29 Σεπτεμβρίου 2014

Τα τουρκικά παιχνίδια και εμείς

http://assets.philenews.com/data/2014/09/28/skitso-28092014.jpg
Η συνεχιζόμενη κρίση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ειδικά σε σχέση με τους τζιχαντιστές, επαναφέρει στο προσκήνιο τον ρόλο της Τουρκίας και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Η προσπάθεια των ΗΠΑ να οικοδομήσουν μια συμμαχία για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών φέρνει την Άγκυρα αντιμέτωπη με τους παλιούς συμμάχους της, καθώς είναι γνωστή η υποστήριξή της στην ομάδα αυτή των ισλαμιστών όλα αυτά τα χρόνια που πολεμούσαν το συριακό καθεστώς. Ακόμη και η σύλληψη Τούρκων ομήρων, που στο μεταξύ αφέθηκαν ελεύθεροι, την ίδια ώρα που άλλοι όμηροι αποκεφαλίζονται, κρίνεται από πολλούς ως συμπαιγνία ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Η Άγκυρα προβάλλει βεβαίως το επιχείρημα ότι οι σχέσεις της με τους τζιχαντιστές αναπτύχθηκαν σε μια εποχή που και οι ίδιοι οι Αμερικανοί, και γενικότερα η Δύση, τους εξόπλιζαν για την ανατροπή του καθεστώτος του Σύρου προέδρου Άσαντ. Με άλλα λόγια, η περίπτωση των τζιχαντιστών δεν διαφέρει καθόλου από αυτή των ισλαμιστών της Αλ Κάιντα, που ήταν επίσης δημιούργημα των Αμερικανών και της Δύσης, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, για την αντιμετώπιση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν. Πιο πρόσφατα η Δύση, ανατρέποντας τον Καντάφι στη Λιβύη,παρέδωσε ουσιαστικά τη χώρα στους ισλαμιστές και την αναρχία. Παραφράζοντας τον Μαρξ, η ιστορία, με τις ενέργειες των Δυτικών, επαναλαμβάνεται και αυτή τη φορά ως φάρσα!
Αν και οι Αμερικανοί γνωρίζουν ότι η Τουρκία διατηρεί πάντοτε στενές σχέσεις με τους τζιχαντιστές, εντούτοις προσπαθούν να την εντάξουν στη νέα τους ιερά συμμαχία για την αντιμετώπισή τους, λόγω της στρατηγικής της σημασίας στην περιοχή. Η Άγκυρα εκμεταλλεύεται την αμερικανική αυτή αδυναμία και προσπαθεί να ισορροπήσει σε δύο ταμπλώ. Από τη μια δεν αρνείται ανοιχτά τη συμμετοχή της στον αμερικάνικο συνασπισμό, αλλά την περιορίζει στο ελάχιστο με διάφορες προφάσεις, και από την άλλη εξακολουθεί, ειδικά μέσω των μυστικών της υπηρεσιών, να διατηρεί τις υπόγειες σχέσεις της με τους ισλαμιστές. Η τουρκική αυτή πολιτική του επιτήδειου ουδέτερου δεν είναι νέα. Η Άγκυρα έχει παράδοση σε αυτή την πολιτική από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και πιο πρόσφατα με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Και η πολιτική αυτή πληρώνει πάντα. Να θυμηθούμε τον ρόλο που ανατέθηκε στην Τουρκία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, και πιο πρόσφατα πώς οι Αμερικανοί την αντάμειψαν με το σχέδιο Ανάν, όταν δεν τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν το έδαφός της για την εισβολή στο Ιράκ.

Όλα αυτά έχουν βέβαια την εξήγησή τους και έχουν να κάνουν με τα γεωπολιτικά παιχνίδια στην περιοχή και τη στρατηγική σημασία που η Ουάσιγκτον, και η Δύση γενικότερα, αποδίδουν στη στρατηγική θέση της Τουρκίας. Κάτι που δυσκολεύονται να αντιληφθούν συνήθως οι Έλληνες πολιτικοί αναλυτές - αλλά και οι πολιτικοί - που κάθε τόσο υποβαθμίζουν αυτή τη στρατηγική σημασία, εκλαμβάνοντας τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα.

Το ερώτημα που τίθεται φυσικά είναι αν αυτή η κατάσταση είναι διαχειρίσιμη από ελληνικής πλευράς. Διότι μπορεί η Τουρκία να διαθέτει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα το οποίο εκμεταλλεύεται στο έπακρον, αλλά και η Κύπρος και η Ελλάδα έχουν τη δική τους στρατηγική σημασία, που ήταν και παραμένει πάντα σημαντική. Μάλιστα είναι γνωστό πως η στρατηγική σημασία της Τουρκίας εν μέρει υποβαθμίζεται στην περίπτωση που Ελλάδα και Κύπρος δεν ανήκουν στην ίδια με αυτή συμμαχία. Αυτό εξηγεί άλλωστε και τον μόνιμο πονοκέφαλο των Αμερικανών να διατηρηθεί άθικτη και χωρίς προβλήματα η νοτιο-ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, κάτι που πλήρωσε ακριβά η Κύπρος  τόσο με την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου όσο και με τις συνεχείς προσπάθειες αργότερα για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η βασική διαφορά ανάμεσα, παλιότερα, στην Αθήνα και την Άγκυρα, και σήμερα ανάμεσα στην Άγκυρα και τη Λευκωσία-Αθήνα, είναι πως η Άγκυρα ξέρει να εκμεταλλεύεται τη στρατηγική της σημασία και να προασπίζεται τα εθνικά της συμφέροντα χωρίς να είναι δεδομένη στους Αμερικανούς και τη Δύση, κάτι που δεν συμβαίνει με την ελληνική πλευρά. Αθήνα και Λευκωσία θεωρούνται κατά κανόνα δεδομένες, και άρα αντιμετωπίσιμες και ευάλωτες στις δυτικές πιέσεις. Και φυσικά υπ΄αυτές τις συνθήκες δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν την όποια στρατηγική τους σημασία και να προασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σημερινή προσκόλληση του Αναστασιάδη στη Δύση. Η προσκόλληση στο Βερολίνο και τη «φίλη» Μέρκελ έφερε το κούρεμα... Να δούμε τι θα φέρει η προσκόλληση στους Αμερικανούς και τους Εγγλέζους...

Θα ήθελα να κλείσω το σημερινό μου άρθρο με μια ιστορική αναφορά που οι παλιότεροι ίσως να  έχουν ξεχάσει και οι νεότεροι μάλλον δεν γνωρίζουν. Τη δεκαετία του 1960 έγινε λόγος να επισκεφτεί τη Μόσχα ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Γεώργιος Παπανδρέου. Η σοβαρή, υποτίθεται, «Καθημερινή», γνωστή για τις σχέσεις της με τα Ανάκτορα και τους Αμερικανούς, έγραψε τότε: Θα πάει ως πρωθυπουργός και θα γυρίσει ως ιδιώτης... Και φυσικά ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν τόλμησε να επισκεφτεί τη Μόσχα. Την ίδια εποχή, οι Τούρκοι πολιτικοί πηγαινοέρχονταν στη Μόσχα, συμπεριλαμβανομένου και του πρωθυπουργού τους. Έχει νομίζετε αλλάξει πολύ από τότε η πολιτική της  Αθήνας και της Λευκωσίας; Επιφανειακά, φαινομενικά, ίσως. Επί της ουσίας όχι. Απλώς υπενθυμίζω τον πόλεμο που δέχτηκε πρόσφατα ο Καραμανλής ο νεότερος για κάποια ανοίγματά του προς τη Μόσχα, τόσο από το μητσοτακέικο, αλλά και από όλο το φιλοαμερικάνικο ελλαδικό κατεστημένο.