09 Αυγούστου 2014

Οι κυρώσεις εμποδίζουν τον δρόμο της Rosneft προς τη Δύση THE ECONOMIST







O επικεφαλής της Rosneft, Ιγκόρ Σετσίν με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Οι στενοί δεσμοί ανάμεσα στον επικεφαλής της Rosneft, Ιγκόρ Σετσίν, και τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, έχουν δύο όψεις. Ο κ. Σετσίν βρίσκεται στη «μαύρη» λίστα των Αμερικανών και η Rosneft δεν μπορεί να έχει μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση από αμερικανικές τράπεζες. Παράλληλα, όμως, έχει και θετικές πλευρές. Την περασμένη εβδομάδα, ένα διεθνές δικαστήριο κάλεσε τη Ρωσία να καταβάλει 50 δισ. δολάρια ως αποζημίωση στους μετόχους της Yukos, της πετρελαϊκής που διέλυσε προ ετών. Ο κ. Πούτιν έχει μεταφέρει τα περισσότερα από τα περιουσιακά στοιχεία της Yukos στη Rosneft δρομολογώντας την ανάδειξή της στη μεγαλύτερη εισηγμένη πετρελαϊκή στον κόσμο από πλευράς παραγωγής.

Ισως ο κ. Σετσίν ενοχλήθηκε από τους περιορισμούς στις μετακινήσεις του και την απειλή της κατάσχεσης περιουσιακών του στοιχείων, αλλά δεν ήταν τόσο σημαντικό. Ωστόσο ο νέος γύρος κυρώσεων από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., που μερικώς στόχευε στην πετρελαϊκή βιομηχανία της Ρωσίας, μπορεί να βάλει φρένο στις φιλοδοξίες της Rosneft να ενισχύσει τη θέση της ως ενεργειακού κολοσσού στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και στα σχέδια του κ. Πούτιν να χρησιμοποιήσει την ενέργεια για να αναβαθμίσει την επιρροή της Ρωσίας παγκοσμίως. Η Rosneft έχει διανύσει πολύ δρόμο σε μικρό χρονικό διάστημα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αντλούσε μόλις το 4% του πετρελαίου της χώρας. Τα περιουσιακά της στοιχεία χωρίστηκαν σε πακέτα και ιδιωτικοποιήθηκαν. Ο κ. Πούτιν ήταν αποφασισμένος να ανακτήσει τον έλεγχο των ρωσικών πετρελαίου και να αποκαταστήσει τον ηγετικό ρόλο του κράτους στην οικονομία.

Παραχωρώντας του το μεγαλύτερο μέρος της Yukos, της μεγαλύτερης πετρελαιοπαραγωγού της Ρωσίας, έδινε στον κ. Σετσίν τη δυνατότητα να αρχίσει να οικοδομεί από την αρχή τη Rosneft ως ναυαρχίδα του επιχειρηματικού κόσμου της Ρωσίας στα πρότυπα της νορβηγικής Statoil και ως σοβαρή ανταγωνίστρια των μεγάλων πετρελαϊκών της Δύσης. Η Rosneft πρέπει να διανύσει ακόμη κάποιο δρόμο. Απορροφώντας διάφορες μικρότερες πετρελαϊκές της Ρωσίας και συνάπτοντας το 2012 συμφωνία για την αγορά της ΤΝΚ-ΒΡ από μια ομάδα ολιγαρχών και από τη βρετανική ΒΡ, η Rosneft αύξησε την παραγωγή της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο στο αντίστοιχο των 4,9 εκατ. βαρελιών την ημέρα. Το να υπερβεί την Exxon Mobil ως η μεγαλύτερη εισηγμένη πετρελαϊκή στον κόσμο από πλευράς παραγωγής είναι σημαντικό πράγμα. Από πλευράς αποδόσεων κεφαλαίου, χρηματιστηριακής αξίας και τεχνικών δυνατότητα, είναι ακόμη πολύ πίσω.

Οπως και οι περισσότερες εθνικές πετρελαϊκές, η Rosneft πάσχει από έλλειψη εμπειρίας και της τεχνογνωσίας που χρειάζεται για να λειτουργεί σε ακραίες συνθήκες όπως αυτές της Αρκτικής ή άλλων ανάλογα δύσκολων περιοχών. Οι μεγάλες πετρελαϊκές διαθέτουν όχι μόνον τον εξοπλισμό για την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά και την τεχνογνωσία στην ανέγερση και διαχείριση κολοσσιαίων σχεδίων. Αν επιχειρήσει να κινηθεί μόνη της, θα αντιληφθεί όπως η Petrobras της Βραζιλίας ότι μπορεί να της κοστίσει πολύ σε χρήμα και χρόνο. Για την ανάπτυξη μεγάλων εγκαταστάσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου συνήθως απαιτείται χρονικό διάστημα πέντε ή και περισσότερων ετών και, επομένως, η Rosneft πρέπει να αρχίσει άμεσα. Οι τελευταίες κυρώσεις, όμως, την εμποδίζουν.

Η απαγόρευση στην εισαγωγή υψηλής τεχνολογίας δεν είναι το μοναδικό εμπόδιο, καθώς ενδέχεται να εκλείψει κάθε πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Οι ήδη υφιστάμενες κυρώσεις απαγορεύουν στις αμερικανικές τράπεζες να χορηγήσουν μακροπρόθεσμα δάνεια στη Rosneft και σε άλλες ρωσικές ενεργειακές εταιρείες όπως την εταιρεία φυσικού αερίου Novatek. Σχετικά με τους άλλους περιορισμούς που αφορούν τον τραπεζικό τομέα, θα τρομάξουν τις ξένες τράπεζες περισσότερο και δεν θα τολμούν να χορηγήσουν δάνεια στη Ρωσία.

Υπάρχουν και άλλα εμπόδια στον δρόμο της Rosneft. Η αναβάθμισή της προϋποθέτει ένα πλήγμα στον πλέον επιθετικό ανταγωνιστή της στο εσωτερικό της Ρωσίας, δηλαδή να πείσει τον κ. Πούτιν να θέσει τέλος στο μονοπώλιο της Gazprom στις εξαγωγές φυσικού αερίου. Οι λόγοι είναι περισσότερο στρατηγικής φύσης παρά εμπορικής. Το κόστος της ανάπτυξης νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου αυξάνεται ενώ οι τιμές του υποχωρούν. Εν ολίγοις, αν η Rosneft έχει παντού ανοικτά μέτωπα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μία ακόμη αναποτελεσματική επιχείρηση όπως η Gazprom και όχι σε μια μεγάλη πετρελαϊκή ομόλογη εκείνων της Δύσης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
καθημεριν