Γράφει ο Σταύρος Λυγερός Η ΗΓΕΣΙΑ του ΣΥΡΙΖΑ
έχει ξαναπυροβολήσει τα πόδια της, αλλά αυτή τη φορά το τραύμα στην
τελική ευθεία προς τις ευρωεκλογές ενδέχεται να αποδειχθεί μοιραίο. Στην
Κουμουνδούρου θεωρούσαν ανοήτως ότι το «κόψιμο» της Σαμπιχά Σουλεϊμάν
από το ευρωψηφοδέλτιο θα περνούσε «στο ντούκου».
Η υπόθεση, όμως, λειτούργησε σαν καταλύτης για να τεθούν ευρύτερα
ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που η κομματική γραφειοκρατία
αντιλαμβάνεται το εθνικό συμφέρον, και βεβαίως για την ικανότητά της να
χειρισθεί τα εθνικά θέματα. Μ’ αυτή την έννοια, ο Τσίπρας προσέφερε
πολύτιμο δώρο στον Σαμαρά.Πέρα, όμως, από την πολιτική διάσταση, υπάρχουν και δύο ακόμα διαστάσεις. Η πρώτη είναι το γεγονός πως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραβίασε την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, με την οποία ενέκρινε την υποψηφιότητα Σαμπιχά. Η δεύτερη διάσταση είναι ο ανθρωποφαγικός τρόπος με τον οποίον η Κουμουνδούρου αντιμετώπισε τη Ρομά ακτιβίστρια. Αντί να της δώσει εξηγήσεις, άφησε δημοσίως να αιωρούνται άθλιοι υπαινιγμοί.
Ας σημειωθεί ότι η νομαρχιακή επιτροπή Ξάνθης, που χάλασε τον κόσμο για την υποψηφιότητα της Σαμπιχά, είχε εγκρίνει ενθέρμως την υποψηφιότητα (για το Περιφερειακό Συμβούλιο) του δεδηλωμένου Τούρκου εθνικιστή Κουρτ, ο οποίος υπερηφανεύεται για τις σχέσεις του με τον αρχηγό των Γκρίζων Λύκων.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι ούτε ο πολιτικός στραβισμός της Νομαρχιακής Επιτροπής ούτε οι απολύτως περιθωριακές απόψεις του Χριστόπουλου. Το πρόβλημα είναι ότι ο Τσίπρας, που διεκδικεί να κυβερνήσει την Ελλάδα, αποδέχεται αυτές τις πρακτικές και απόψεις. Η Κουμουνδούρου κάλυψε πολιτικά τη Νομαρχιακή της Ξάνθης και, για να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις από τις απόψεις Χριστόπουλου, επιστράτευσε τον Γλέζο!
Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ποσοστό της τάξεως του 4%, δεν είχαν μεγάλη σημασία τα όσα έλεγαν στελέχη του. Τώρα, όμως, που ζητάει από τους Ελληνες να του εμπιστευθούν τη διακυβέρνηση, δεν αρκούν οι γενικολογίες και οι υπεκφυγές. Οφείλει να ξεκαθαρίσει πώς αντιλαμβάνεται τα εθνικά συμφέροντα.
Εάν οι πολίτες νομίζουν ότι ψηφίζουν πατριωτική Αριστερά και τους προκύψουν εθνομηδενιστές, θα πρόκειται για πολιτικοεκλογική αεροπειρατεία. Είναι κοινός τόπος ότι οι ιδεολογικές αντιλήψεις της Κουμουνδούρου, αλλά και η πολιτική της στα εθνικά θέματα, έχουν επηρεασθεί αποφασιστικά από τον εθνομηδενισμό της κομματικής μικρογραφειοκρατίας, που προέρχεται κυρίως από το πάλαι ποτέ ΚΚΕ Εσωτερικού και ορισμένων συνιστωσών.
Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκουν ευήκοα ώτα στην Κουμουνδούρου όσοι αποκαλούν τη FYROM «Μακεδονία», καταγγέλλουν την καταπίεση της «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, μιλάνε για Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου κι όχι για ψευδοκράτος, χαρακτηρίζουν τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο ανταγωνισμό δύο εθνικισμών ή και φαντασιώσεις Ελλήνων εθνικιστών και, τέλος, ζητάνε να μην εμποδίζεται η είσοδος παράνομων μεταναστών. Είναι οι ίδιοι που αποκαλούν τη μουσουλμανική μειονότητα «ένα ενιαίο, συμπαγές τουρκικό πράμα», θεωρώντας αφήγημα του ελληνικού εθνικισμού τη διάκριση σε τουρκογενείς, Πομάκους και Ρομά!
Ο Χριστόπουλος έχει δίκιο όταν δηλώνει δημοσίως ότι η Κουμουνδούρου τον επέλεξε για υποψήφιο ευρωβουλευτή ακριβώς λόγω αυτών των απόψεών του. Τις ίδιες απόψεις, άλλωστε, εξέφρασαν και η Νομαρχιακή Επιτροπή Ξάνθης και η «Αυγή» στο κύριο άρθρο της περασμένης Τετάρτης. Ενα άρθρο που παρεμπιπτόντως απέπνεε έντονα σταλινικές μεθόδους.
Η θεμελιώδης αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι εσωκομματικοί συσχετισμοί στην Κουμουνδούρου αντανακλούν τους συσχετισμούς στην παραδοσιακή εκλογική βάση του 4%. Δεν εκφράζουν, όμως, τους εκλογικούς πρόσφυγες (κυρίως κεντροαριστερούς) που το 2012 έδωσαν το 27%. Η στρατηγική πρόκληση για την Κουμουνδούρου είναι να υπερβεί την παραδοσιακή ιδεολογικοπολιτική περιχαράκωση του μικρού κόμματος διαμαρτυρίας, να αποκτήσει αίσθηση εθνικής ευθύνης και να μετεξελιχθεί σε αξιόπιστο κόμμα εξουσίας.
Οι αντιθέσεις, το χαλί και ο λογαριασμός
ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να απαλλάξει τη χώρα από τα δεσμά των μνημονιακών πολιτικών και να οικοδομήσει μία οικονομικά εύρωστη, κοινωνικά δίκαιη και εθνικά ισχυρή Ελλάδα. Για να ανταποκριθεί σ’ αυτό το ιστορικό αίτημα, ο Τσίπρας πρέπει να αποστασιοποιηθεί από τις απολύτως μειοψηφικές ιδεοληψίες που κυριαρχούν στην Κουμουνδούρου. Η κομματική γραφειοκρατία, όμως, που θεωρεί τον εαυτό της ιδιοκτήτη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι διατεθειμένη να χάσει τον έλεγχο.
Ούτε, άλλωστε, ο Τσίπρας δείχνει αποφασισμένος να συγκρουσθεί μαζί της. Τα μέχρι τώρα βήματά του είναι μικρά και δειλά, ενώ δεν λείπουν και τα πισωγυρίσματα. Ισως γιατί και ο ίδιος, ως παιδί του κομματικού σωλήνα, είναι μπολιασμένος με αυτές τις ιδεοληψίες και υποταγμένος στην άτυπη κομματική επετηρίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι για τις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους επέλεξε κατά κανόνα κομματικούς υποψηφίους, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν το φάσμα εκλογικής πανωλεθρίας. Εάν είχαν επιλέξει προσωπικότητες ικανές να προσελκύσουν και στις αυτοδιοικητικές κάλπες τους εκλογικούς πρόσφυγες, το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό.
Οσο ο Τσίπρας δεν ολοκληρώνει την ιδεολογικοπολιτική του υπέρβαση, δεν θα αποκτήσει στόφα κυβερνήτη. Και βεβαίως δεν θα μπορεί να μετεξελίξει το κόμμα του. Προς το παρόν, συνηθίζει να βάζει τις αντιθέσεις κάτω από το χαλί και να παλινδρομεί ανάμεσα σε συμπεριφορές κόμματος του 4% και κόμματος του 27%. Οποιος, όμως, πατάει σε δύο βάρκες πέφτει στη θάλασσα.
Αυτό που συμβολίζει και εκφράζει η υποψηφιότητα Σαμπιχά είναι στον αντίποδα αυτού που συμβολίζει και εκφράζει η υποψηφιότητα Χριστόπουλου. Για την οργανωτίστικη και ψηφοθηρική ματιά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, αυτά είναι ψιλά γράμματα.
Ετσι, όταν εκδηλώθηκε η επίθεση εναντίον της Ρομά ακτιβίστριας με αναληθείς στερεοτυπικές κατηγορίες, ο Τσίπρας υποχώρησε ατάκτως, χωρίς να ψάξει την ουσία. Την «έκοψε», νομίζοντας ότι δεν θα ανοίξει μύτη. Ανοιξε, όμως, τον ασκό του Αιόλου και θα πληρώσει εκλογικό κόστος. Οταν εξορίζεις την ιδεολογία και την πολιτική, αυτές σε εκδικούνται. Το ίδιο κι όταν προκαλείς το πατριωτικό αίσθημα των ψηφοφόρων σου.
Οσο δεν αποσαφηνίζεται η ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του «μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ», οι αντιφάσεις θα αναβλύζουν σε όλα τα επίπεδα. Και βεβαίως θα δίνουν ευκαιρίες στον πολυπλόκαμο προπαγανδιστικό μηχανισμό της «παράταξης του μνημονίου» να επιτίθεται και να επιφέρει πλήγματα. Στην Κουμουνδούρου, όμως, δεν προβληματίζονται σοβαρά για τα αυτογκόλ, και κυρίως για την ανικανότητά τους να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικοεκλογικά την πρωτοφανή κοινωνική οργή.