ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ*Πώς δομούνται οι μεγάλες αφηγήσεις για το
παρελθόν πάνω στις οποίες κτίζεται η ιστορική συνείδηση ενός έθνους; Και
πώς μεταλλάσσονται στον χρόνο; Το ερώτημα έχει ιστορική, αλλά και
πολιτική σημασία.
Μέχρι σήμερα έχουν εμφανιστεί τέσσερις μεγάλες ιστορικές αφηγήσεις. Η
πρώτη και ισχυρότερη προκύπτει μέσα από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και
παίρνει την ολοκληρωμένη της μορφή στο έργο του Κωνσταντίνου
Παπαρρηγόπουλου. Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «εθνική αφήγηση».
Κεντρική της ιδέα η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους από την
αρχαία Ελλάδα έως σήμερα.
Η αφήγηση αυτή λειτούργησε ως πανίσχυρη ενοποιητική ουσία για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αλλά και ως όραμα που καθόρισε τον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας για δεκαετίες. Εμπότισε τη συνείδηση ολόκληρων γενεών μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, αλλά και διαμέσου
εκατοντάδων εκλαϊκευτικών έργων, εγκυκλοπαιδειών κ.λπ. Είτε μας αρέσει είτε όχι, καμία ιστορική προσέγγιση (ή πολιτικό πρόγραμμα) δεν μπορεί να αποκτήσει την αποδοχή της κοινωνίας αν την παραβιάσει: ρωτήστε τον Νίκο Δήμου ή τη Μαρία Ρεπούση. Οπως όμως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, η καθολική της αναγνώριση ουσιαστικά την έχει καταστήσει πολιτικά ουδέτερη.
Η πιο φιλόδοξη και συστηματική προσπάθεια αμφισβήτησης της εθνικής αφήγησης έγινε με την άρθρωση μιας μαρξιστικής ιστορικής αφήγησης από διανοούμενους, όπως ο Γεώργιος Σκληρός και ο Γιάννης Κορδάτος στις αρχές του 20ού αιώνα και ιδίως στο διάστημα του Μεσοπολέμου. Παρά τη φιλοδοξία του το εγχείρημα αυτό απέτυχε, τόσο γιατί η εθνική αφήγηση είχε ήδη αποκτήσει ισχυρά κοινωνικά ερείσματα όσο και γιατί η μαρξιστική αφήγηση δεν είχε σημείο επαφής με την αγροτική Ελλάδα των μικροϊδιοκτητών. Η απήχησή της υπήρξε βέβαια πολύ μεγαλύτερη στους διανοούμενους και αυτό μάλλον εξηγεί την περίεργη, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, σημερινή σχετική δημοφιλία των μαρξιστικών ιδεών στους κύκλους αυτούς.
Τα πράγματα αλλάζουν με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατ’ αρχάς το ΚΚΕ επιχειρεί μέσω του ΕΑΜ να συνθέσει μια εθνική αφήγηση με κομμουνιστικό υπόστρωμα, κάτι που αποτυπώνεται στο μανιφέστο του Δημήτρη Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Πριν προλάβει όμως να τη διαδώσει, το ΚΚΕ θα γνωρίσει τη συντριβή. Οι νικητές του Εμφυλίου θα προσαρμόσουν με αρκετή επιτυχία την εθνική αφήγηση στις επιταγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το αποτέλεσμα είναι η τρίτη ιστορική αφήγηση, η «εθνικοφροσύνη», με βασικό χαρακτηριστικό της την αναφορά σε έναν νέο (εσωτερικό) εχθρό του έθνους, τον κομμουνισμό, που εκπορευόταν φυσικά από τον πραγματικό (εξωτερικό) εχθρό, δηλαδή τους Σλάβους. Σήμερα έχει λησμονηθεί πόσο ευρεία υπήρξε η κυριαρχία της αφήγησης αυτής στη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου, καθώς την ασπάστηκαν τόσο η Δεξιά όσο και το Κέντρο. Ενδεχομένως μάλιστα και να επιβίωνε αν δεν μεσολαβούσε η χούντα. Στην προσπάθειά του όμως να νομιμοποιήσει την εξουσία του, το καθεστώς των συνταγματαρχών αγκάλιασε την ιστορική αυτή αφήγηση με ενθουσιασμό, επιστρατεύοντας μάλιστα και διανοούμενους όπως ο (πρώην κομμουνιστής) Γεώργιος Γεωργαλάς και ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου. Η κατάρρευση της χούντας το 1974 σήμανε αναπόφευκτα και το τέλος της ιστορικής αυτής αφήγησης, που επιβίωσε ως μια απλή γραφική ανάμνηση.
Με τη Μεταπολίτευση επανεμφανίζεται η περιθωριακή έως τότε εαμική αφήγηση που είχαν καλλιεργήσει στο διάστημα της μετεμφυλιακής περιόδου κομμουνιστές διανοούμενοι, όπως ο Σόλωνας Γρηγοριάδης και ο Νίκος Σβορώνος. Μετά το 1974 η αφήγηση αυτή θα εκλαϊκευτεί ακόμη περισσότερο χάρη στις προσπάθειες ταλαντούχων συγγραφέων, όπως ο Τάσος Βουρνάς και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, και θα πάρει τη μορφή της τέταρτης αφήγησης, της «εθνολαϊκής». Πρόκειται ουσιαστικά για την εθνικοφροσύνη από την ανάποδη, αφού είναι εξίσου αμυντική και ξενοφοβική με αυτήν: τώρα εσωτερικός εχθρός του έθνους είναι οι δωσίλογοι, οι συνεργάτες, το Παλάτι, η άρχουσα τάξη κ.λπ., που βρίσκονται στη δούλεψη του ξένου εχθρού, δηλαδή των Αγγλων και των Αμερικανών. Την εθνολαϊκή αφήγηση θα χρησιμοποιήσει στη συνέχεια με μεγάλη επιτυχία ο Ανδρέας Παπανδρέου για να ανέλθει την εξουσία, συμπληρώνοντας την έννοια του έθνους και του λαού με τους «μη προνομιούχους». Στον αστερισμό αυτής της εκδοχής εξακολουθούμε να ζούμε και σήμερα, αφού ουσιαστικά διδάσκεται στα σχολεία, αναπαράγεται στα μίντια και λειτουργεί ως εξαρτημένο αντανακλαστικό για τους περισσότερους ανθρώπους. Η κραυγή του υπόδικου βουλευτή της Χρυσής Αυγής Στάθη Μπούκουρα, «ο Ανδρέας Παπανδρέου με έκανε εθνικιστή», αποτυπώνει το περιεχόμενο, τη συνέχεια και την επιρροή αυτής της ιστορικής αφήγησης.
Η εθνολαϊκή αφήγηση ενισχύθηκε από την κρίση. Ο «αντιμνημονιακός λόγος» βασίζεται αποκλειστικά στη θεματολογία της: οι κακοί ξένοι που επιβουλεύονται το έθνος, οι ντόπιοι πράκτορές του, ο αγνός λαός κ.λπ. Μόνη διαφορά είναι η αντικατάσταση των Αμερικανών από τους Γερμανούς. Σημαίνει αυτό πως θα συνεχιστεί η ηγεμονία της; Οχι απαραίτητα. Οπως η εθνικοφροσύνη κατέρρευσε μαζί με τη χούντα, έτσι και η εθνολαϊκή αφήγηση θα χαθεί τελικά μαζί με τη μήτρα της, τη Μεταπολίτευση. Δεν γνωρίζουμε όμως πώς και πότε, όπως και ποια θα είναι η αφήγηση που θα τη διαδεχθεί.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Η αφήγηση αυτή λειτούργησε ως πανίσχυρη ενοποιητική ουσία για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αλλά και ως όραμα που καθόρισε τον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας για δεκαετίες. Εμπότισε τη συνείδηση ολόκληρων γενεών μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, αλλά και διαμέσου
εκατοντάδων εκλαϊκευτικών έργων, εγκυκλοπαιδειών κ.λπ. Είτε μας αρέσει είτε όχι, καμία ιστορική προσέγγιση (ή πολιτικό πρόγραμμα) δεν μπορεί να αποκτήσει την αποδοχή της κοινωνίας αν την παραβιάσει: ρωτήστε τον Νίκο Δήμου ή τη Μαρία Ρεπούση. Οπως όμως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, η καθολική της αναγνώριση ουσιαστικά την έχει καταστήσει πολιτικά ουδέτερη.
Η πιο φιλόδοξη και συστηματική προσπάθεια αμφισβήτησης της εθνικής αφήγησης έγινε με την άρθρωση μιας μαρξιστικής ιστορικής αφήγησης από διανοούμενους, όπως ο Γεώργιος Σκληρός και ο Γιάννης Κορδάτος στις αρχές του 20ού αιώνα και ιδίως στο διάστημα του Μεσοπολέμου. Παρά τη φιλοδοξία του το εγχείρημα αυτό απέτυχε, τόσο γιατί η εθνική αφήγηση είχε ήδη αποκτήσει ισχυρά κοινωνικά ερείσματα όσο και γιατί η μαρξιστική αφήγηση δεν είχε σημείο επαφής με την αγροτική Ελλάδα των μικροϊδιοκτητών. Η απήχησή της υπήρξε βέβαια πολύ μεγαλύτερη στους διανοούμενους και αυτό μάλλον εξηγεί την περίεργη, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, σημερινή σχετική δημοφιλία των μαρξιστικών ιδεών στους κύκλους αυτούς.
Τα πράγματα αλλάζουν με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατ’ αρχάς το ΚΚΕ επιχειρεί μέσω του ΕΑΜ να συνθέσει μια εθνική αφήγηση με κομμουνιστικό υπόστρωμα, κάτι που αποτυπώνεται στο μανιφέστο του Δημήτρη Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Πριν προλάβει όμως να τη διαδώσει, το ΚΚΕ θα γνωρίσει τη συντριβή. Οι νικητές του Εμφυλίου θα προσαρμόσουν με αρκετή επιτυχία την εθνική αφήγηση στις επιταγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το αποτέλεσμα είναι η τρίτη ιστορική αφήγηση, η «εθνικοφροσύνη», με βασικό χαρακτηριστικό της την αναφορά σε έναν νέο (εσωτερικό) εχθρό του έθνους, τον κομμουνισμό, που εκπορευόταν φυσικά από τον πραγματικό (εξωτερικό) εχθρό, δηλαδή τους Σλάβους. Σήμερα έχει λησμονηθεί πόσο ευρεία υπήρξε η κυριαρχία της αφήγησης αυτής στη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου, καθώς την ασπάστηκαν τόσο η Δεξιά όσο και το Κέντρο. Ενδεχομένως μάλιστα και να επιβίωνε αν δεν μεσολαβούσε η χούντα. Στην προσπάθειά του όμως να νομιμοποιήσει την εξουσία του, το καθεστώς των συνταγματαρχών αγκάλιασε την ιστορική αυτή αφήγηση με ενθουσιασμό, επιστρατεύοντας μάλιστα και διανοούμενους όπως ο (πρώην κομμουνιστής) Γεώργιος Γεωργαλάς και ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου. Η κατάρρευση της χούντας το 1974 σήμανε αναπόφευκτα και το τέλος της ιστορικής αυτής αφήγησης, που επιβίωσε ως μια απλή γραφική ανάμνηση.
Με τη Μεταπολίτευση επανεμφανίζεται η περιθωριακή έως τότε εαμική αφήγηση που είχαν καλλιεργήσει στο διάστημα της μετεμφυλιακής περιόδου κομμουνιστές διανοούμενοι, όπως ο Σόλωνας Γρηγοριάδης και ο Νίκος Σβορώνος. Μετά το 1974 η αφήγηση αυτή θα εκλαϊκευτεί ακόμη περισσότερο χάρη στις προσπάθειες ταλαντούχων συγγραφέων, όπως ο Τάσος Βουρνάς και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, και θα πάρει τη μορφή της τέταρτης αφήγησης, της «εθνολαϊκής». Πρόκειται ουσιαστικά για την εθνικοφροσύνη από την ανάποδη, αφού είναι εξίσου αμυντική και ξενοφοβική με αυτήν: τώρα εσωτερικός εχθρός του έθνους είναι οι δωσίλογοι, οι συνεργάτες, το Παλάτι, η άρχουσα τάξη κ.λπ., που βρίσκονται στη δούλεψη του ξένου εχθρού, δηλαδή των Αγγλων και των Αμερικανών. Την εθνολαϊκή αφήγηση θα χρησιμοποιήσει στη συνέχεια με μεγάλη επιτυχία ο Ανδρέας Παπανδρέου για να ανέλθει την εξουσία, συμπληρώνοντας την έννοια του έθνους και του λαού με τους «μη προνομιούχους». Στον αστερισμό αυτής της εκδοχής εξακολουθούμε να ζούμε και σήμερα, αφού ουσιαστικά διδάσκεται στα σχολεία, αναπαράγεται στα μίντια και λειτουργεί ως εξαρτημένο αντανακλαστικό για τους περισσότερους ανθρώπους. Η κραυγή του υπόδικου βουλευτή της Χρυσής Αυγής Στάθη Μπούκουρα, «ο Ανδρέας Παπανδρέου με έκανε εθνικιστή», αποτυπώνει το περιεχόμενο, τη συνέχεια και την επιρροή αυτής της ιστορικής αφήγησης.
Η εθνολαϊκή αφήγηση ενισχύθηκε από την κρίση. Ο «αντιμνημονιακός λόγος» βασίζεται αποκλειστικά στη θεματολογία της: οι κακοί ξένοι που επιβουλεύονται το έθνος, οι ντόπιοι πράκτορές του, ο αγνός λαός κ.λπ. Μόνη διαφορά είναι η αντικατάσταση των Αμερικανών από τους Γερμανούς. Σημαίνει αυτό πως θα συνεχιστεί η ηγεμονία της; Οχι απαραίτητα. Οπως η εθνικοφροσύνη κατέρρευσε μαζί με τη χούντα, έτσι και η εθνολαϊκή αφήγηση θα χαθεί τελικά μαζί με τη μήτρα της, τη Μεταπολίτευση. Δεν γνωρίζουμε όμως πώς και πότε, όπως και ποια θα είναι η αφήγηση που θα τη διαδεχθεί.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.