AΠΟΜΕΝΟΥΝ περίπου τρεις βδομάδες πριν από τις
ευρωεκλογές. Και παρότι πλησιάζουμε την Κυριακή των εκλογών, διαφαίνεται
μια κλίμακα αποχής που αναμένεται να ξεπεράσει το ποσοστό του 40%.
Εφόσον κάτι τέτοιο επαληθευτεί, τότε το αποτέλεσμα για τον νικητή
δυνητικά μπορεί να υποβαθμιστεί, ακόμα και να αμφισβητηθεί. Πολλοί
αναλυτές διατείνονται -και δικαίως- ότι οι ευρωεκλογές δεν υπήρξαν ποτέ
εκλογές για την Ευρώπη. Ότι η σημασία τους, εάν είχαν κάποια, πρέπει να
αναζητηθεί, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στο εκάστοτε εγχώριο πολιτικό
περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιούνται. Σε κάθε περίπτωση εκείνο
που οφείλουμε να ομολογήσουμε είναι πως για τις ευρωεκλογές παρατηρείται
έλλειψη πληροφόρησης. Ταυτόχρονα το κίνητρο για συμμετοχή είναι
ανύπαρκτο, ενώ οι πολίτες τις αντιμετωπίζουν (κακώς βέβαια) ως άσχετες
με τα δικά τους προβλήματα. Γι' αυτό και η προεκλογική εμπλοκή τους
είναι σε γενικές γραμμές περιορισμένη.
Εν πάση περιπτώσει, αυτή η προεκλογική περίοδος διεξάγεται μέσα σε συνθήκες (α) αποσταθεροποίησης όσο και δαιμονοποίησης του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών, (β) βαθύτατης αποδυνάμωσης των κομμάτων, (γ) θεσμικής υποβάθμισης της ίδιας της Ε.Ε. (κυρίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και, κατ' επέκταση, των ίδιων των ευρωεκλογών, (δ) βαθύτατης οικονομικής κρίσης που γεννά (υπερ)κέρδη σε αεριτζήδες και (ε) άνισων κατανομών ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο.
Από την άλλη παρατηρείται μια συστημική προπαγάνδα -εγχώρια και εξωτερική- που προσπαθεί να καλλιεργήσει τον μύθο ότι τα αυταρχικά μέτρα λιτότητας αποδίδουν. Η στυγνή προπαγάνδα των «θετικών ειδήσεων» λέει ότι το Μνημόνιο μας σκοτώνει… για το καλό μας! Είναι προφανές ότι οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης επηρεάζουν καθοριστικά τη μορφή των πολιτικών δυνάμεων και, συνεπώς, θα καθορίσουν το πλαίσιο της επερχόμενης αναμέτρησης, ήτοι την εκλογική συμπεριφορά.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ευδιάκριτο ότι η εκλογική αποχή δεν αποτελεί πλέον παροδικό φαινόμενο. Τουναντίον, στοιχειοθετεί ένα σύνθετο φαινόμενο με ισχυρά ατομικιστικά συστατικά αποδέσμευσης από την πολιτική αλλά και μια ισχυρή διάσταση διαμαρτυρίας έναντι του συστήματος των ελίτ. Μπορεί μάλιστα να συνδυαστεί και με φαινόμενα ακραίας αντιπολιτικής ψήφου, όπως βέβαια και με τον ίδιο τον καταμερισμό της ψήφου αλλά και το φαινόμενο της αρνητικής πολιτικοποίησης, όπου ένα τμήμα του εκλογικού σώματος επιλέγει τη λεγόμενη «εκλογική απεργία». Εν ολίγοις, υιοθετεί μια διαμαρτυρόμενη «αντισυστημική» στάση, τύπου Emma Goldman, «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν την πραγματικότητα θα ήταν παράνομες». Αυτή η κυνική αντισυστημικότητα, πιο εμφανής στις νεαρότερες ηλικίες, είναι παράγωγο των διαφόρων εκφράσεων της κρίσης που αμφισβητούν την ικανότητα των πολιτικών ελίτ να ανταποκριθούν στους φόβους και στις προσδοκίες τους. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η εκλογική αποχή αποτελεί παθογένεια της πολιτικής αποξένωσης και του κυνισμού. Σε γενικές γραμμές τίθεται πλέον το μείζον ζήτημα της κοινωνικής νομιμοποίησης της αποχής, καθώς καταγράφονται και ενισχύονται όλο και πιο έντονα τάσεις αποσυσπείρωσης, δυσπιστίας και κρίση αντιπροσώπευσης.
Η εν λόγω κοινωνική νομιμοποίηση της αποχής ενισχύεται και από ένα μέρος της ενημέρωσης και εταιρειών δημοσκοπήσεων που (ανα)παράγουν το πολιτικό θέαμα όσο και το πολιτικό lifestyle, υπονομεύοντας έτσι την ουσία της πολιτικής ενημέρωσης. Το βέβαιο είναι πως όλη αυτή η συστημική «λογική» έχει δημιουργήσει την εντύπωση πως η εκλογική συμπεριφορά ταυτίζεται με την ανάπτυξη των πολιτικών ερευνών γνώμης και των δημοσκοπήσεων, συμβάλλοντας με τον τρόπο της σε μια σοβαρή «επιστημονική στρέβλωση». Προεκτείνοντας το ζήτημα, θα συμφωνήσουμε με όσους θεωρούν πως «ο χώρος της μελέτης της εκλογικής συμπεριφοράς δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στις μεθόδους της εμπειρικής έρευνας, όπως θα ήθελε ο διαρκώς διογκούμενος εμπειρισμός των ημερών μας, αλλά αποτελεί ένα συστατικό κομμάτι της μελέτης του πολιτικού φαινομένου». Τις επόμενες τρεις εβδομάδες θα κοιτάζουμε προς την Ευρώπη, ωστόσο στην προεκλογική περίοδο θα μιλάμε για τα δικά μας προβλήματα. Η προεκλογική εκστρατεία για τις ευρωπαϊκές εκλογές θα διεξάγεται σε κυπριακό επίπεδο. Και όμως, οι ευρωεκλογές είναι αποφασιστικής σημασίας για την υπεράσπιση των κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων, για δημοκρατία και κυριαρχία, για βαθιές αλλαγές αντιιμπεριαλιστικού και αντιμονοπωλιακού χαρακτήρα.
Εν πάση περιπτώσει, αυτή η προεκλογική περίοδος διεξάγεται μέσα σε συνθήκες (α) αποσταθεροποίησης όσο και δαιμονοποίησης του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών, (β) βαθύτατης αποδυνάμωσης των κομμάτων, (γ) θεσμικής υποβάθμισης της ίδιας της Ε.Ε. (κυρίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και, κατ' επέκταση, των ίδιων των ευρωεκλογών, (δ) βαθύτατης οικονομικής κρίσης που γεννά (υπερ)κέρδη σε αεριτζήδες και (ε) άνισων κατανομών ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο.
Από την άλλη παρατηρείται μια συστημική προπαγάνδα -εγχώρια και εξωτερική- που προσπαθεί να καλλιεργήσει τον μύθο ότι τα αυταρχικά μέτρα λιτότητας αποδίδουν. Η στυγνή προπαγάνδα των «θετικών ειδήσεων» λέει ότι το Μνημόνιο μας σκοτώνει… για το καλό μας! Είναι προφανές ότι οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης επηρεάζουν καθοριστικά τη μορφή των πολιτικών δυνάμεων και, συνεπώς, θα καθορίσουν το πλαίσιο της επερχόμενης αναμέτρησης, ήτοι την εκλογική συμπεριφορά.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ευδιάκριτο ότι η εκλογική αποχή δεν αποτελεί πλέον παροδικό φαινόμενο. Τουναντίον, στοιχειοθετεί ένα σύνθετο φαινόμενο με ισχυρά ατομικιστικά συστατικά αποδέσμευσης από την πολιτική αλλά και μια ισχυρή διάσταση διαμαρτυρίας έναντι του συστήματος των ελίτ. Μπορεί μάλιστα να συνδυαστεί και με φαινόμενα ακραίας αντιπολιτικής ψήφου, όπως βέβαια και με τον ίδιο τον καταμερισμό της ψήφου αλλά και το φαινόμενο της αρνητικής πολιτικοποίησης, όπου ένα τμήμα του εκλογικού σώματος επιλέγει τη λεγόμενη «εκλογική απεργία». Εν ολίγοις, υιοθετεί μια διαμαρτυρόμενη «αντισυστημική» στάση, τύπου Emma Goldman, «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν την πραγματικότητα θα ήταν παράνομες». Αυτή η κυνική αντισυστημικότητα, πιο εμφανής στις νεαρότερες ηλικίες, είναι παράγωγο των διαφόρων εκφράσεων της κρίσης που αμφισβητούν την ικανότητα των πολιτικών ελίτ να ανταποκριθούν στους φόβους και στις προσδοκίες τους. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η εκλογική αποχή αποτελεί παθογένεια της πολιτικής αποξένωσης και του κυνισμού. Σε γενικές γραμμές τίθεται πλέον το μείζον ζήτημα της κοινωνικής νομιμοποίησης της αποχής, καθώς καταγράφονται και ενισχύονται όλο και πιο έντονα τάσεις αποσυσπείρωσης, δυσπιστίας και κρίση αντιπροσώπευσης.
Η εν λόγω κοινωνική νομιμοποίηση της αποχής ενισχύεται και από ένα μέρος της ενημέρωσης και εταιρειών δημοσκοπήσεων που (ανα)παράγουν το πολιτικό θέαμα όσο και το πολιτικό lifestyle, υπονομεύοντας έτσι την ουσία της πολιτικής ενημέρωσης. Το βέβαιο είναι πως όλη αυτή η συστημική «λογική» έχει δημιουργήσει την εντύπωση πως η εκλογική συμπεριφορά ταυτίζεται με την ανάπτυξη των πολιτικών ερευνών γνώμης και των δημοσκοπήσεων, συμβάλλοντας με τον τρόπο της σε μια σοβαρή «επιστημονική στρέβλωση». Προεκτείνοντας το ζήτημα, θα συμφωνήσουμε με όσους θεωρούν πως «ο χώρος της μελέτης της εκλογικής συμπεριφοράς δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στις μεθόδους της εμπειρικής έρευνας, όπως θα ήθελε ο διαρκώς διογκούμενος εμπειρισμός των ημερών μας, αλλά αποτελεί ένα συστατικό κομμάτι της μελέτης του πολιτικού φαινομένου». Τις επόμενες τρεις εβδομάδες θα κοιτάζουμε προς την Ευρώπη, ωστόσο στην προεκλογική περίοδο θα μιλάμε για τα δικά μας προβλήματα. Η προεκλογική εκστρατεία για τις ευρωπαϊκές εκλογές θα διεξάγεται σε κυπριακό επίπεδο. Και όμως, οι ευρωεκλογές είναι αποφασιστικής σημασίας για την υπεράσπιση των κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων, για δημοκρατία και κυριαρχία, για βαθιές αλλαγές αντιιμπεριαλιστικού και αντιμονοπωλιακού χαρακτήρα.
* Ο Κώστας Γουλιάμος είναι αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Έρευνας «Προμηθέας».