Σπύρος Λίτσας Ο δυτικός κόσμος, πλην της Γερμανίας, βρίσκεται σε βαθιά
οικονομικοπολιτική κρίση πριν ακόμα από την πτώση των αμερικανικών
sub-prime mortgages του 2008. Μια κατάσταση που ως αφετηρία έχει τις
συμπαντικές μεταβολές της διεθνοσυστημικής πολικότητας και επηρεάζει το
σύνολο των δυτικών δρώντων εξαιτίας αυτού που οι Robert Keohane και
Joseph Nye Jr. ονόμασαν ασύμμετρη αλληλεξάρτηση (asymmetrical
interdependency).
Οι ομοιότητες, όμως, σταματούν εδώ. Και αυτό γιατί ενώ οι ΗΠΑ
προτίμησαν να ακολουθήσουν τον ορθολογικό δρόμο ενός νέου New Deal,
εφαρμόζοντας αρχές φιλελεύθερου κεϊνσιανισμού, οι Βρυξέλλες αποφάσισαν
διαφορετικά. Οι λόγοι γι' αυτήν την απόφαση επικεντρώνονται στο ότι η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρεί, μάλλον δικαίως, ότι τα κράτη-μέλη δεν
θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τις πληθωριστικές πιέσεις που θα
εμφανιστούν σε τυχόν στροφή προς τον κεϊνσιανισμό.Λίγες ημέρες, όμως, πριν από το άνοιγμα της κάλπης, που θα διαμορφώσει καταλυτικά το επόμενο βήμα της Ενωσης, οφείλουμε να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα. Λειτουργεί η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κι αν ναι, σε ποια επίπεδα; Μέχρι σήμερα σε συστημικό επίπεδο η διαδικασία λειτουργεί αφού έχει επιλεγεί η στήριξη των δημοσιονομικών δεικτών της Ενωσης και η μετακύλιση των οικονομικών πιέσεων στον πυρήνα της κοινωνίας των κρατών του νότιου άξονα. Ισως ο ιστορικός του μέλλοντος, αποστασιοποιημένος από τη βάσανο της καθημερινότητας, να κρίνει ότι αυτή η απόφαση ήταν η μοναδική που μπορούσε να ληφθεί σε ένα ετερογενές σύστημα όπως η Ε.Ε. για να μην καταρρεύσει το ενωσιακό οικοδόμημα. Γι' αυτό και η κρίση δεν αντιμετωπίσθηκε με μέτρα αναπτυξιακής αντιστάθμισης της ύφεσης, αλλά επιδιώχθηκε ο ποσοτικός έλεγχος της βλάβης σε περιφερειακό επίπεδο. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρώπη σήμερα θυμίζει το γνωστό ανέκδοτο: «Γύρω γύρω κρίση, στη μέση ευημερία».
Η Γαλλία ζητά από τις Βρυξέλλες περισσότερη αυτονομία στις οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνει για τον εαυτό της, η Βρετανία σφίγγει τα δόντια και ελπίζει ότι δεν θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια κτηματομεσιτική φούσκα ενώ εφαρμόζει το δικό της εσωτερικό μνημόνιο, η Ιταλία επιδιώκει να εφαρμόσει ένα μικρό New Deal, που οι Βρυξέλλες θα επιδιώξουν την παύση του μετά τις ευρωεκλογές, ενώ Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία έχουν αναγάγει την πολιτική επιβίωση σε καθημερινή διαδικασία, ελπίζοντας σε ουσιαστικές αποφάσεις για την υπέρβαση της κρίσης σε μελλοντικό χρόνο. Dum spiro spero. Για πόσο, όμως, θα αντέξουν οι άνθρωποι του Νότου;
Οι Βρυξέλλες λανθάνουν ως προς τα ακόλουθα: Θεωρούν, φευ, ότι μπορεί να προβλεφθεί η σφοδρότητα των πολιτικών εξελίξεων. Το αποτέλεσμα, όμως, των ευρωεκλογών σε όλη την Ευρώπη θα δείξει αυτό που εδώ και χρόνια ψύχραιμοι και ρεαλιστές αναλυτές επιδιώκουν να αναδείξουν δίχως να καταφεύγουν σε ευρωενθουσιαστικά ή ευρωσκεπτικιστικά στερεότυπα. Oτι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν απομακρυνθεί ψυχολογικά από το ενωσιακό υπόδειγμα εξαιτίας της δραματικής μείωσης του βιοτικού επιπέδου τους. Η Ενωμένη Ευρώπη έθεσε τα θεμέλιά της πάνω στη διαρκή ροή πόρων που προέρχονταν από το σχέδιο Μάρσαλ και ενισχύθηκε από την εμπράγματη ευμάρεια και το απότοκο αυτής, την αυξημένη κοινωνική συνοχή. Το μοντέλο που κατέρρευσε εξαιτίας της διαρκούς ύφεσης και της πτώσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών ήταν αυτό της ΕΣΣΔ.
Κινδυνεύει με κατάρρευση η Ε.Ε.; Οχι! Η ευρωζώνη; Σίγουρα θα αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον αυξημένες πιέσεις ως προς την υφιστάμενη δομή. Οι όποιες, όμως, αρνητικές εξελίξεις στον πυρήνα της Ευρώπης θα επηρεάσουν όλα τα κράτη-μέλη, αλλά θα πλήξουν με σφοδρότητα τις ήδη πολυβασανισμένες από την ύφεση μεσογειακές κοινωνίες. Ως εκ τούτου, έστω και την ύστατη στιγμή -και δεν αναφέρομαι στη συγκυρία των ευρωεκλογών, αλλά στον μεταγενέστερο πυκνό πολιτικό χρόνο- καθίσταται απαραίτητος ο συνδυασμός συστημικών πολιτικών με πρωτοβουλίες για τη σημαντική βελτίωση της πραγματικής οικονομίας του Νότου και της ζωής των πολιτών των κρατών αυτών.
Σπύρου Ν. Λίτσας