Ο πρόεδρος Αναστασιάδης και το επιτελείο θα μεταβούν,
σύντομα όπως διαφαίνεται, στην Αθήνα για να διαβουλευθούν με τον
πρωθυπουργό Σαμαρά και το δικό του επιτελείο. Αλλά γιατί προέκυψε τέτοια
ανάγκη κατακαλόκαιρο; Επειδή υπάρχει εσωτερικό πολιτικό αδιέξοδο που
εάν δεν ελεγχθεί θα πάρει διαστάσεις το φθινόπωρο. Το αδιέξοδο
διαπιστώθηκε στην διάρκεια της πρόσφατης συνάντησης του Εθνικού
Συμβουλίου, αφού ο Πρόεδρος και τα δυο μεγάλα κόμματα, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ,
υποστήριξαν τη συνέχιση της υφιστάμενης πολιτικής για επίλυση του
κυπριακού προβλήματος στη βάση της «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας»,
ενώ οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις ζήτησαν αναθεώρηση της
συγκεκριμένης πολιτικής. Εκτιμώ ότι ο πρόεδρος Αναστασιάδης κακώς θα
μεταβεί στην Αθήνα εάν στόχος του είναι να «εκμαιεύσει» την υποστήριξη
του Έλληνα πρωθυπουργού υπέρ των θέσεών του και να χρησιμοποιήσει την
όποια «συναίνεση» του Σαμαρά, έστω και σιωπηρή, στον εσωτερικό
διάλογο-αντιπαράθεση που αναμένεται να φουντώσει από το Σεπτέμβρη.
Στην όποια δημοκρατική κυβέρνηση των Αθηνών δεν πέφτει λόγος ως προ τη
μορφή της εσωτερικής διακυβέρνησης του κυπριακού κράτους, εφόσον αυτή
διέπεται από δημοκρατικές αρχές. Αλλά και σε μια τέτοια περίπτωση, ο
λόγος που πέφτει στη Ελλάδα δεν προκύπτει λόγω της ιδιαιτερότητας των
σχέσεων της με την Κύπρο. Προκύπτει από το ουσιαστικό και πρακτικό
γεγονός ότι μέσα στην ΕΕ καμιά άλλη μορφή διακυβέρνησης δεν είναι
πολιτικά, θεσμικά αλλά και φιλοσοφικά αποδεκτή.
Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι για να ενταχθεί μια υποψήφια χώρα στην ΕΕ χρειάζονται κάποια χρόνια και το κλείσιμο δεκάδων κεφαλαίων, που είναι όλα, άμεσα ή έμμεσα, συνυφασμένα με την αρχή της συναίνεσης και των δημοκρατικών διαδικασιών. Εκεί που η Ελλάδα έχει λόγο και μάλιστα άμεσο και επί του οποίου πρέπει επιτέλους να τοποθετηθεί ευθέως και ξεκάθαρα, είναι στο ζήτημα της ασφάλειας. Αλλά και εδώ προκύπτει ζήτημα.
Η Ελλάδα έχει λόγο όχι διότι θεωρεί ή θεωρείται «εγγυήτρια δύναμη» στη βάση των παρωχημένων αποικιοκρατικών δουλειών που επιβλήθηκαν το 1960 στο νεόδμητο κράτος, ως λεόντειος διακανονισμός. Η Ελλάδα έχει λόγο διότι γεωπολιτικά η ασφάλεια της Αν. Μεσογείου είναι εγγενώς συνυφασμένη με τη δική της. Και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στη Κύπρο υπάρχουν ή εξαρτώνται από αυτή ένα εκατομμύριο Έλληνες. Είναι λόγω των πραγμάτων και όχι των όποιων συμβατικών δεδομένων που προκύπτουν ζητήματα ασφάλειας για την Ελλάδα στην Αν. Μεσόγειο. Ο Αντώνης Σαμαράς θα συμβάλει τα μέγιστα και θα δημιουργήσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για μια δημοκρατικά κατοχυρωμένη λύση στην Κύπρο εφόσον αποφύγει την ξύλινη γλώσσα και ξεκαθαρίσει την θέση της Αθήνας στο ζήτημα της ασφάλειας μια και καλά, το γρηγορότερο δυνατό. Και η πιθανολογούμενη επίσκεψη Αναστασιάδη προσφέρεται.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός οφείλει και πρέπει δημόσια να γνωστοποιήσει ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε μελλοντικό «σύστημα εγγυήσεων» αναφορικά με την Κύπρο και ότι συνεπώς δεν θα συμμετάσχει σε οποιαδήποτε μορφή «διεθνούς διάσκεψης» στην οποία: α) δεν θα συμμετέχει η Κυπριακή Δημοκρατία και β) η οποία θα έχει ως μέρος της ημερήσιας διάταξης τη δημιουργία, με την οποιαδήποτε μορφή, «εγγυητικού καθεστώτος» επί της Κύπρου.
Ως ισότιμος εταίρος της ΕΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη και ως μέλος του ΟΗΕ, η Κύπρος δεν χρειάζεται προστάτες ή πάτρωνες. Και καμιά χώρα δεν νομιμοποιείται να λειτουργεί ως πάτρωνας άλλων στο διακρατικό σύστημα. Νομιμοποιούνται μόνο πολιτικές συμμαχίες και συμμετοχές σε διακρατικούς θεσμούς, οργανισμούς και φόρα, πάντοτε στο πλαίσιο αμοιβαιότητας όπως αυτό διέπεται από το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική, που στη μεταπολεμική περίοδο καθορίζονται από τη Χάρτα του ΟΗΕ. Η Χάρτα του ΟΗΕ είναι διεθνής συνθήκη. Δεσμεύει όλα τα κράτη, συμμετέχοντα ή μη. Αν δεν ήταν, ο μεταπολεμικος πολιτικός χάρτης του κόσμου θα ήταν πολύ διαφορετικός. Στην Κύπρο θα είχε προ πολλού νομιμοποιηθεί η τουρκική επιδρομή του 1974, η χώρα δεν θα ήταν σήμερα ισότιμος εταίρος στην ΕΕ και θα είχε προ πολλού μετατραπεί σε σατραπεία της Άγκυρας.