλασσίας λεκάνης (Μαύρη Θάλασσα, Αν. Μεσόγειο, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος) ο οποίος είναι κομβικής σημασίας, κατά το Νταβούτογλου, για τα μακροχρόνια σχέδια της χώρας του.
Επιπλέον παράγοντες οι οποίοι αναγκάζουν την Τουρκία να κινηθεί προς την κατεύθυνση απόκτησης θαλασσίας ισχύος είναι: α) Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, η οποία αυξάνει τις προϋποθέσεις του διεθνούς εμπορίου, και μάλιστα διά θαλάσσης, β) Η ραγδαία αύξηση των παγκοσμίων ενεργειακών αναγκών γεγονός που καθιστά τόσο τις υποθαλάσσιες ενεργειακές πηγές όσο και τις θαλάσσιες ενεργειακές οδούς του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου σε μείζονος σημασίας γεωστρατηγικά εργαλεία, ιδιαίτερα αν δει κάποιος αυτό τον παράγοντα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές προσπάθειες απεξάρτησης της Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Ο Νταβούτογλου, με το δόγμα του στρατηγικού βάθους, εισάγει στη σύγχρονη τουρκική εξωτερική πολιτική κεντρικές γεωπολιτικές έννοιες όπως, της εγγύτητας, της ενδοχώρας και του κεντρικού βάρους. Κατά το Νταβούτογλου, η Τουρκία δεν θα μπορέσει ποτέ να αυξήσει την επιρροή της στην ενδοχώρα, δηλαδή στην Κεντρική Ασία και Μέση Ανατολή, εκεί που βρίσκονται οι πλούσιες ενεργειακές πηγές, αν πρώτα στην εγγύς θαλασσία λεκάνη (γεωπολιτική εγγύτητα) δεν υλοποιήσει μία στρατηγική υπεροχής θαλασσίας ισχύος. Γι’ αυτό, εισηγείται η Τουρκία να γίνει η κύρια ναυτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα, Αδριατική, Ερυθρά Θάλασσα μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα. Μέσα σε αυτό πλαίσιο κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη της Τουρκικής θαλασσίας ισχύος αποτελούν οι θαλάσσιοι χώροι του Αιγαίου και αυτοί γύρω από την Κύπρο.
Θεμελιακής σημασίας για την κατανόηση της γεωπολιτικής σκέψης του Νταβούτογλου και κατ’ επέκταση της σημερινής Τουρκικής διπλωματίας είναι η έμφαση την οποία αποδίδει στη θεωρία της ναυτικής ισχύος, σύμφωνα με την οποία η θαλάσσια δύναμη εξασφαλίζει το μέγιστο βαθμό ελέγχου με τον ελάχιστο βαθμό επιβολής.
Η ουσία αυτής της γεωστρατηγικής προσέγγισης βρίσκεται στην αντίληψη ότι ο έλεγχος επί των ηπειρωτικών περιοχών απαιτεί πλήρη επιβολή στους τοπικούς πληθυσμούς. Ενώ, αντιθέτως, η κυριαρχία στους θαλασσίους χώρους απαιτεί όχι πλήρη έλεγχο και συνεχή στρατιωτική παρουσία, όπως στις ηπειρωτικές περιοχές, αλλά αποτελεσματικό έλεγχο επί των θαλασσίων χώρων και οδών.
Επομένως, θα ήταν παιδαριώδες σφάλμα στρατηγικής προσπέλασης και ανάλυσης να μη θεωρείται ως πηγή των τουρκικών διεκδικήσεων και ηγεμονικών αξιώσεων επί του Αιγαίου και των θαλασσίων χώρων της Κύπρου ο γεωστρατηγικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας.
*Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Η πολυσύνθετη έννοια της θαλασσίας ισχύος αναλύθηκε για πρώτη φορά από τον κορυφαίο θεωρητικό της γεωπολιτικής του θαλασσίου χώρου, τον αμερικανό Άλφρεντ Μάχαν (1840-1914), από τον οποίο επηρεάστηκε και ο Νταβούτογλου και ο οποίος προσδιορίζει τη θαλασσία ισχύ ως τη δυνατότητα ελέγχου των θαλασσίων οδών καθώς επίσης και της νομής και κατοχής των θαλασσίων πόρων, οι οποίοι προσδίδουν πολιτική δύναμη και οικονομική ευρωστία στα κράτη. Ο Μάχαν, αφού αφιέρωσε χρόνια μελέτης στην ιστορία της ανόδου της Μεγάλης Βρετανίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δυνάμεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θαλασσία ισχύς μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετατροπή ενός κράτους σε ισχυρό, αν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
Αν διαθέτει κατάλληλη γεωγραφική θέση, όπως για παράδειγμα να γειτνιάζει με σημαντικές θαλάσσιες διόδους. Αν η φυσική διαμόρφωση των ακτογραμμών του τού παρέχει πρόσθετα πλεονεκτήματα όπως νησιά και φυσικά λιμάνια. Αν διαθέτει μεγάλη έκταση ακτογραμμής σε σχέση με τον πληθυσμό του. Αν έχει ψηλό ποσοστό πληθυσμού το οποίο στρέφεται προς τη θάλασσα (αλιεία, εμπορικό ναυτικό, ισχυρό πολεμικό ναυτικό). Αν η πολιτική της κυβέρνησης παρέχει συστηματική και ευφυή καθοδήγηση με στόχο την ανάπτυξη της θαλασσίας ισχύος.
Αυτό που σήμερα περιορίζει την ανάπτυξη της τουρκικής θαλασσίας ισχύος, σε σχέση με τις πέντε προαναφερθείσες προϋποθέσεις, είναι το μειονέκτημα που προσδιορίζεται από την ανισορροπία που προκαλείται από την ύπαρξη σε μεγάλη έκταση ακτογραμμής της χώρας χωρίς όμως να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε ανοικτή θάλασσα, τόσο στο Αιγαίο, λόγω του ελλαδικού πλεονεκτήματος, όσο στην Α. Μεσόγειο, λόγω της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή η πραγματικότητα επιβάλει στην Τουρκία το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών», τη μειονεκτική γεωπολιτική θέση δηλαδή ότι είναι εγκλωβισμένη στα δικά της χωρικά ύδατα λόγω του ότι τρία βασικά της λιμάνια (Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης και Μερσίνας) είναι από θαλάσσης αποκλεισμένα καθώς επίσης παραμένει χωρίς πρόσβαση στις ναυτικές οδούς που εξασφαλίζουν διασύνδεση της Τουρκίας με το δυτικό κόσμο και τη Μέση Ανατολή. Ως εκ τούτου η Τουρκία παραμένει κράτος ξηράς, όπως επέβαλαν οι δυτικές δυνάμεις με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920.
Με το νέο στρατηγικό σχεδιασμό των ισλαμιστών όπου η Τουρκία θα πρέπει να αναδυθεί, μέχρι τα μέσα του τρέχοντος αιώνος, με πλανητικούς όρους, σε δύναμη διεθνούς εμβέλειας, το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών» περιορίζει την Τουρκία από το ζωτικό χώρο της εγγύς θαλασσίας λεκάνης (Μαύρη Θάλασσα, Αν. Μεσόγειο, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος) ο οποίος είναι κομβικής σημασίας, κατά το Νταβούτογλου, για τα μακροχρόνια σχέδια της χώρας του.
Επιπλέον παράγοντες οι οποίοι αναγκάζουν την Τουρκία να κινηθεί προς την κατεύθυνση απόκτησης θαλασσίας ισχύος είναι: α) Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, η οποία αυξάνει τις προϋποθέσεις του διεθνούς εμπορίου, και μάλιστα διά θαλάσσης, β) Η ραγδαία αύξηση των παγκοσμίων ενεργειακών αναγκών γεγονός που καθιστά τόσο τις υποθαλάσσιες ενεργειακές πηγές όσο και τις θαλάσσιες ενεργειακές οδούς του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου σε μείζονος σημασίας γεωστρατηγικά εργαλεία, ιδιαίτερα αν δει κάποιος αυτό τον παράγοντα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές προσπάθειες απεξάρτησης της Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Ο Νταβούτογλου, με το δόγμα του στρατηγικού βάθους, εισάγει στη σύγχρονη τουρκική εξωτερική πολιτική κεντρικές γεωπολιτικές έννοιες όπως, της εγγύτητας, της ενδοχώρας και του κεντρικού βάρους. Κατά το Νταβούτογλου, η Τουρκία δεν θα μπορέσει ποτέ να αυξήσει την επιρροή της στην ενδοχώρα, δηλαδή στην Κεντρική Ασία και Μέση Ανατολή, εκεί που βρίσκονται οι πλούσιες ενεργειακές πηγές, αν πρώτα στην εγγύς θαλασσία λεκάνη (γεωπολιτική εγγύτητα) δεν υλοποιήσει μία στρατηγική υπεροχής θαλασσίας ισχύος. Γι’ αυτό, εισηγείται η Τουρκία να γίνει η κύρια ναυτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα, Αδριατική, Ερυθρά Θάλασσα μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα. Μέσα σε αυτό πλαίσιο κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη της Τουρκικής θαλασσίας ισχύος αποτελούν οι θαλάσσιοι χώροι του Αιγαίου και αυτοί γύρω από την Κύπρο.
Θεμελιακής σημασίας για την κατανόηση της γεωπολιτικής σκέψης του Νταβούτογλου και κατ’ επέκταση της σημερινής Τουρκικής διπλωματίας είναι η έμφαση την οποία αποδίδει στη θεωρία της ναυτικής ισχύος, σύμφωνα με την οποία η θαλάσσια δύναμη εξασφαλίζει το μέγιστο βαθμό ελέγχου με τον ελάχιστο βαθμό επιβολής.
Η ουσία αυτής της γεωστρατηγικής προσέγγισης βρίσκεται στην αντίληψη ότι ο έλεγχος επί των ηπειρωτικών περιοχών απαιτεί πλήρη επιβολή στους τοπικούς πληθυσμούς. Ενώ, αντιθέτως, η κυριαρχία στους θαλασσίους χώρους απαιτεί όχι πλήρη έλεγχο και συνεχή στρατιωτική παρουσία, όπως στις ηπειρωτικές περιοχές, αλλά αποτελεσματικό έλεγχο επί των θαλασσίων χώρων και οδών.
Επομένως, θα ήταν παιδαριώδες σφάλμα στρατηγικής προσπέλασης και ανάλυσης να μη θεωρείται ως πηγή των τουρκικών διεκδικήσεων και ηγεμονικών αξιώσεων επί του Αιγαίου και των θαλασσίων χώρων της Κύπρου ο γεωστρατηγικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας.
*Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών