Με τη σειρά της, η αμερικανική πολιτική σκηνή δεν μπορεί πλέον να
κρύψει το μικρό, βρώμικο μυστικό της: ότι το Ιράκ από το 2003 μέχρι
σήμερα έχει καταντήσει ένας συνδυασμός Νιγηρίας και Λιβάνου: ένα τοξικό
μίγμα σεκταριστικών πολιτικών και «πετρελαιοκινουμενης» κλεπτοκρατίας. Ο
συνδυασμός της θρησκευτικής αντιπαλότητας και της ενδημικής διαφθοράς
είναι σχεδόν ιερός στην ιρακινή διακυβέρνηση, όπως φαίνεται από την
κρίση ηλεκτροδότησης της χώρας και την κατάρρευση του ιρακινού στρατού
μπροστά στην προέλαση των δυνάμεων της ISIS.
Ο Αμπαντί κληρονόμησε λοιπόν μια χώρα στα πρόθυρα του χάους.
Αποδεχόμενος τον πρωθυπουργικό θώκο, αποδέχθηκε το ρόλο του διευθυντή
μιας άναρχης πολιτικής ορχήστρας. Θα είναι κρίσιμο το κατά πόσο θα
καταφέρει να σχηματίσει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα εκπροσωπεί
όλους τους Ιρακινούς, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων και πολιτικών ιδεολογιών.
Κι όπως σε μια ορχήστρα, έτσι και τώρα οι υπουργοί του θα πρέπει να
εργαστούν σκληρά τόσο σε ατομικό, όσο και σε ομαδικό επίπεδο.
Οι ιρακινοί ηγέτες θα πρέπει να συνεργαστούν με έναν τρόπο που δεν
έχει συμβεί ξανά από την επανάσταση του 1958, αν θέλουν να αποτρέψουν
τον εμφύλιο πόλεμο. Όπως το 2006, όταν πρωθυπουργός έγινε ένας μέχρι
τότε άγνωστος κοινοβουλευτικός, ο Νούρι αλ Μαλίκι, έτσι και τώρα όλος ο
κόσμος αναρωτιέται «ποιος είναι λοιπόν ο νέος ιρακινός πρωθυπουργός;»
Όπως κι ο Μαλίκι, έτσι κι ο Αμπαντί είναι ένας Σιίτης ισλαμιστής που
υπήρξε για πολλά χρόνια ηγέτης του κόμματος Ντάβα, που ιδρύθηκε
προκειμένου να έρθει αντιμέτωπο με το κοσμικό κράτος του Ιράκ πριν το
2003 και να εγκαθιδρύσει μια σιιτική θεοκρατία. Όμως αν υπάρχει ένας
άνθρωπος που να μπορεί να ενώσει το Ιράκ απέναντι στην απειλή της ISIS
και τις παρεμβάσεις του Ιράν, αυτός είναι ο Αμπαντί. Σε μια κοινωνία
όπου το όνομα και η καταγωγή σημαίνουν πολλά, ο Αμπαντί προέρχεται από
μια σεβαστή οικογένεια της Βαγδάτης και μεγάλωσε σε μια εύπορη γειτονιά.
Σπούδασε σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της ιρακινής πρωτεύουσας, πήρε
πτυχίο από ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας και κατόπιν έκανε
το διδακτορικό του στη Μηχανική σε ένα βρετανικό πανεπιστήμιο.
Ενώ ο Μαλίκι πέρασε πολλά χρόνια στην εξορία, στο Ιράν και τη Συρία
και έλαβε πτυχία στις Ισλαμικές σπουδές και την Αραβική λογοτεχνία, ο
Αμπαντί, που μιλάει άπταιστα αγγλικά, προλείαινε το έδαφος την δικής του
ανέλιξης στο εξωτερικό. Σε πολλές συναντήσεις την τελευταία δεκαετία ο
Αμπαντί έκανε εξαιρετικά θετική εντύπωση, τόσο σε εμένα προσωπικά, όσο
και σε Αμερικανούς συνομιλητές του, με το χιούμορ του, την ταπεινότητα
και την θέληση του να συμβιβάζεται, στοιχεία που είναι εξαιρετικά σπάνια
σε ανθρώπους της ιρακινής πολιτικής ελίτ. Αυτά ακριβώς τα
χαρακτηριστικά απαιτούνται για να επουλωθούν οι πληγές που προξένησε στο
Ιράκ η εξουσία του Σαντάμ Χουσεΐν και του Μαλίκι.
Το Ιράκ θα έπρεπε να είναι ένα από τα πλουσιότερα κράτη στον
πλανήτη, λόγω της στρατηγικής του θέσης, των τεράστιων αποθεμάτων του σε
πετρέλαιο και φυσικό αέριο και του ανθρώπινου δυναμικού του - για να μη
μιλήσουμε για τις δυνατότητες που διαθέτει η χώρα σε θέματα
περιηγητικού και προσκυνηματικού τουρισμού. Όμως, όπως μας έχει διδάξει η
ανθρώπινη ιστορία, κανένα από τα ανωτέρω πλεονεκτήματα δεν είναι
αρκετό, όσο μια πραγματικά διορατική πολιτική ηγεσία.
Το να ξεπεράσουμε την επώδυνη κληρονομιά του Σαντάμ και του Μαλίκι
δεν θα είναι ένα εύκολο έργο. Θα είναι όμως ένα έργο ζωτικής σημασίας.
Αλήθεια, αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία που έχει το Ιράκ.
*Ο Αλί Κεντερί υπήρξε ειδικός συνεργάτης πέντε
αμερικανών πρεσβευτών στο Ιράκ και ανώτατος σύμβουλος τριών διοικητών
της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ (Central Command)