Προνομιακός εμπορικός εταίρος της Ρωσίας τείνει να γίνει Τουρκία,
χάρις στις ρωσικές αντι-κυρώσεις. Πόσο μάλλον, αφού η Μόσχα, προκειμένου
να υποκαταστήσει τις εισαγωγές από χώρες στις οποίες κήρυξε εμπάργκο,
θα εισάγει μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων από την Τουρκία.
Η Μόσχα επέβαλε απαγόρευση ενός έτους σε ορισμένα είδη αγροτικής παραγωγής,
πρώτων υλών και τροφίμων, και την Πέμπτη η κυβέρνηση δημοσίευσε τη λίστα με τα
προϊόντα, η εισαγωγή των οποίων θα περιοριστεί. Σε αυτή, ειδικότερα,
συμπεριλαμβάνονται το βοδινό κρέας, το χοιρινό, φρούτα, πουλερικά, τυριά και
γαλακτοκομικά. Προηγουμένως, απαγόρευση είχε τεθεί για τα μήλα που εισάγονται
από την Πολωνία.
Η Τουρκία δεν είναι μέλος της ΕΕ, γι’ αυτό δεν είναι υποχρεωμένη, ούτε και σκοπεύει να προβεί σε κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία εξαιτίας της διαμάχης στο θέμα της Ουκρανίας, γεγονός που διανοίγει μεγάλες ευκαιρίες στην Άγκυρα, τονίζει, μιλώντας στο ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, RIA Novosti, η ειδικός του Κέντρου ευρασιατικών μελετών «USAK», Χαμπίμπε Οζντάλ. «Η Τουρκία -είπε- δεν πρόκειται να επιβάλλει κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω της Ουκρανίας, επειδή δεν είμαστε μέλος της ΕΕ και δεν υποχρεούμαστε να συμβαδίζουμε με την πολιτική κυρώσεων της ΕΕ. Επομένως, η Τουρκία που δεν συμμετέχει στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας αποκτά μεγάλα πλεονεκτήματα, δεδομένης και της παραίτησης της Ρωσίας από την εισαγωγή ευρωπαϊκών προϊόντων. Η απάντηση της Ρωσίας στις κυρώσεις της Δύσης ήταν αναμενόμενη, και παρ’ ότι οι κυρώσεις είναι δίκοπο μαχαίρι, για μας η κατάσταση είναι άκρως θετική».
Με αφορμή τις Δυτικές κυρώσεις και τις ρωσικές αντι-κυρώσεις, η αναλύτρια σημειώνει: «Η χώρα μας μπορεί να παίξει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στη ρωσική αγορά. Πιστεύω ότι είμαστε απόλυτα έτοιμοι γι’ αυτό. Η Τουρκία είναι ένας από τους μεγαλύτερους -αν όχι ο μεγαλύτερος- προμηθευτής προϊόντων διατροφής, κλωστοϋφαντουργίας και χημικών προϊόντων στην περιοχή. Πολύ περισσότερο, μετά την «Αραβική άνοιξη» πολλές τουρκικές εταιρίες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις αγορές της Μέσης Ανατολής επειδή οι σχέσεις της Τουρκίας με τις χώρες της Μ.Ανατολής κατέρρευσαν εν μια νυκτί. Γι’ αυτό, είμαι σίγουρη ότι οι πιθανότητες πωλήσεων είναι υψηλές για τις τουρκικές επιχειρήσεις, και ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα σε αυτό».
Ο υψηλός στόχος των 100 δισ
Ωστόσο, κατά την τουρκάλα ειδικό, παρά το θετικό της ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, υφίσταται μια σημαντική ανισορροπία, η οποία ωστόσο μπορεί να ελαχιστοποιηθεί. «Σήμερα ο όγκος των μεταξύ μας συναλλαγών φτάνει τα 38 δις. δολάρια -αναφέρει- και έχει τεθεί ο στόχος το νούμερο αυτό να αγγίξει τα 100 δις. Πρόκειται για ένα σοβαρό στόχο. Ωστόσο, από απόψεως αμοιβαίων εμπορικών συναλλαγών παρατηρείται μια μεγάλη ανισορροπία. Τα 2/3 αυτού του ποσού πηγαίνουν για την εξόφληση από πλευράς Τουρκίας των ενεργειακών πόρων. Ακόμη και αν προστεθούν τα 4 εκατομμύρια ρώσων τουριστών και τα έσοδα των τουρκικών εταιριών στη Ρωσία, το ισοζύγιο δεν μεταβάλλεται σημαντικά. Για εμάς αυτό είναι ένα μεγάλο εμπορικό κενό. Αν φτάσουμε το αμοιβαίο εμπόριο στα 100 δις. υπό το υφιστάμενο ισοζύγιο, αυτό είναι ένα ρίσκο για την Τουρκία. Δεν μπορούν να μπουν σε σύγκριση τα έσοδα των χωρών, όταν η μια πουλά ενεργειακούς πόρους, και η άλλη φρούτα και λαχανικά».
Τη λύση σε αυτή την κατάσταση η κ.Οζντάλ τη βλέπει στην αύξηση της ποικιλίας των προϊόντων και του όγκου των προμηθειών των τουριστικών αγαθών στη Ρωσία. «Τα κύρια προϊόντα από την Τουρκία -εξηγεί- είναι κλωστοϋφαντουργικά, φρούτα, λαχανικά, χημικά προϊόντα καθημερινής χρήσης. Αλλά και με τα προϊόντα διατροφής τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μερικές φορές η ρωσική πλευρά επιστρέφει τόνους φρούτων και λαχανικών μας. Η λύση πρέπει να βρεθεί στην ποικιλία των προϊόντων και στην αύξηση των προμηθειών τους στη ρωσική αγορά».
Διαφορές στην πολιτική, σύγκλιση στην οικονομία
Η Ρωσία και η Τουρκία έχουν καταφέρει να οικοδομήσουν μια τέτοια σχέση, ώστε ακόμη και τις περιόδους πολιτικών διαφορών, οι τελευταίες να μην επηρεάζουν τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών, και σε αυτό βρίσκεται η εγγύηση της υγιούς συνεργασίας, δηλώνει με βεβαιότητα η ειδικός.
«Οι σχέσεις Τουρκίας και Ρωσίας -λέει- ήταν ασταθείς για πέντε αιώνες. Ωστόσο, στη νεότερη ιστορία, αρχής γενομένης της δεκαετίας του 2000, οι δυο χώρες κατάφεραν να κάνουν κάτι πολύ σημαντικό. Να οικοδομήσουν σχέσεις σε θεσμικές βάσεις που δεν θα αλλάζουν ανά συγκυρία. Οι σχέσεις μας δεν εξαρτώνται από τους πολιτικούς, τις προσωπικές σχέσεις των Πούτιν και Ερντογάν. Ακόμη κι αν αυτοί αντικατασταθούν, εμείς θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε. Σε πολλές περιπτώσεις οι σχέσεις ανάμεσα σε διάφορες χώρες βασίζονται στις προσωπικές σχέσεις δυο ηγετών, και διακόπτονται μετά την αποχώρησή τους από την πολιτική σκηνή. Ευτυχώς, η Τουρκία και η Ρωσία δεν αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα».
Σύμφωνα με την κ.Οζντάλ, οι δύο χώρες, παρά τις πολιτικές και διπλωματικές διαφιορές, έχουν καταφέρει να βρούν κοινή γλώσσα στην οικονομική συνεργασία τους. «Για παράδειγμα, υπάρχουν διαφωνίες με τη Ρωσία για τη Συρία, την Κύπρο, την Ουκρανία, την Κριμαία, κλπ. Κάποιες διαφορές, οι οποίες απορρέουν από τη σημερινή πραγματικότητα, για την ώρα δεν είναι πολύ εμφανείς, αλλά μπορούν να προκύψουν μελλοντικά. Παράλληλα, όμως, έχουμε στενές σχέσεις στον τομέα της ενέργειας και του τουρισμού. Οι διαφορές λοιπόν στην εξωτερική πολιτική δεν επηρεάζουν τις οικονομικές σχέσεις. Βλέπω με αισιοδοξία τη συνεργασία μας».
Η Τουρκία δεν είναι μέλος της ΕΕ, γι’ αυτό δεν είναι υποχρεωμένη, ούτε και σκοπεύει να προβεί σε κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία εξαιτίας της διαμάχης στο θέμα της Ουκρανίας, γεγονός που διανοίγει μεγάλες ευκαιρίες στην Άγκυρα, τονίζει, μιλώντας στο ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, RIA Novosti, η ειδικός του Κέντρου ευρασιατικών μελετών «USAK», Χαμπίμπε Οζντάλ. «Η Τουρκία -είπε- δεν πρόκειται να επιβάλλει κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω της Ουκρανίας, επειδή δεν είμαστε μέλος της ΕΕ και δεν υποχρεούμαστε να συμβαδίζουμε με την πολιτική κυρώσεων της ΕΕ. Επομένως, η Τουρκία που δεν συμμετέχει στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας αποκτά μεγάλα πλεονεκτήματα, δεδομένης και της παραίτησης της Ρωσίας από την εισαγωγή ευρωπαϊκών προϊόντων. Η απάντηση της Ρωσίας στις κυρώσεις της Δύσης ήταν αναμενόμενη, και παρ’ ότι οι κυρώσεις είναι δίκοπο μαχαίρι, για μας η κατάσταση είναι άκρως θετική».
Με αφορμή τις Δυτικές κυρώσεις και τις ρωσικές αντι-κυρώσεις, η αναλύτρια σημειώνει: «Η χώρα μας μπορεί να παίξει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στη ρωσική αγορά. Πιστεύω ότι είμαστε απόλυτα έτοιμοι γι’ αυτό. Η Τουρκία είναι ένας από τους μεγαλύτερους -αν όχι ο μεγαλύτερος- προμηθευτής προϊόντων διατροφής, κλωστοϋφαντουργίας και χημικών προϊόντων στην περιοχή. Πολύ περισσότερο, μετά την «Αραβική άνοιξη» πολλές τουρκικές εταιρίες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις αγορές της Μέσης Ανατολής επειδή οι σχέσεις της Τουρκίας με τις χώρες της Μ.Ανατολής κατέρρευσαν εν μια νυκτί. Γι’ αυτό, είμαι σίγουρη ότι οι πιθανότητες πωλήσεων είναι υψηλές για τις τουρκικές επιχειρήσεις, και ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα σε αυτό».
Ο υψηλός στόχος των 100 δισ
Ωστόσο, κατά την τουρκάλα ειδικό, παρά το θετικό της ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, υφίσταται μια σημαντική ανισορροπία, η οποία ωστόσο μπορεί να ελαχιστοποιηθεί. «Σήμερα ο όγκος των μεταξύ μας συναλλαγών φτάνει τα 38 δις. δολάρια -αναφέρει- και έχει τεθεί ο στόχος το νούμερο αυτό να αγγίξει τα 100 δις. Πρόκειται για ένα σοβαρό στόχο. Ωστόσο, από απόψεως αμοιβαίων εμπορικών συναλλαγών παρατηρείται μια μεγάλη ανισορροπία. Τα 2/3 αυτού του ποσού πηγαίνουν για την εξόφληση από πλευράς Τουρκίας των ενεργειακών πόρων. Ακόμη και αν προστεθούν τα 4 εκατομμύρια ρώσων τουριστών και τα έσοδα των τουρκικών εταιριών στη Ρωσία, το ισοζύγιο δεν μεταβάλλεται σημαντικά. Για εμάς αυτό είναι ένα μεγάλο εμπορικό κενό. Αν φτάσουμε το αμοιβαίο εμπόριο στα 100 δις. υπό το υφιστάμενο ισοζύγιο, αυτό είναι ένα ρίσκο για την Τουρκία. Δεν μπορούν να μπουν σε σύγκριση τα έσοδα των χωρών, όταν η μια πουλά ενεργειακούς πόρους, και η άλλη φρούτα και λαχανικά».
Τη λύση σε αυτή την κατάσταση η κ.Οζντάλ τη βλέπει στην αύξηση της ποικιλίας των προϊόντων και του όγκου των προμηθειών των τουριστικών αγαθών στη Ρωσία. «Τα κύρια προϊόντα από την Τουρκία -εξηγεί- είναι κλωστοϋφαντουργικά, φρούτα, λαχανικά, χημικά προϊόντα καθημερινής χρήσης. Αλλά και με τα προϊόντα διατροφής τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μερικές φορές η ρωσική πλευρά επιστρέφει τόνους φρούτων και λαχανικών μας. Η λύση πρέπει να βρεθεί στην ποικιλία των προϊόντων και στην αύξηση των προμηθειών τους στη ρωσική αγορά».
Διαφορές στην πολιτική, σύγκλιση στην οικονομία
Η Ρωσία και η Τουρκία έχουν καταφέρει να οικοδομήσουν μια τέτοια σχέση, ώστε ακόμη και τις περιόδους πολιτικών διαφορών, οι τελευταίες να μην επηρεάζουν τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών, και σε αυτό βρίσκεται η εγγύηση της υγιούς συνεργασίας, δηλώνει με βεβαιότητα η ειδικός.
«Οι σχέσεις Τουρκίας και Ρωσίας -λέει- ήταν ασταθείς για πέντε αιώνες. Ωστόσο, στη νεότερη ιστορία, αρχής γενομένης της δεκαετίας του 2000, οι δυο χώρες κατάφεραν να κάνουν κάτι πολύ σημαντικό. Να οικοδομήσουν σχέσεις σε θεσμικές βάσεις που δεν θα αλλάζουν ανά συγκυρία. Οι σχέσεις μας δεν εξαρτώνται από τους πολιτικούς, τις προσωπικές σχέσεις των Πούτιν και Ερντογάν. Ακόμη κι αν αυτοί αντικατασταθούν, εμείς θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε. Σε πολλές περιπτώσεις οι σχέσεις ανάμεσα σε διάφορες χώρες βασίζονται στις προσωπικές σχέσεις δυο ηγετών, και διακόπτονται μετά την αποχώρησή τους από την πολιτική σκηνή. Ευτυχώς, η Τουρκία και η Ρωσία δεν αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα».
Σύμφωνα με την κ.Οζντάλ, οι δύο χώρες, παρά τις πολιτικές και διπλωματικές διαφιορές, έχουν καταφέρει να βρούν κοινή γλώσσα στην οικονομική συνεργασία τους. «Για παράδειγμα, υπάρχουν διαφωνίες με τη Ρωσία για τη Συρία, την Κύπρο, την Ουκρανία, την Κριμαία, κλπ. Κάποιες διαφορές, οι οποίες απορρέουν από τη σημερινή πραγματικότητα, για την ώρα δεν είναι πολύ εμφανείς, αλλά μπορούν να προκύψουν μελλοντικά. Παράλληλα, όμως, έχουμε στενές σχέσεις στον τομέα της ενέργειας και του τουρισμού. Οι διαφορές λοιπόν στην εξωτερική πολιτική δεν επηρεάζουν τις οικονομικές σχέσεις. Βλέπω με αισιοδοξία τη συνεργασία μας».