Δημοσιεύτηκε στην ισραηλινή εφημερίδα «Χαάρετζ» στις 8 Ιουλίου
Του Νταβίντ Γκρόσμαν*
Στη μνήμη του Ρον Πούντακ, αρχιτέκτονα των Συμφωνιών του Οσλο και της Πρωτοβουλίας της Γενεύης.Ελπίδα και απελπισία. Για χρόνια, μας πέταγαν πέρα-δώθε από τον ένα στον άλλο. Σήμερα, οι περισσότεροι Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι μοιάζουν να είναι σε μια ζοφερή, επίπεδη διανοητική κατάσταση, χωρίς ορίζοντα, σε κωματώδη κατάσταση, σε ένα αυτο-προκαλούμενο μούδιασμα.
Σήμερα, σε ένα Ισραήλ που έχει γνωρίσει τόσο μεγάλη απογοήτευση, η ελπίδα (αν αναφέρεται καν) είναι πάντα διστακτική, λίγο δειλή και απολογητική. Η απελπισία, από την άλλη μεριά, είναι απολύτως σίγουρη και γεμάτη αυτοπεποίθηση σαν να μιλά εξ ονόματος κάποιου νόμου της φύσης, ενός αξιώματος που διατρανώνει ότι μεταξύ αυτών των δύο λαών δεν θα υπάρξει ποτέ ειρήνη, ότι ο πόλεμος μεταξύ τους είναι ένα ουράνιο διάταγμα και ότι γενικά θα είναι πάντα άσχημα εδώ, μόνο άσχημα. Οσον αφορά την ελπίδα, όποιος συνεχίζει να ελπίζει, όποιος συνεχίζει να πιστεύει στην πιθανότητα της ειρήνης, είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελής ή ένας παραπλανημένος ονειροπόλος και, στη χειρότερη, ένας προδότης που αποδυναμώνει τους πόρους του Ισραήλ ενθαρρύνοντάς το να παρασύρεται από ψεύτικα οράματα.
Υπό την έννοια αυτή, η ισραηλινή Δεξιά έχει κερδίσει. Η Δεξιά, η οποία υποστηρίζει αυτή την κοσμοθεωρία -σίγουρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών- έχει καταφέρει να την ενσταλάξει στην πλειονότητα των Ισραηλινών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Δεξιά δεν έχει νικήσει μόνο την Αριστερά. Εχει νικήσει το Ισραήλ. Και όχι μόνο επειδή αυτή η απαισιόδοξη κοσμοθεωρία ωθεί το Ισραήλ σε παράλυση στην περιοχή που είναι η πιο κρίσιμη για την επιβίωσή του, στην περιοχή όπου απαιτείται τόλμη κι ευελιξία και δημιουργικότητα. Η Δεξιά έχει νικήσει το Ισραήλ συνθλίβοντας αυτό που θα μπορούσε κάποτε να χαρακτηριστεί ως το «ισραηλινό πνεύμα»: εκείνη τη σπίθα, τη δυνατότητα της αναγέννησης, εκείνο το πνεύμα τού «παρ’ όλα αυτά» και το θάρρος. Και την ελπίδα.
Στην περιοχή που είναι η πιο κρίσιμη για την επιβίωσή του, το σημερινό Ισραήλ είναι σχεδόν στάσιμο, θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα και ανίκανο. Το παράξενο είναι ότι αυτή η διανοητική κατάσταση δεν προκαλεί εμφανή αγωνία. Οχι μόνο οι ηγέτες αλλά και οι περισσότεροι από τους πολίτες του μπορούν απλά να βγάζουν από το μυαλό τους αυτή την κατάσταση. Ειδικεύονται στο να διαχωρίζουν πλήρως τα δύο και συνεχίζουν να το κάνουν για πολλά χρόνια, 47 χρόνια κατοχής, και το κάνουν μάλιστα και αρκετά καλά, ενώ στο κέντρο της ύπαρξής τους υπάρχει ουσιαστικά ένα κενό. Ενα κενό δράσεων, ένα κενό συνείδησης, ένα κενό στο οποίο κυριαρχεί μια αποτελεσματική αναστολή της ηθικής κρίσης, μια αποτυχία να δουν την αδικία στη ρίζα της όλης κατάστασης.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας διηγήθηκε κάποτε μια ιστορία για δύο νεαρά ψάρια που κολυμπούν χαρούμενα στη θάλασσα μέχρι που πέφτουν πάνω σε ένα μεγαλύτερο σε ηλικία ψάρι. «Γεια σας, παιδιά», τους λέει το μεγαλύτερο ψάρι. «Πώς είναι τα πράγματα;»
«Τέλεια!» λένε οι δύο ψάρια.
«Πώς είναι το νερό;» τους ρωτά.
«Το νερό είναι υπέροχο!» απαντούν τα νεαρά ψάρια. Στη συνέχεια, αποχαιρετούν το μεγαλύτερο ψάρι και συνεχίζουν το κολύμπι τους. Λίγα λεπτά αργότερα, το ένα από αυτά στρέφεται στο άλλο και το ρωτά – «Τι είναι νερό;»
Ακούστε το νερό. Το νερό στο οποίο κολυμπάμε και το οποίο πίνουμε τα τελευταία 47 χρόνια. Στο νερό με το οποίο έχουμε τόσο πολύ εξοικειωθεί ώστε δεν το νιώθουμε πλέον. Το νερό αυτό είναι η ζωή που ρέει εδώ και είναι, αναμφισβήτητα, ακόμα γεμάτο ζωντάνια και δημιουργικότητα αλλά έχει γίνει και κάπως τρελό, με ένα χαοτικό αίσθημα ξεπουλήματος μέσα του -ένα αίσθημα συνυφασμένης μανίας και κατάθλιψης, ένα αίσθημα τεράστιας δύναμης που μερικές φορές πέφτει σε κολοσσιαία αδυναμία, μιας ζωής σε μια δημοκρατία ικανοποιημένη με τον εαυτό της, με αξιώσεις φιλελευθερισμού και ανθρωπισμού τη στιγμή που κατέχει και ταπεινώνει και συντρίβει έναν άλλο λαό εδώ και δεκαετίες. Μιας ζωής μέσα σε μια εκκωφαντική δημοσιογραφική κατακραυγή, μεγάλο μέρος της οποίας αποσκοπεί να αποσπάσει την προσοχή και να μουδιάσει τις αισθήσεις – επειδή πώς θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί κάτι τέτοιο χωρίς μια μικρή απόσπαση της προσοχής και κάποια αυτοθεραπεία; Πώς αλλιώς θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστούν, ας πούμε, τα αποτελέσματα του λεγόμενου «εποικιστικού σχεδίου»; Να αντιμετωπιστεί το πλήρες νόημα του σημερινού τρελού στοιχήματος για το μέλλον της χώρας; Ακούστε το νερό. Κάτω από τα θολά νερά όπου πορευόμαστε τα τελευταία 47 χρόνια τρέχει ένα βαθύ και ψυχρό ρεύμα, ένα ρεύμα φόβου για ένα τεράστιο λάθος, μια μνημειώδη λανθασμένη στροφή κι ένα χάσιμο του δρόμου. Το ρεύμα γίνεται ολοένα ισχυρότερο μπροστά στα μάτια μας με τη μορφή ενός δι-εθνικού κράτους, ή ενός κράτους απαρτχάιντ, ή ενός κράτους όλων των στρατιωτών του, ή ενός κράτους όλων των ραβίνων του, όλων των εποίκων του, όλων των μεσσιών του.
Και ίσως, απλά ίσως, η απελπισία που μας κυβερνά τα τελευταία χρόνια είναι εν μέρει και η απελπισία των καταδικασμένων, οι οποίοι κατανοούν πλέον ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποφύγουν την τιμωρία για τις πράξεις τους ή γι’ αυτό που επέτρεψαν να συμβεί μέσα από τη στήριξή τους, ή τη σιωπή τους, ή την απάθειά τους, επομένως, γιατί να μην τρώει κανείς, να μην πίνει και να μη γλεντά ενώ ακόμα μπορεί;
Αυτή η ισραηλινή απελπισία περιέχει επίσης ένα ιδιόμορφο στοιχείο προθυμίας για καταστροφή, ή τουλάχιστον για απογοήτευση: μια κάποια κακόβουλη ικανοποίηση για όποιον διαψεύστηκαν οι ελπίδες του. Αυτή είναι μια ιδιαίτερα διαστρεβλωμένη μορφή χαράς αφού, τελικά, χαιρόμαστε για την ίδια μας τη δυστυχία. Μερικές φορές φαίνεται ότι οι ισραηλινές καρδιές και τα μυαλά πονούν ακόμα για την προσβολή για το ότι τόλμησαν να πιστέψουν πίσω στο 1993, όταν υπογράφηκαν οι Συμφωνίες του Οσλο, όχι μόνο σε έναν εχθρό που ξαφνικά έγινε εταίρος, αλλά και στην ίδια την πιθανότητα ότι τα πράγματα θα είναι καλά, ότι θα μπορούσαν ποτέ να είναι καλά εδώ.
Λες και με το ότι μπήκαμε στον πειρασμό να πιστέψουμε –ας πούμε οι άνθρωποι της παράταξης της απελπισίας– σε κάτι που είναι τόσο αντίθετο με την εμπειρία της ζωής μας, με την τραγική ιστορία μας, κατά κάποιο τρόπο προδώσαμε τον εαυτό μας, προδώσαμε κάποιο χαρακτηριστικό του πεπρωμένου μας, και γι' αυτή την πίστη έχουμε πληρώσει ακριβά και θα εξακολουθήσουμε να πληρώνουμε πολλές φορές ακόμα. Από τώρα και στο εξής όμως δεν πρόκειται ποτέ να μας πιάσετε να πιστεύουμε σε κάτι, σε κάποια υπόσχεση, σε κάποια ευκαιρία.
Ακόμη κι αν ο Μαχμούντ Αμπάς παλεύει με όλη του τη δύναμη για να αποτρέψει την τρομοκρατία εναντίον Ισραηλινών και δηλώνει ότι γνωρίζει πως δεν θα επιστρέψει ποτέ στη Σάφεντ, τη γενέτειρά του, παρά μόνο ως τουρίστας, ακόμη κι αν δηλώνει ότι το Ολοκαύτωμα είναι το μεγαλύτερο έγκλημα στην ανθρώπινη ιστορία – ακόμη κι αν τα κάνει όλα αυτά, ο πρωθυπουργός Νετανιάχου θα σπεύδει πάντα να του χύνει έναν κουβά με κρύο νερό στο κεφάλι.
Ακόμη κι αν οι χώρες του Αραβικού Συνδέσμου παρουσιάζουν στο Ισραήλ μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να ξεκινήσει κάποιο είδος ειρηνευτικής διαδικασίας, η οποία περιέχει μια σαφή πρόσκληση σε ένα νέο είδος διαλόγου το οποίο δεν έχουμε δει ποτέ πριν και για το οποίο λαχταρούσαμε χρόνια, η ισραηλινή κυβέρνηση θα το αγνοεί ολοκληρωτικά κι επιδεικτικά για 12 και πλέον χρόνια. Επειδή κανείς δεν πρόκειται να μας εξαπατήσει πάλι. Δεν είμαστε κορόιδα. Ποτέ ξανά δεν θα πιαστούμε να πιστεύουμε έναν Παλαιστίνιο ή οποιονδήποτε Αραβα. Ή, ας πούμε, έναν ψηλό γκριζομάλλη Αμερικανό υπουργό, ο οποίος δεν καταλαβαίνει από τι είναι πραγματικά φτιαγμένη η ζωή. Ή την ελπίδα ότι θα μπορούσαμε κάποτε να έχουμε μια καλύτερη ζωή. Ή απλά μια ζωή.
Είναι ενδιαφέρον: Μόνο μία φορά δοκιμάσαμε σοβαρά τον δρόμο της ειρήνης με τους Παλαιστινίους, το 1993. Απέτυχε, και από εκείνη τη στιγμή, είναι λες και το Ισραήλ αποφάσισε να σφραγίσει αυτή την επιλογή μια για πάντα. Κι εδώ, δείτε τη διαστρεβλωμένη λογική της απελπισίας σε λειτουργία: δοκιμάσαμε τον δρόμο του πολέμου, της κατοχής, του τρόμου και του μίσους δεκάδες φορές, χωρίς ποτέ να εξαντλούμαστε ή να τον εγκαταλείπουμε, οπότε προς τι η βιασύνη να πάρουμε οριστικά διαζύγιο από την ειρήνη, αν είναι δυνατόν, μετά από μία και μοναδική αποτυχία;
Το Ισραήλ έχει, φυσικά, πολλούς λόγους να φοβάται και να ανησυχεί. Η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε αναταραχή, φανατικά και φονταμενταλιστικά ρεύματα την ταρακουνούν εδώ κι εκεί και το μεγαλύτερο μέρος της εξακολουθεί να είναι εχθρικό προς το Ισραήλ κι επιθυμεί ανοιχτά την καταστροφή του. Ακριβώς όμως λόγω αυτών των κινδύνων και των απειλών, η πολιτική της απελπισίας και της κατήφειας δεν φαίνεται να είναι ο σωστός δρόμος για να ακολουθήσουμε.
Η κυβέρνηση του Ισραήλ, οι κυβερνήσεις του Ισραήλ, δρουν σαν φυλακισμένοι της απελπισίας. Σαν τα αβοήθητα θύματά της. Δεν θυμάμαι ποτέ να άκουσα κάποια σοβαρή δήλωση ελπίδας από τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, ή από οποιονδήποτε από τους υπουργούς και τους συμβούλους του. Ούτε καν μια λέξη από ένα όραμα για τις δυνατότητες που θα μπορούσε να προσφέρει μια ζωή ειρήνης ή για την πιθανότητα να γίνει το Ισραήλ μέρος ενός νέου ιστού συμμαχιών και συμφερόντων στη Μέση Ανατολή. Πώς είναι δυνατόν ακόμα και η ίδια η λέξη «ελπίδα» να έχει γίνει μια βρόμικη, ενοχοποιητική λέξη, δεύτερη σε επικινδυνότητα μόνο από τη λέξη «ειρήνη»;
Είναι εξωφρενικό να σκέφτεται κανείς ότι η τεράστια στρατιωτική δύναμη που έχει συγκεντρώσει το Ισραήλ δεν του δίνει το θάρρος να ξεπεράσει τους φόβους και την υπαρξιακή απελπισία του και να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα που θα φέρει την ειρήνη. Η μεγάλη ιδέα της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ είναι ότι ο εβραϊκός λαός έχει επιστρέψει στην πατρίδα του κι ότι εδώ δεν θα είμαστε ποτέ ξανά θύματα. Ποτέ δεν θα παραλύσουμε και δεν θα υποταχτούμε σε δυνάμεις ισχυρότερες από εμάς.
Κοιτάξτε μας: η ισχυρότερη χώρα στην περιοχή, μια περιφερειακή υπερδύναμη που απολαμβάνει τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια σχεδόν αδιανόητη κλίμακα, μαζί με τη συμπάθεια και τη δέσμευση της Γερμανίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας – κι όμως ακόμα, βαθιά μέσα της, βλέπει τον εαυτό της σαν ένα αβοήθητο θύμα. Κι εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν θύμα – των αγωνιών της, των πραγματικών ή φανταστικών φόβων της, της τραγικής ιστορίας της, των λαθών των γειτόνων και των εχθρών της.
Αυτή η κοσμοθεωρία σπρώχνει τον εβραϊκό λαό του Ισραήλ στις πλέον ευπαθείς και τραυματικές θέσεις μας ως λαού. Η ίδια η ουσία της «ισραηλινότητας», η οποία είχε πάντοτε ένα βλέμμα προς το μέλλον και εμπεριείχε διαρκείς ζυμώσεις και υποσχέσεις, εξασθενεί σταθερά τα τελευταία χρόνια και απορροφάται πίσω στα κανάλια του τραύματος και του πόνου της εβραϊκής ιστορίας και μνήμης.
Μπορείτε να αισθανθείτε τώρα, το 2014, μέσα σε πολλούς από εμάς τους «νέους» Ισραηλινούς, ένα άγχος για τη μοίρα του εβραϊκού λαού, εκείνο το αίσθημα της καταδίωξης, της θυματοποίησης, της αίσθησης της υπαρξιακής αλλοτριότητας των Εβραίων ανάμεσα σε όλα τα άλλα έθνη.
Ποια ελπίδα μπορεί να υπάρξει όταν η τρομερή κατάσταση των πραγμάτων είναι τέτοια; Η ελπίδα τού «παρ’ όλα αυτά». Μια ελπίδα που δεν αγνοεί τους πολλούς κινδύνους και τα εμπόδια, αλλά αρνείται να δει μόνο αυτά και τίποτε άλλο.
Μια ελπίδα ότι, αν οι φλόγες πίσω από τη σύγκρουση σβήσουν, τα υγιή και συνετά χαρακτηριστικά των δύο λαών μπορεί βαθμιαία να αποκαλυφθούν για μια ακόμη φορά. Η θεραπευτική δύναμη της καθημερινότητας, της σοφίας της ζωής και της σοφίας του συμβιβασμού, θα αρχίσει να φέρνει αποτελέσματα. Την αίσθηση της υπαρξιακής ασφάλειας. Να μπορείς να μεγαλώνεις παιδιά χωρίς τον άθλιο φόβο, χωρίς την ταπείνωση της κατοχής ή του φόβου της τρομοκρατίας. Οι βασικές ανθρώπινες επιθυμίες για οικογένεια και βιοπορισμό και μόρφωση. Ο ιστός της ζωής.
Μεταξύ των δύο λαών σήμερα, τα στοιχεία της απελπισίας και του μίσους έχουν ουσιαστικά κυριαρχήσει, έτσι ίσως είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η εικόνα που έχω περιγράψει είναι πραγματικά εφικτή. Μια κατάσταση ειρήνης, όμως, θα αρχίσει να παράγει τα στοιχεία της ελπίδας και της εγγύτητας και της αισιοδοξίας. Θα οδηγήσει σε περισσότερους ανθρώπους με πρακτικό ενδιαφέρον, άσχετα με ιδεολογίες, για τη δημιουργία όλο και περισσότερων δεσμών με μέλη του άλλου λαού. Ισως τελικά, μετά από μερικά χρόνια, να αναπτυχθεί μια βαθύτερη προσκόλληση -ακόμη και πραγματική φιλία- μεταξύ των δύο λαών, κι αυτών των ανθρώπινων όντων. Τέτοια πράγματα έχουν συμβεί. Για τώρα όμως ας αρκεστούμε σε όλες αυτές τις επίγειες καταστάσεις όπου οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι θα μπορέσουν να ζήσουν μεταξύ τους σαν άνθρωποι.
Εμείς, όσοι έχουμε συγκεντρωθεί σε αυτή τη Διάσκεψη του Ισραήλ για την Ειρήνη, προσκολλώμαστε σε αυτή την ελπίδα και τη διατηρούμε μέσα στην καρδιά μας. Δεν μπορούμε να αντέξουμε την πολυτέλεια και την απόλαυση της απελπισίας. Η κατάσταση είναι πολύ απελπιστική για να αφεθεί στον απελπισμένο καθώς η αποδοχή της απόγνωσης ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι έχουμε ηττηθεί. Εχουμε ηττηθεί όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά ως ανθρώπινα όντα. Κάτι βαθύ και ζωτικό σε εμάς ως ανθρώπους μάς έχει αφαιρεθεί, μας έχει κλαπεί τη στιγμή που συμφωνήσαμε να αφήσουμε την απελπισία να κυριαρχήσει.
Εκείνος του οποίου η πολιτική είναι ουσιαστικά μια ελάχιστα συγκαλυμμένη βαθιά απόγνωση θέτει το Ισραήλ σε θανάσιμο κίνδυνο. Εκείνος που συμπεριφέρεται έτσι δεν μπορεί να προσποιείται ότι «είμαστε ένας ελεύθερος λαός στην πατρίδα μας». Μπορεί να τραγουδά το «Hatikva», «Την Ελπίδα», τον εθνικό μας ύμνο, αλλά στη φωνή του ακούμε: Η απελπισία μας δεν έχει ακόμα χαθεί, η απελπισία δύο χιλιάδων χρόνων.
Εμείς που συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, και πολλοί άλλοι που είναι μαζί μας στο πνεύμα, επιμένουμε στην ελπίδα. Μια ελπίδα που δεν είναι παιδιάστικη, μια ελπίδα που δεν τα παρατά. Μια ελπίδα που μας δίνει –σε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους το ίδιο– τη μοναδική μας ευκαιρία να αντισταθούμε στη βαρυτική έλξη της απελπισίας.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Ο Νταβίντ Γκρόσμαν είναι συγγραφέας. Τα έργα του περιλαμβάνουν τα «See Under: Love», «To the End of the Land» και «Falling Out of Time».
Του Νταβίντ Γκρόσμαν*
Στη μνήμη του Ρον Πούντακ, αρχιτέκτονα των Συμφωνιών του Οσλο και της Πρωτοβουλίας της Γενεύης.Ελπίδα και απελπισία. Για χρόνια, μας πέταγαν πέρα-δώθε από τον ένα στον άλλο. Σήμερα, οι περισσότεροι Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι μοιάζουν να είναι σε μια ζοφερή, επίπεδη διανοητική κατάσταση, χωρίς ορίζοντα, σε κωματώδη κατάσταση, σε ένα αυτο-προκαλούμενο μούδιασμα.
Σήμερα, σε ένα Ισραήλ που έχει γνωρίσει τόσο μεγάλη απογοήτευση, η ελπίδα (αν αναφέρεται καν) είναι πάντα διστακτική, λίγο δειλή και απολογητική. Η απελπισία, από την άλλη μεριά, είναι απολύτως σίγουρη και γεμάτη αυτοπεποίθηση σαν να μιλά εξ ονόματος κάποιου νόμου της φύσης, ενός αξιώματος που διατρανώνει ότι μεταξύ αυτών των δύο λαών δεν θα υπάρξει ποτέ ειρήνη, ότι ο πόλεμος μεταξύ τους είναι ένα ουράνιο διάταγμα και ότι γενικά θα είναι πάντα άσχημα εδώ, μόνο άσχημα. Οσον αφορά την ελπίδα, όποιος συνεχίζει να ελπίζει, όποιος συνεχίζει να πιστεύει στην πιθανότητα της ειρήνης, είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελής ή ένας παραπλανημένος ονειροπόλος και, στη χειρότερη, ένας προδότης που αποδυναμώνει τους πόρους του Ισραήλ ενθαρρύνοντάς το να παρασύρεται από ψεύτικα οράματα.
Υπό την έννοια αυτή, η ισραηλινή Δεξιά έχει κερδίσει. Η Δεξιά, η οποία υποστηρίζει αυτή την κοσμοθεωρία -σίγουρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών- έχει καταφέρει να την ενσταλάξει στην πλειονότητα των Ισραηλινών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Δεξιά δεν έχει νικήσει μόνο την Αριστερά. Εχει νικήσει το Ισραήλ. Και όχι μόνο επειδή αυτή η απαισιόδοξη κοσμοθεωρία ωθεί το Ισραήλ σε παράλυση στην περιοχή που είναι η πιο κρίσιμη για την επιβίωσή του, στην περιοχή όπου απαιτείται τόλμη κι ευελιξία και δημιουργικότητα. Η Δεξιά έχει νικήσει το Ισραήλ συνθλίβοντας αυτό που θα μπορούσε κάποτε να χαρακτηριστεί ως το «ισραηλινό πνεύμα»: εκείνη τη σπίθα, τη δυνατότητα της αναγέννησης, εκείνο το πνεύμα τού «παρ’ όλα αυτά» και το θάρρος. Και την ελπίδα.
Στην περιοχή που είναι η πιο κρίσιμη για την επιβίωσή του, το σημερινό Ισραήλ είναι σχεδόν στάσιμο, θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα και ανίκανο. Το παράξενο είναι ότι αυτή η διανοητική κατάσταση δεν προκαλεί εμφανή αγωνία. Οχι μόνο οι ηγέτες αλλά και οι περισσότεροι από τους πολίτες του μπορούν απλά να βγάζουν από το μυαλό τους αυτή την κατάσταση. Ειδικεύονται στο να διαχωρίζουν πλήρως τα δύο και συνεχίζουν να το κάνουν για πολλά χρόνια, 47 χρόνια κατοχής, και το κάνουν μάλιστα και αρκετά καλά, ενώ στο κέντρο της ύπαρξής τους υπάρχει ουσιαστικά ένα κενό. Ενα κενό δράσεων, ένα κενό συνείδησης, ένα κενό στο οποίο κυριαρχεί μια αποτελεσματική αναστολή της ηθικής κρίσης, μια αποτυχία να δουν την αδικία στη ρίζα της όλης κατάστασης.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας διηγήθηκε κάποτε μια ιστορία για δύο νεαρά ψάρια που κολυμπούν χαρούμενα στη θάλασσα μέχρι που πέφτουν πάνω σε ένα μεγαλύτερο σε ηλικία ψάρι. «Γεια σας, παιδιά», τους λέει το μεγαλύτερο ψάρι. «Πώς είναι τα πράγματα;»
«Τέλεια!» λένε οι δύο ψάρια.
«Πώς είναι το νερό;» τους ρωτά.
«Το νερό είναι υπέροχο!» απαντούν τα νεαρά ψάρια. Στη συνέχεια, αποχαιρετούν το μεγαλύτερο ψάρι και συνεχίζουν το κολύμπι τους. Λίγα λεπτά αργότερα, το ένα από αυτά στρέφεται στο άλλο και το ρωτά – «Τι είναι νερό;»
Ακούστε το νερό. Το νερό στο οποίο κολυμπάμε και το οποίο πίνουμε τα τελευταία 47 χρόνια. Στο νερό με το οποίο έχουμε τόσο πολύ εξοικειωθεί ώστε δεν το νιώθουμε πλέον. Το νερό αυτό είναι η ζωή που ρέει εδώ και είναι, αναμφισβήτητα, ακόμα γεμάτο ζωντάνια και δημιουργικότητα αλλά έχει γίνει και κάπως τρελό, με ένα χαοτικό αίσθημα ξεπουλήματος μέσα του -ένα αίσθημα συνυφασμένης μανίας και κατάθλιψης, ένα αίσθημα τεράστιας δύναμης που μερικές φορές πέφτει σε κολοσσιαία αδυναμία, μιας ζωής σε μια δημοκρατία ικανοποιημένη με τον εαυτό της, με αξιώσεις φιλελευθερισμού και ανθρωπισμού τη στιγμή που κατέχει και ταπεινώνει και συντρίβει έναν άλλο λαό εδώ και δεκαετίες. Μιας ζωής μέσα σε μια εκκωφαντική δημοσιογραφική κατακραυγή, μεγάλο μέρος της οποίας αποσκοπεί να αποσπάσει την προσοχή και να μουδιάσει τις αισθήσεις – επειδή πώς θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί κάτι τέτοιο χωρίς μια μικρή απόσπαση της προσοχής και κάποια αυτοθεραπεία; Πώς αλλιώς θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστούν, ας πούμε, τα αποτελέσματα του λεγόμενου «εποικιστικού σχεδίου»; Να αντιμετωπιστεί το πλήρες νόημα του σημερινού τρελού στοιχήματος για το μέλλον της χώρας; Ακούστε το νερό. Κάτω από τα θολά νερά όπου πορευόμαστε τα τελευταία 47 χρόνια τρέχει ένα βαθύ και ψυχρό ρεύμα, ένα ρεύμα φόβου για ένα τεράστιο λάθος, μια μνημειώδη λανθασμένη στροφή κι ένα χάσιμο του δρόμου. Το ρεύμα γίνεται ολοένα ισχυρότερο μπροστά στα μάτια μας με τη μορφή ενός δι-εθνικού κράτους, ή ενός κράτους απαρτχάιντ, ή ενός κράτους όλων των στρατιωτών του, ή ενός κράτους όλων των ραβίνων του, όλων των εποίκων του, όλων των μεσσιών του.
Και ίσως, απλά ίσως, η απελπισία που μας κυβερνά τα τελευταία χρόνια είναι εν μέρει και η απελπισία των καταδικασμένων, οι οποίοι κατανοούν πλέον ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποφύγουν την τιμωρία για τις πράξεις τους ή γι’ αυτό που επέτρεψαν να συμβεί μέσα από τη στήριξή τους, ή τη σιωπή τους, ή την απάθειά τους, επομένως, γιατί να μην τρώει κανείς, να μην πίνει και να μη γλεντά ενώ ακόμα μπορεί;
Αυτή η ισραηλινή απελπισία περιέχει επίσης ένα ιδιόμορφο στοιχείο προθυμίας για καταστροφή, ή τουλάχιστον για απογοήτευση: μια κάποια κακόβουλη ικανοποίηση για όποιον διαψεύστηκαν οι ελπίδες του. Αυτή είναι μια ιδιαίτερα διαστρεβλωμένη μορφή χαράς αφού, τελικά, χαιρόμαστε για την ίδια μας τη δυστυχία. Μερικές φορές φαίνεται ότι οι ισραηλινές καρδιές και τα μυαλά πονούν ακόμα για την προσβολή για το ότι τόλμησαν να πιστέψουν πίσω στο 1993, όταν υπογράφηκαν οι Συμφωνίες του Οσλο, όχι μόνο σε έναν εχθρό που ξαφνικά έγινε εταίρος, αλλά και στην ίδια την πιθανότητα ότι τα πράγματα θα είναι καλά, ότι θα μπορούσαν ποτέ να είναι καλά εδώ.
Λες και με το ότι μπήκαμε στον πειρασμό να πιστέψουμε –ας πούμε οι άνθρωποι της παράταξης της απελπισίας– σε κάτι που είναι τόσο αντίθετο με την εμπειρία της ζωής μας, με την τραγική ιστορία μας, κατά κάποιο τρόπο προδώσαμε τον εαυτό μας, προδώσαμε κάποιο χαρακτηριστικό του πεπρωμένου μας, και γι' αυτή την πίστη έχουμε πληρώσει ακριβά και θα εξακολουθήσουμε να πληρώνουμε πολλές φορές ακόμα. Από τώρα και στο εξής όμως δεν πρόκειται ποτέ να μας πιάσετε να πιστεύουμε σε κάτι, σε κάποια υπόσχεση, σε κάποια ευκαιρία.
Ακόμη κι αν ο Μαχμούντ Αμπάς παλεύει με όλη του τη δύναμη για να αποτρέψει την τρομοκρατία εναντίον Ισραηλινών και δηλώνει ότι γνωρίζει πως δεν θα επιστρέψει ποτέ στη Σάφεντ, τη γενέτειρά του, παρά μόνο ως τουρίστας, ακόμη κι αν δηλώνει ότι το Ολοκαύτωμα είναι το μεγαλύτερο έγκλημα στην ανθρώπινη ιστορία – ακόμη κι αν τα κάνει όλα αυτά, ο πρωθυπουργός Νετανιάχου θα σπεύδει πάντα να του χύνει έναν κουβά με κρύο νερό στο κεφάλι.
Ακόμη κι αν οι χώρες του Αραβικού Συνδέσμου παρουσιάζουν στο Ισραήλ μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να ξεκινήσει κάποιο είδος ειρηνευτικής διαδικασίας, η οποία περιέχει μια σαφή πρόσκληση σε ένα νέο είδος διαλόγου το οποίο δεν έχουμε δει ποτέ πριν και για το οποίο λαχταρούσαμε χρόνια, η ισραηλινή κυβέρνηση θα το αγνοεί ολοκληρωτικά κι επιδεικτικά για 12 και πλέον χρόνια. Επειδή κανείς δεν πρόκειται να μας εξαπατήσει πάλι. Δεν είμαστε κορόιδα. Ποτέ ξανά δεν θα πιαστούμε να πιστεύουμε έναν Παλαιστίνιο ή οποιονδήποτε Αραβα. Ή, ας πούμε, έναν ψηλό γκριζομάλλη Αμερικανό υπουργό, ο οποίος δεν καταλαβαίνει από τι είναι πραγματικά φτιαγμένη η ζωή. Ή την ελπίδα ότι θα μπορούσαμε κάποτε να έχουμε μια καλύτερη ζωή. Ή απλά μια ζωή.
Είναι ενδιαφέρον: Μόνο μία φορά δοκιμάσαμε σοβαρά τον δρόμο της ειρήνης με τους Παλαιστινίους, το 1993. Απέτυχε, και από εκείνη τη στιγμή, είναι λες και το Ισραήλ αποφάσισε να σφραγίσει αυτή την επιλογή μια για πάντα. Κι εδώ, δείτε τη διαστρεβλωμένη λογική της απελπισίας σε λειτουργία: δοκιμάσαμε τον δρόμο του πολέμου, της κατοχής, του τρόμου και του μίσους δεκάδες φορές, χωρίς ποτέ να εξαντλούμαστε ή να τον εγκαταλείπουμε, οπότε προς τι η βιασύνη να πάρουμε οριστικά διαζύγιο από την ειρήνη, αν είναι δυνατόν, μετά από μία και μοναδική αποτυχία;
Το Ισραήλ έχει, φυσικά, πολλούς λόγους να φοβάται και να ανησυχεί. Η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε αναταραχή, φανατικά και φονταμενταλιστικά ρεύματα την ταρακουνούν εδώ κι εκεί και το μεγαλύτερο μέρος της εξακολουθεί να είναι εχθρικό προς το Ισραήλ κι επιθυμεί ανοιχτά την καταστροφή του. Ακριβώς όμως λόγω αυτών των κινδύνων και των απειλών, η πολιτική της απελπισίας και της κατήφειας δεν φαίνεται να είναι ο σωστός δρόμος για να ακολουθήσουμε.
Η κυβέρνηση του Ισραήλ, οι κυβερνήσεις του Ισραήλ, δρουν σαν φυλακισμένοι της απελπισίας. Σαν τα αβοήθητα θύματά της. Δεν θυμάμαι ποτέ να άκουσα κάποια σοβαρή δήλωση ελπίδας από τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, ή από οποιονδήποτε από τους υπουργούς και τους συμβούλους του. Ούτε καν μια λέξη από ένα όραμα για τις δυνατότητες που θα μπορούσε να προσφέρει μια ζωή ειρήνης ή για την πιθανότητα να γίνει το Ισραήλ μέρος ενός νέου ιστού συμμαχιών και συμφερόντων στη Μέση Ανατολή. Πώς είναι δυνατόν ακόμα και η ίδια η λέξη «ελπίδα» να έχει γίνει μια βρόμικη, ενοχοποιητική λέξη, δεύτερη σε επικινδυνότητα μόνο από τη λέξη «ειρήνη»;
Είναι εξωφρενικό να σκέφτεται κανείς ότι η τεράστια στρατιωτική δύναμη που έχει συγκεντρώσει το Ισραήλ δεν του δίνει το θάρρος να ξεπεράσει τους φόβους και την υπαρξιακή απελπισία του και να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα που θα φέρει την ειρήνη. Η μεγάλη ιδέα της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ είναι ότι ο εβραϊκός λαός έχει επιστρέψει στην πατρίδα του κι ότι εδώ δεν θα είμαστε ποτέ ξανά θύματα. Ποτέ δεν θα παραλύσουμε και δεν θα υποταχτούμε σε δυνάμεις ισχυρότερες από εμάς.
Κοιτάξτε μας: η ισχυρότερη χώρα στην περιοχή, μια περιφερειακή υπερδύναμη που απολαμβάνει τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια σχεδόν αδιανόητη κλίμακα, μαζί με τη συμπάθεια και τη δέσμευση της Γερμανίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας – κι όμως ακόμα, βαθιά μέσα της, βλέπει τον εαυτό της σαν ένα αβοήθητο θύμα. Κι εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σαν θύμα – των αγωνιών της, των πραγματικών ή φανταστικών φόβων της, της τραγικής ιστορίας της, των λαθών των γειτόνων και των εχθρών της.
Αυτή η κοσμοθεωρία σπρώχνει τον εβραϊκό λαό του Ισραήλ στις πλέον ευπαθείς και τραυματικές θέσεις μας ως λαού. Η ίδια η ουσία της «ισραηλινότητας», η οποία είχε πάντοτε ένα βλέμμα προς το μέλλον και εμπεριείχε διαρκείς ζυμώσεις και υποσχέσεις, εξασθενεί σταθερά τα τελευταία χρόνια και απορροφάται πίσω στα κανάλια του τραύματος και του πόνου της εβραϊκής ιστορίας και μνήμης.
Μπορείτε να αισθανθείτε τώρα, το 2014, μέσα σε πολλούς από εμάς τους «νέους» Ισραηλινούς, ένα άγχος για τη μοίρα του εβραϊκού λαού, εκείνο το αίσθημα της καταδίωξης, της θυματοποίησης, της αίσθησης της υπαρξιακής αλλοτριότητας των Εβραίων ανάμεσα σε όλα τα άλλα έθνη.
Ποια ελπίδα μπορεί να υπάρξει όταν η τρομερή κατάσταση των πραγμάτων είναι τέτοια; Η ελπίδα τού «παρ’ όλα αυτά». Μια ελπίδα που δεν αγνοεί τους πολλούς κινδύνους και τα εμπόδια, αλλά αρνείται να δει μόνο αυτά και τίποτε άλλο.
Μια ελπίδα ότι, αν οι φλόγες πίσω από τη σύγκρουση σβήσουν, τα υγιή και συνετά χαρακτηριστικά των δύο λαών μπορεί βαθμιαία να αποκαλυφθούν για μια ακόμη φορά. Η θεραπευτική δύναμη της καθημερινότητας, της σοφίας της ζωής και της σοφίας του συμβιβασμού, θα αρχίσει να φέρνει αποτελέσματα. Την αίσθηση της υπαρξιακής ασφάλειας. Να μπορείς να μεγαλώνεις παιδιά χωρίς τον άθλιο φόβο, χωρίς την ταπείνωση της κατοχής ή του φόβου της τρομοκρατίας. Οι βασικές ανθρώπινες επιθυμίες για οικογένεια και βιοπορισμό και μόρφωση. Ο ιστός της ζωής.
Μεταξύ των δύο λαών σήμερα, τα στοιχεία της απελπισίας και του μίσους έχουν ουσιαστικά κυριαρχήσει, έτσι ίσως είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η εικόνα που έχω περιγράψει είναι πραγματικά εφικτή. Μια κατάσταση ειρήνης, όμως, θα αρχίσει να παράγει τα στοιχεία της ελπίδας και της εγγύτητας και της αισιοδοξίας. Θα οδηγήσει σε περισσότερους ανθρώπους με πρακτικό ενδιαφέρον, άσχετα με ιδεολογίες, για τη δημιουργία όλο και περισσότερων δεσμών με μέλη του άλλου λαού. Ισως τελικά, μετά από μερικά χρόνια, να αναπτυχθεί μια βαθύτερη προσκόλληση -ακόμη και πραγματική φιλία- μεταξύ των δύο λαών, κι αυτών των ανθρώπινων όντων. Τέτοια πράγματα έχουν συμβεί. Για τώρα όμως ας αρκεστούμε σε όλες αυτές τις επίγειες καταστάσεις όπου οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι θα μπορέσουν να ζήσουν μεταξύ τους σαν άνθρωποι.
Εμείς, όσοι έχουμε συγκεντρωθεί σε αυτή τη Διάσκεψη του Ισραήλ για την Ειρήνη, προσκολλώμαστε σε αυτή την ελπίδα και τη διατηρούμε μέσα στην καρδιά μας. Δεν μπορούμε να αντέξουμε την πολυτέλεια και την απόλαυση της απελπισίας. Η κατάσταση είναι πολύ απελπιστική για να αφεθεί στον απελπισμένο καθώς η αποδοχή της απόγνωσης ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι έχουμε ηττηθεί. Εχουμε ηττηθεί όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά ως ανθρώπινα όντα. Κάτι βαθύ και ζωτικό σε εμάς ως ανθρώπους μάς έχει αφαιρεθεί, μας έχει κλαπεί τη στιγμή που συμφωνήσαμε να αφήσουμε την απελπισία να κυριαρχήσει.
Εκείνος του οποίου η πολιτική είναι ουσιαστικά μια ελάχιστα συγκαλυμμένη βαθιά απόγνωση θέτει το Ισραήλ σε θανάσιμο κίνδυνο. Εκείνος που συμπεριφέρεται έτσι δεν μπορεί να προσποιείται ότι «είμαστε ένας ελεύθερος λαός στην πατρίδα μας». Μπορεί να τραγουδά το «Hatikva», «Την Ελπίδα», τον εθνικό μας ύμνο, αλλά στη φωνή του ακούμε: Η απελπισία μας δεν έχει ακόμα χαθεί, η απελπισία δύο χιλιάδων χρόνων.
Εμείς που συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, και πολλοί άλλοι που είναι μαζί μας στο πνεύμα, επιμένουμε στην ελπίδα. Μια ελπίδα που δεν είναι παιδιάστικη, μια ελπίδα που δεν τα παρατά. Μια ελπίδα που μας δίνει –σε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους το ίδιο– τη μοναδική μας ευκαιρία να αντισταθούμε στη βαρυτική έλξη της απελπισίας.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Ο Νταβίντ Γκρόσμαν είναι συγγραφέας. Τα έργα του περιλαμβάνουν τα «See Under: Love», «To the End of the Land» και «Falling Out of Time».