Σπύρος ΛίτσαςΟ Δεκαπενταύγουστος δεν είναι μια απλή γιορτή μέσα στο
καλοκαίρι. Αποτελεί κομβικό σημείο για την Ορθοδοξία, ιδιαίτερα για εμάς
τους Ελληνες που διατηρούμε μια ειδική σχέση με τη Θεοτόκο Παρθένο, την
υπέρμαχο Στρατηγό, την ανύμφευτη νύμφη, τη δική μας Μαρία. Είναι ο
δεσμός αυτός, ιερός και αδιασάλευτος, που εκφράζεται με το «Βοήθα,
Παναγιά μου» στην καθημερινότητά μας και αποτυπώνεται με την κατάνυξη
την οποία θα γεμίσουν οι εκκλησίες για να προσκυνήσουμε τη Χάρη της· με
μια αγάπη και τρυφερότητα που μόνο η σχέση της μάνας με το παιδί μπορεί
να παράξει. Ο Ελληνας, που τιμά όσο καμία άλλη κοινωνική δομή τον ρόλο
της μάνας στον πυρήνα της οικογένειας, συνδέεται βαθιά με τη Παναγία και
τον υπερβατικό ρόλο της, αυτόν της Θεοτόκου, με κορύφωση τον εορτασμό
της Κοιμήσεώς της τον Δεκαπενταύγουστο.
Την ίδια στιγμή όμως ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια γιορτή που μυρίζει Αιγαίο, ρετσίνι του πεύκου σε 38 βαθμούς υπό σκιάν και θυμίαμα εσπερινού στις μαγικές εκκλησιές του ελληνικού αρχιπελάγους. Με τις οικογένειες να ανταμώνουν στο μεγάλο τραπέζι κάτω από τις μουριές, με τον ήχο της θάλασσας να ντύνει τις κουβέντες και τα βλέμματα να δείχνουν ότι έστω και για λίγες στιγμές το βάρος της καθημερινότητας μένει στο περιθώριο. Είναι η γιορτή που μυρίζει Αύγουστο, σταφύλι από την κληματαριά, δέρμα με ξεραμένο αλάτι της θάλασσας και παγωτό καϊμάκι με βύσσινο. Πλούσιο, πολίτικο και ελληνικό, λες και μόλις το έφτιαξε η κυρα-Λωξάντρα.
Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος, πόσο μάλλον ο Ελληνας που γεννήθηκε πάνω στην πυρακτωμένη πέτρα, έμαθε να μετρά τη γουλιά του πόσιμου νερού και να λέει «Βοήθα, Παναγιά μου»· που έμαθε να τιμά την οικογένειά του, να αποκτά φίλους καλούς και διαχρονικούς, δουλεμένους μέσα στο αμόνι των καιρών, και κρατά ψηλά το κεφάλι. Περήφανος λαός, λένε κάποιοι. Οσα ταξίδια κι αν έχω κάνει, δεν έχω δει λαό που να μην είναι περήφανος. Μόνο που ο Ελληνας έχει μάθει να γελά δυνατά και να ακουμπά τον διπλανό του για να μπορέσουν να περάσουν μαζί τις στενωπούς που απλώνονται εμπρός. Οπως μας έχει μάθει και ο πάππους μας ο Ομηρος, ακόμα και το πιο επικίνδυνο ταξίδι στην άκρη του απείρου, εκεί όπου συναντιούνται οι γραμμές των καββαδιακών οριζόντων με το σκούρο βαθύ μπλε του Ελύτη και από μακριά ακούγονται τα τζιτζίκια του Σεφέρη σε μια ακανόνιστη σχέση καβαφικής χαρμολύπης, γίνεται πιο εύκολο παρέα με τους πιστούς συντρόφους.
Δεκαπενταύγουστος. Σκηνές γεμάτες Ελλάδα και ήχους του δειλινού. Εκεί όπου η επιστροφή στην πόλη φαντάζει μακρινή λεπτομέρεια μιας άλλης ζωής, ενός άλλου ανθρώπου. Κάτω από τις μουριές. Οσο τα βλέμματα συναντιούνται και είναι ζεστά, όσο το άγγιγμα στον ώμο είναι αληθινό και μαρτυρά το «κράτα γερά», όσο τα γέλια θα σκεπάζουν τα αδιέξοδα, τότε μη φοβάστε. Θα τον ξεπεράσουμε κι αυτόν τον κάβο, όπως κάνουμε εδώ και αιώνες. Ποτέ η Ιστορία δεν μας χαρίστηκε άλλωστε, αλλά εμείς ζούμε εις βάρος των «χρησμών». Αυτή είναι η μοίρα μας. Η μοίρα αυτών που έστυβαν την πέτρα και έβγαζαν ήλιο με τον ιδρώτα τους για τα παιδιά που έπαιζαν γυμνά στην ακροθαλασσιά. Οσο μας μένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι, μια από αυτές τις αιώνιες τράτες που έχουν μαζέψει όλο το Αιγαίο στην πρύμνη τους, να μη φοβάστε. Θα υπάρξουμε, θα ζήσουμε και θα δημιουργήσουμε. Ξανά και ξανά και ξανά. Οχι με το κεφάλι σκυφτό στη στέρφα γη, αλλά όρθιο και με τη ματιά αποφασισμένη. Δεκαπενταύγουστος. Ευκαιρία για σκέψεις μικρές και μεγάλες κάτω από τις μουριές της αυλής με τα τζιτζίκια συντροφιά. Χρόνια πολλά και, όπως λέει ο φίλος μου ο Αντρέας, «καλό αποκαλόκαιρο».
Σπύρος Ν. Λίτσας