01 Ιουνίου 2014

Η λύση του Κυπριακού περνάει από το... αέριο- Δρας. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ*

Η επίσκεψη του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν στην Κύπρο επαναβεβαίωσε τη σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η επίσκεψη του Αμερικανού αντιπροέδρου την περασμένη εβδομάδα στην Κύπρο επαναβεβαίωσε τη σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, σε ένα χρονικό σημείο που ο περιφερειακός χάρτης αναδιαμορφώνεται με ταχείς ρυθμούς. Οι ΗΠΑ, διατηρώντας την πρωτοκαθεδρία στις περιφερειακές διεργασίες, χωρίς ωστόσο να τις καθορίζουν στον επιθυμητό βαθμό (βλ. μερική στροφή Καΐρου), επιδιώκουν μία διπλωματική νίκη που αφενός θα ενδυναμώσει τη θέση τους, αφετέρου θα αξιοποιηθεί δεόντως στο εσωτερικό και ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών στο Κογκρέσο.


Με την υποχώρηση στη Συρία και τις αποτυχημένες απόπειρες αναθέρμανσης των σχέσεων Τελ Αβίβ - Αγκυρας και αναχαίτισης της ρωσικής κινητικότητας στην Ουκρανία, ο Λευκός Οίκος θεωρείται από αρκετούς ανεπαρκής. Με μόνη θετική προοπτική ενδεχόμενη αποκατάσταση των σχέσεων με το Ιράν, σε βάρος όμως των αντίστοιχων με χώρες του Κόλπου, μεταξύ άλλων τη Σαουδική Αραβία, είναι σχεδόν υποχρεωτικό για την αμερικανική ηγεσία να αναλάβει πρωτοβουλίες με έναν συνδυαστικό στόχο: την υπενθύμιση του κομβικού της ρόλου στη διευθέτηση διαφορών εν τη απουσία ενός διαμεσολαβητικού οργάνου καθολικά αποδεκτού που ευελπιστεί πως θα σταθεροποιήσει σταδιακά την περιφέρεια για να καταστεί ευκολότερη η αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου της περιοχής.

Παρατηρώντας το ευρύτερο περιβάλλον με τις συνθετότητές του, η επίλυση του Κυπριακού, αν και «παρατεταμένη» διένεξη, μοιάζει μάλλον ευκολότερη, ειδικότερα υπό τις παρούσες συνθήκες. Η Ουάσιγκτον προσδιορίζει χρονικά τις θετικές εξελίξεις το αργότερο μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2015, προσδοκώντας ότι η οικονομική κρίση σε συνάρτηση με την εύλογη κόπωση μετά από τέσσερις δεκαετίες θα επιφέρουν την αναγκαία συνειδητοποίηση για την υπερψήφιση ενός νέου σχεδίου. Αυτή τη φορά προσφέρουν ισχυρό οικονομικό δέλεαρ (π.χ. με την επιστροφή της Αμμοχώστου και τη συνακόλουθη τουριστική εκμετάλλευση) αλλά και το κίνητρο της ταχύτερης -και δη ανεμπόδιστης- εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αν τα καταφέρουν είναι σαφές ότι θα έχουν τον πρώτο λόγο επί των αποφάσεων για τη διάθεση και τον προορισμό του αερίου. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να υιοθετήσουν ένα μακροπρόθεσμο ενεργειακό πλάνο, βάσει του οποίου η Ανατολική Μεσόγειος από κοινού με το αμερικανικό σχιστολιθικό αέριο θα συμβάλουν -συμπληρωματικά- στην ενεργειακή ασφάλεια της Ε.Ε., αλλά συνάμα ο προσανατολισμός της πρώτης προς την ευρωπαϊκή αγορά θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να διαθέσουν μεγαλύτερες ποσότητες στη «διψασμένη» και ελκυστικότερη Απω Ανατολή. Παράλληλα, καθίσταται σαφές στη Ρωσία ότι αφενός συστηματοποιούνται οι ενέργειες μερικής ενεργειακής απεξάρτησης της Γηραιάς Ηπείρου, αφετέρου ότι σε περίπτωση ευόδωσης των αμερικανικών προσπαθειών, η όποια διείσδυσή της στην περιοχή θα περιοριστεί στην υποστήριξη του συριακού καθεστώτος, ίσως και στη φιλική διάθεση της Αιγύπτου, η οποία, πάντως, θα παραμείνει στην αμερικανική σφαίρα επιρροής.

Η επαναδραστηριοποίηση της Ουάσιγκτον στην περιοχή υπογραμμίζει και τη δραματική απουσία της Ε.Ε. από τα δρώμενα, παρότι η τελευταία είναι η κύρια ενδιαφερόμενη, τόσο λόγω γειτνίασης όσο και ενεργειακών αναγκών. Η Ευρώπη, της οποίας οι εισαγωγές πετρελαίου και αερίου θα ανέρχονται το 2030 περίπου στο 90% και 85% της κατανάλωσης αντιστοίχως, χρειάζεται να αποδείξει πώς εννοεί την ασφάλεια τροφοδοσίας της.

Εξυπηρετώντας τις ευρωπαϊκές επιταγές θα πρέπει σε πρώτη φάση να απομονώσουμε αυτούς που προκρίνουν τη συντήρηση διαχωριστικών γραμμών και διαιρέσεων. Ούτως ή άλλως, η ενέργεια δύσκολα θα αποτελέσει σπίθα ανάφλεξης κυρίως λόγω του ότι η κατάσταση στην περιοχή είναι οριακή και δεν χωράει επιπλέον εστίες αντιπαράθεσης. Εν προκειμένω, η συμπόρευση αυτών στο υπέδαφος των οποίων διαμοιράζονται τα κοιτάσματα, προσανατολίζοντας τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη, αναμένεται να τους θωρακίσει. Αλλωστε, το μέγεθος των αποθεμάτων, τουλάχιστον προσώρας, απαιτεί συμπεριλήψεις προκειμένου να καταστούν ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά, με τη Γηραιά Ηπειρο να μοιάζει ο ιδανικότερος προορισμός.

Η εικόνα ανυποληψίας των Βρυξελλών εντάθηκε μεν από την κρίση στην Ουκρανία, εντούτοις, κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, άνοιξε παράθυρο ευκαιρίας για περιφερειακές συμπράξεις με πρωταγωνιστή την Ευρώπη ως το ασφαλέστερο -παρότι όχι ιδανικό- καταφύγιο εν συγκρίσει με άλλα. Αυτό πιθανότατα θα προκαλέσει συγκρατημένα ανοίγματα σε τρίτες αγορές, σε μία προσπάθεια να εμπεδώσει την παρουσία της στον χώρο που θα προσδιορίσει ως φυσική της συνέχεια, δημιουργώντας σταδιακά τις προϋποθέσεις ώστε να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση απέναντι στο δεσποτικό μοντέλο γειτόνων μας.

Και αν στα ανατολικά της Ευρώπης και τον Καύκασο απέναντι σε έναν ισχυρό ανταγωνιστή τα ευρωπαϊκά νήματα κινούνται από τις χώρες Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, στην Ανατολική Μεσόγειο η Ελλάδα απολαμβάνει συγκριτικών πλεονεκτημάτων, μιλώντας εν πολλοίς «κοινή γλώσσα» με τα περισσότερα κράτη. Η χώρα μας, παρά τη σημαντική υποχώρηση των τελευταίων ετών, νοείται, συγκριτικά με άλλες περιπτώσεις, υπεύθυνη δύναμη και παράγοντας που συνεισφέρει εποικοδομητικά στην περιφερειακή σταθερότητα.

Η προσοχή της Δύσης θα πρέπει να εστιαστεί στις τοπικές κοινωνίες και ειδικότερα στην αναδυόμενη μεσαία τάξη και τη νέα γενιά, στους κόλπους των οποίων αναπτύσσονται δυναμικές αμφισβήτησης του τωρινού status quo, μεγαλύτερης συμμετοχής στις πολιτικές διαδικασίες και ανακατανομής της οικονομικής πίτας. Εφόσον εδραιώσουν τη θέση τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων, με άξονα την ανάπτυξη, μπορούν να επιδιώξουν συνέργειες και να επιτύχουν ευρύτερες συνεννοήσεις, γεγονός που αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν να υιοθετήσουν και οι αυταρχικές ηγεσίες. Οι τελευταίες, δεδομένου ότι τιθασεύονται πρωτίστως με οικονομικά εργαλεία, σε μία περίοδο κοινωνικού αναβρασμού θα «αγοράσουν» χρόνο και σταθερότητα στο εσωτερικό.

Οι Βρυξέλλες, που επιζητούν τη διαφοροποίηση προμηθευτών (βλ. Ρωσία) και διαμετακομιστών (βλ. Ουκρανία), καλούνται να προτάξουν, ιδίως στο ενεργειακό πεδίο, την εμβάθυνση συνεργειών, με δύο κράτη-μέλη τους στο επίκεντρο, αντί να εξακολουθούν να αποτελούν παρακολούθημα της Ουάσιγκτον. Από εκεί και πέρα, χωρίς να ταυτιστούν μαζί της, χρειάζεται να ευθυγραμμιστούν τα συμφέροντα τους για να συμπτυχθεί μέτωπο, όπου η Ε.Ε. θα αναπτύσσεται ενεργητικά εκεί που οι ΗΠΑ είναι ανεπιθύμητες ή λιγότερο ευπρόσδεκτες και αυτές θα προσφέρουν εγγυήσεις -κυρίως ασφάλειας- σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή παρουσία. Ασφαλώς, το μοντέλο προσέγγισης και ενσωμάτωσης απαιτεί αναθεώρηση εν σχέσει με αποτυχημένες στρατηγικές έξωθεν εκδημοκρατισμών και άκομψων παρεμβάσεων. Μάλιστα, με την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας φθηνές πρώτες ύλες και φυσικοί πόροι γίνονται προσβάσιμοι, ενώ η προσφορά εργασίας σε ένα ραγδαία αυξανόμενο (και εν μέρει υψηλά καταρτισμένο) προσωπικό, συγκρατεί εμμέσως μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη.

Επειδή, εντούτοις, στο στάδιο που βρισκόμαστε κυριαρχεί η ρευστότητα, είναι χρήσιμο να εμπλουτίζουμε συνεχώς τις εναλλακτικές προτάσεις, πολλαπλασιάζοντας τις επιλογές για τους δυνάμει επενδυτές και προσφέροντας τη δυνατότητα εμπλοκής το δυνατόν περισσότερων περιφερειακών δρώντων. Η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος δεν μπορεί παρά να βασιστεί σε μία νέα, πρακτικότερη φιλοσοφία, μακριά από αλαζονικές συμπεριφορές και ιδεολογικές αγκυλώσεις.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.Έντυπη